
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Έφευγε το τοπίο, περνούσε μπροστά από τα μάτια σαν στιγμιότυπο: Ηλιοβασίλεμα! Ο ήλιος βυθίζεται στη θάλασσα, πριν να βγει το αυτοκίνητο από τον περιφερειακό δρόμο. Καθώς διασχίζει τον δρόμο από το Καβάκι προς την ανηφόρα του Μολύβου, μένει μονάχα το σκούρο βαθύ μπλε της θάλασσας και το έντονο ροζ του ορίζοντα. Τα χρώματα με γυρίζουν στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, μπλε και ροζ, επιλογές μιας εφηβείας που έψαχνε την ταυτότητά της - μπορεί και χωρίς αποτέλεσμα.
Το τοπίο έφευγε μπροστά από τα μάτια με την ταχύτητα του αυτοκινήτου: εμείς ορίζουμε την ταχύτητα του χρόνου που φεύγει, δύσκολα το καταλαβαίνουμε όμως! Πετούσε το τοπίο, όσο άρχισε να φαίνεται το κάστρο φωτισμένο και το λιμάνι στο βάθος! Τα χρώματα μένουν απαράλλαχτα. Οι άνθρωποι αλλάζουμε; Μέσα στα χρόνια που περνούν μας πείθει το μπλε με το βαθύ ροζ; Μας ταιριάζει; Συνεχίζει να μας συγκινεί. Αλλάζουμε, μεγαλώνουμε, γερνάμε πόσο μπορεί άραγε δυο έντονα φαινομενικά αταίριαστα χρώματα να αφήνουν μέσα μας το αποτύπωμά τους; Ένα βαθύ ροζ απέναντι στο βαθύ μπλε: ποιο χρώμα κερδίζει;
Το αυτοκίνητο συνεχίζει το δρομολόγιο κατηφορίζοντας μετά τα «Δελφίνια». Δεν αλλάζουν τα χρώματα, δεν αλλάζει το τοπίο, «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν». Συγκινητικά απαράλλαχτα. Τι αντέχει στον χρόνο; Πόσο μπορεί να βαστάξει, χωρίς να διαβρωθεί; Έχει καμιά σημασία;
Μεγάλες ατέλειωτες νύχτες με φεγγάρι και θέα την ήρεμη θάλασσα! Ένα ιστιοφόρο αραγμένο μεσοπέλαγα με μια βοηθητική βάρκα στο πλάι. Μουσική από περασμένες εποχές, κρύα ποτά και μια δυνατή ψύχρα να υπονοεί το φθινόπωρο που παραμονεύει. Σκοτάδι! Πού πήγαν το μπλε με το ροζ; Η ψύχρα της επιστροφής δυναμώνει, μόλις πάρεις τη στροφή προς την Πέτρα. «Οι μηχανόβιοι ψοφούμε με το αγιάζι που κατεβαίνει από το Πετρί σε τρία σημεία : στη στροφή του Καβακιού, στο γήπεδο και έξω από το πάρκινγκ». Το έλεγε μια καλοκαιρινή μέρα, στρίβοντας τσιγάρο, ενώ ο ήλιος μας έκαιγε. Πώς να τον πιστέψεις; Στην επιστροφή όλα επαληθεύονται. Το αγιάζει τρυπώνει και μπιμπικιάζει το δέρμα μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Τι αλλάζει και τι παραμένει ίδιο; Τι μένει σταθερό για πάντα ριζωμένο μέσα μας; Είναι δύσκολες απαντήσεις για το μούχρωμα, για τη νύχτα, για ένα μικρό χωριό και για ένα σκοτεινό τοπίο! Πώς να σηκώσει τέτοιο βάρος;
Αλλάζουμε οι άνθρωποι. Μεγαλώνουμε, βαραίνει το βήμα μας, μικραίνει ο διασκελισμός μας. Γίνεται διστακτικός. Γερνάμε. Αντέχουν όσα μέσα μας παραμένουν πάντα νέα, πάντα όμορφα, σταθερά ζωντανά, γεμάτα υγεία και πάθος να γευτούν τη ζωή. Πόσα να ‘ναι αυτά άραγε; Θα τα αφήσουμε να χορτάσουν ή θα τα κρατήσουμε ανικανοποίητα στο βάθος της ψυχής μας; Μήπως αυτό είναι κατά βάθος το μυστικό της αντοχής τους, το ελιξίριο της αιώνιας νιότης που τα διακρίνει και δεν τα αφήνει να μεγαλώσουν;
Μεγαλώνουν τα πράγματα μέσα μας;Σηκώνουμε το βάρος τους; Ζούμε ουτοπίες, κουβαλώντας τα εφηβικά μας ανικανοποίητα σαν τρυφερές κρύπτες ενός ρομαντισμού που δεν βρίσκει διέξοδο αλλά μας διασώζει από την αγριάδα ενός κόσμου που ζει με στερεότυπα, με κανόνες και με ρυθμούς που ακολουθούμε αλλά δεν αντέχουμε να αποδεχτούμε ως βεβαιότητες ακατάλυτες;
Είναι σταθερές ερωτήσεις που ορθώνονται μπροστά μου, ενώ το καλοκαίρι τελειώνει, κάθε φορά που ένα ακόμη καλοκαίρι τελειώνει, μόλις χαιρετήσω τη μάνα μου και αρχίσω να στοχάζομαι τη ματαιότητα. Φυλλομετρώντας οικογενειακά έγγραφα, κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες, διαβάζοντας αρχειακό υλικό της οικογένειας και της εφηβείας προσπαθώ να αποφασίσω. Κάθε φορά βεβαιώνομαι όλο και περισσότερο ότι δεν έχω καμία απάντηση να δώσω. Με αυτό το κενό αναχωρώ κάθε χρόνο με ακόμη μεγαλύτερες απορίες επιστρέφω χωρίς να καταφέρνω να τις λύσω ούτε την επόμενη χρονιά. Μου είναι απολύτως προφανές ότι ούτε τη μεθεπόμενη θα κατασταλάξω, αυτό που αναρωτιέμαι πάντα είναι αν θα υπάρξει «μεθεπόμενη». Κάθε φορά φεύγω, ελπίζοντας μόνον στην επιστροφή.