Η ιστορία ενός σκύλου

09/07/2018 - 11:17

Γεια σας άνθρωποι, είμαι ο Μπούμπης και θέλω να σας διηγηθώ την ιστορία μου.

Γεννήθηκα στην αυλή ενός σπιτιού μαζί με τα άλλα 8 αδερφάκια μου, ήμασταν ευτυχισμένα, παίζαμε όλη την μέρα και το βράδυ κοιμόμασταν δίπλα στην μαμά μας.

Οι στιγμές της ευτυχίας μας κράτησαν περίπου δύο μήνες κι ένα απόγευμα ακούσαμε το αφεντικό μας να λέει στην γυναίκα του:

«Ήρθε η ώρα, μεγάλωσαν, βάλε τα σε μια σακούλα και πάμε να τα παρατήσουμε στο παραδίπλα χωριό. Κράτησε μόνο το άσπρο, το όμορφο διότι το θέλει ο εγγονός μας για να παίζει».

Μας στρίμωξαν λοιπόν σε μια μεγάλη σακούλα και μας παράτησαν δίπλα σε έναν κάδο σκουπιδιών.

Ένας θεός μόνο ξέρει πως δε σκάσαμε, έφυγαν βιαστικά και ξέχασαν να λύσουν τον κόμπο που μας είχαν δέσει. Για καλή μας τύχη μια περαστική κοπέλα άκουσε τα κλάματα μας και μας έβγαλε έξω, ήταν φιλόζωη, μας πήρε μαζί της και μας έβαλε στην αποθήκη του σπιτιού της, μας έδωσε φαγητό και νερό και περάσαμε εκεί όλη την νύχτα. Δεν μπορούσε όμως να μας κρατήσει διότι είχε ήδη δύο σκύλους κι έτσι την επόμενη μέρα μας πήγε σε μια φιλοζωική.

Εκεί μας πρόσεχαν πολύ, μας έδιναν πολύ φαγητό, μας έβαζαν φρέσκο νερό και μας καθάριζαν. Μας έκαναν και πολλές αγκαλιές.

Όλη μέρα μας έβγαζαν φωτογραφίες και εκεί έμαθα την λέξη προώθηση.

Έμεινα εκεί μέρες αρκετές ώσπου ένα απόγευμα με πλησίασε ένα κοριτσάκι, με κοίταξε στα μάτια κι άρχισε να φωνάζει: «Μαμά, μαμά αυτό θέλω, θα το ονομάσω Μπούμπη».

Κι έτσι ξεκίνησαν όλα.

Με έβαλαν στο αμάξι τους και πρώτα με πήγαν σε έναν γιατρό, με εξέτασε κι αφού με βρήκε καλά στην υγεία μου, μου έκανε ένα εμβόλιο και φύγαμε.

Μου αγόρασαν κι ένα όμορφο σιέλ λουράκι με μια καδένα που έγραφε το όνομα μου.

Μπήκαμε ξανά στο αμάξι και φτάσαμε στο νέο μου σπίτι, μου βάλανε να πιώ γάλα και με καλωσόρισαν με αγκαλιές και φιλιά τα δύο άλλα μέλη της οικογένειας, ο μπαμπάς κι ένα μικρό αγοράκι.

Το κρεβατάκι μου ήταν δίπλα σε ένα τζάκι και δεν ήξερα πως να την χειριστώ τόση χαρά.

Πέρασαν μήνες αρκετοί, όλα κυλούσαν τέλεια, δε φοβόμουν πια και είχα γίνει ένα πολύ ζωηρό κουταβάκι. Ένα απόγευμα πάνω στο παιχνίδι κατέστρεψα μια παντόφλα, τότε ο μπαμπάς ήρθε δίπλα μου ουρλιάζοντας και μου έδωσε μια κλωτσιά. Πόνεσα πολύ αλλά δεν έβγαλα κιχ, έσκυψα το κεφάλι μου κι έφυγα.

Κάπου εκεί κοντά ένα πρωινό που τα παιδιά είχαν πάει στο σχολείο, οι γονείς άρχισαν να καυγαδίζουν, φοβήθηκα πολύ από τις φωνές του και από τον φόβο μου έβρεξα το πάτωμα.

Μόλις το είδε αυτό ο μπαμπάς έλαβα άλλη μια δυνατή κλωτσιά και μετά με άρπαξε απότομα, με έβγαλε έξω και με έδεσε σε ένα δέντρο.

Έκλαιγα όλη τη νύχτα και κρύωνα αλλά δε νοιάστηκε κανένας.

Την επόμενη μέρα μου έφεραν ένα μικρό, ξύλινο σπιτάκι και μου είπαν ότι εκεί θα έμενα πλέον, δε μπήκε κανένας στον κόπο να με λύσει.

Στο σπιτάκι αυτό έμεινα περίπου έναν χρόνο, τον χειμώνα με τσάκιζαν οι βροχές, οι άνεμοι και τα χιόνια και το καλοκαίρι έλιωνα από τη ζέστη.

Μου έφερναν ένα πιάτο φαγητό και ένα μπολ νερό και νόμιζαν ότι είμαι ευτυχισμένο.

Κάποια στιγμή, μάλλον από τη θλίψη μου αρρώστησα, άρχισα να μαδάω και να βγάζω εξανθήματα.

Το αφεντικό τότε με έλυσε και με έβαλε στο αμάξι, χάρηκα πολύ, νόμιζα ότι νοιάζονται ακόμα για μένα ότι θα με πήγαινε στον γιατρό αλλά που τέτοια τύχη.

Με πήγε και με εγκατέλειψε σε ένα άλλο χωριό, μπήκε στο αμάξι, πάτησε γκάζι κι έφυγε.

Τον κυνηγούσα ώρα πολύ από πίσω, έκλαιγα κι αυτός ούτε που γύρισε να κοιτάξει.

Ένιωθα σαν χαμένος.

Κάπως έτσι ξεκίνησε η κόλαση μου.

Πεινούσα κι έψαχνα για φαγητό στα σκουπίδια, έπαιρνα από πίσω τους περαστικούς κι αυτοί μου φώναζαν: «Ουστ, ψωριάρη».

Έκανα όμως καινούριους φίλους, κάτι αδύνατα σκυλάκια που όταν τα ρώτησα πως τα λένε ξαφνιάστηκα διότι είχαν όλα το ίδιο όνομα. Τα έλεγαν αδέσποτα!

Κάναμε πολύ παρέα, παίζαμε και ψάχναμε μαζί για φαγητό.

Κάποιοι καλοί κύριοι που άραζαν στους καφενέδες που και που μας έριχναν ένα μεζεδάκι και κάποιοι άλλοι μας μισούσαν και μας έδερναν δίχως λόγο.

Στο χωριό αυτό υπήρχαν και κάποια κοριτσάκια που μας πρόσεχαν όσο μπορούσαν και έπαιζαν μαζί μας.

Ένα απόγευμα καθώς ψάχναμε στα σκουπίδια για τροφή με τον καλύτερο μου φίλο, που του είχα δώσει το όνομα ψηλός, μας πλησίασε ένας κακός κύριος από αυτούς που μας χτυπούσαν, εμείς πήγαμε να εξαφανιστούμε όμως μας φώναξε κοντά του με γλυκιά φωνή και μας πρόσφερε από ένα λουκάνικο. Κάναμε πολύ χαρά και του κουνούσαμε τις ουρές μας.

Μόλις φάγαμε τα λουκάνικα μας κοίταξε με ένα βλέμμα ψυχρό σαν ατσάλι και είπε χαιρέκακα:

«Στα ανάθεμα κοπρόσκυλα».

Έφυγε γελώντας.

Ξαφνικά αρχίσαμε να τρέμουμε, να βγάζουμε αφρούς και να ουρλιάζουμε από πόνο. Ο ψηλός έφυγε τρέχοντας κι εγώ έμεινα εκεί μόνος μου, δεν μπορούσα καν να κουνηθώ.

Τους πόνους που ένιωθα εύχομαι να μη τους νιώσει ποτέ κανένας.

Άρχισα να έχω σπασμούς. Φοβόμουν πολύ.

Για καλή μου τύχη πέρασε από μπροστά μου ένα από τα κοριτσάκια που με αγαπούσαν, με χάιδεψε και είπε:

« Κάνε λίγη υπομονή θα σε σώσω».

Έφυγε τρέχοντας και επέστρεψε σε δυο λεπτά με την μαμά του, μου έκαναν μια ένεση κι άρχισα να κάνω εμετό. Έβγαλα όλο το δηλητήριο.

Ο ψηλός δυστυχώς με είχε την ίδια τύχη. Δεν τον προλάβανε και Πέθανε με θάνατο φριχτό.

Το κοριτσάκι με την μαμά του με πήρανε σπίτι τους όπου ζω ευτυχισμένος εδώ και τρία χρόνια.

Είμαι ο Μπούμπης και θέλω να σας στείλω ένα μήνυμα:

«Όλοι έχουμε δικαίωμα στη ζωή, όλοι έχουμε δικαίωμα στην αγάπη. Δε χρειαζόμαστε αλυσίδες ούτε μόνο ένα πιάτο φαγητό.

Χρειαζόμαστε αγάπη και χάδια. Όπως πονάτε εσείς πονάμε κι εμείς, όπως φοβόσαστε έτσι φοβόμαστε, όπως κρυώνετε έτσι κρυώνουμε. Μη μας κακοποιείται, μη μας ρίχνετε φόλες.

Αφήστε να μας να ζήσουμε, δώστε μας αγάπη και θα την λάβετε διπλή. Γαβ».

 

Ντέπη Χατζηκαμπάνη ζει και μεγαλώνει στη Λέσβο. Πλέκει στίχους με το βελονάκι της ψυχής.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey