
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
«Μάλλον τέλος για φέτος τα μπάνια στον γιαλό» είπα μέσα μου, όταν ένιωσα τους ουρανούς να ανοίγουν και τα ποταμάκια της βροχής να πλημμυρίζουν τους δρόμους με τα βουλωμένα φρεάτια….. Όχι ότι με φόβιζε η βροχή! Όσο δυνατή και να είναι η μπόρα, είναι παροδική. Αλλά ειδικά αυτήν την εποχή, και ήλιος να βγει μετά, το κακό έχει γίνει: Η θερμοκρασία πέφτει. Κρυώνει. Το κορμί αποζητά ….. ζακετούλα. Μακρυμάνικο! Και αυτό έχει μακροπρόθεσμα και μία ακόμη συνέπεια: Οι συναυλίες και οι παραστάσεις σε ανοιχτούς χώρους, η χαρά του καλοκαιριού, η ομορφιά του Σεπτέμβρη, παίρνουν τέλος. Όσους λίγους ανυπότακτους μένουν και επιμένουν, τους περιμένουν οσφυαλγίες, πόνοι στα γόνατα, στη μέση πιάσιμο, άντε και καμιά ίωση έτσι για σεφτέ! Μεγαλώνουμε αναντίστοιχα με την ψυχή μας που νεανίζει αθεράπευτα. «Να λες δόξα τω Θεώ που κλείσαμε εισιτήριο για κλειστό θέατρο αυτήν την Παρασκευή, άγριο νιάτο» με πειράζει μια φίλη στο τηλέφωνο. Βλαστημώ μέσα μου, ξέρω κατά βάθος ότι έχει δίκιο.
Τι να το κάνω λοιπόν το μπανιερό που περιμένει προκλητικά στην απλώστρα; «Να το μαζέψεις, να το βάλεις σε μια λεκάνη με ζεστό νερό, να το απλώσεις, να βάλεις πλυντήριο τις πετσέτες, να τις ποτίσεις μαλακτικό που να μυρίζει όμορφα, να μαζέψεις ύστερα τα ρούχα, να τα σιδερώσεις και να τα φυλάξεις για του χρόνου». Αυτό να κάνω; Η συνείδηση, η φίλη στο τηλέφωνο και η φωνή της λογικής συμφωνούν επικίνδυνα. Έλα που μέσα μου όμως κάτι κλωτσά, κάτι με κάνει να ανταριάζομαι και να δυσκολεύομαι. Να αντιδρώ. Να αντιστέκομαι.
Είναι ανώφελο να μετράς μέρες του Αυγούστου, ενός ατέλειωτου Αυγούστου που έχει περάσει τη διάρκεια των εξήντα ημερών και στο δικό σου αυθαίρετο ημερολόγιο, όταν τίποτα πια γύρω σου δεν κουβαλά την αύρα του. Έχει καμιά σημασία να προσδιορίζω τη μέρα ως την 64η του Αυγούστου, όταν ο καιρός, οι υποχρεώσεις, η θερμοκρασία, η καθημερινή ζωή, όταν όλα τέλος πάντων είναι πια φθινοπωρινά, κανονικότατα φθινοπωρινά όμως;
«Δεν βάζεις μυαλό, δεν συμβιβάζεσαι με την πραγματικότητα, το μυαλό σου είναι τζούφιο, εννοείς να βλέπεις με ένα δικό σου βλέμμα, εντελώς εσφαλμένο τον κόσμο». Έχει δίκιο. Ένας αθέατος Αύγουστος με κατατρέχει όλον τον χρόνο. Είμαι τρελή μαζί του. Αυτόν λαχταρώ. Δεν αντέχω να μου φεύγει. Ερωτευμένη με μια ουτοπία, βγαίνω και γυρίζω στους δρόμους, τον ψάχνω παντού και μου ξεφεύγει. Ούτε μία ούτε δύο: τριακόσιες τριάντα σχεδόν μέρες κάθε χρόνο. Είναι πολύ το κυνηγητό δεν λέω. Όταν όμως τον τσακώνω, καταλαβαίνω τι σημαίνει ευτυχία!
Μέσα στο κεφάλι μου, όσο αποθηκεύω τα καλοκαιρινά ρούχα σε νάιλον σακούλες φέγγει το φως του μεσημεριάτικου Αυγούστου, κάτω από τη σκιά του μεγάλου πλάτανου στο πατρικό μου. Τη λατρεύω αυτήν την ώρα. Είναι ώρα ησυχίας και μελωδίας από τα τζιτζίκια, μυρωδιάς από το θυμιατό της διπλανής εκκλησιάς, είναι δροσερή, κάτω από τη σκιά του δέντρου, είναι ζεστή από τη θερμοκρασία, είναι γεμάτη υποσχέσεις: ξεκινά η βόλτα στη θάλασσα, υπάρχει η βραδινή έξοδος γεμάτη υποσχέσεις. Ο Αύγουστος μοιάζει να μην έχει πρωινά. Είναι ώρες του ύπνου. Έχει μεγάλα μεσημέρια και ατέλειωτες νύχτες. Ο παρατεταμένος Αύγουστος που επιμένω να διαφυλάττω ως κόρη οφθαλμού, έχει πρωινό ξύπνημα, πολλή δουλειά ως το μεσημέρι, έχει συνήθως υποχρεώσεις μέχρι αργά το βράδυ, έχει ύπνο νωρίς, για να αντέξω τις υποχρεώσεις της επόμενης μέρας.
Σκέπτομαι κλείνοντας το φερμουάρ της σακούλας και το ντουλάπι πίσω μου μήπως να κλείσω μεταφορικά αυτόν τον Αύγουστο που μου χαϊδεύει το μάγουλο, χαιρετώντας με, με ένα μικρό καλοκαίρι πέντε ημερών στις αρχές του Σεπτέμβρη, μήπως να τον κλείσω σε μία πλαστική κάψουλα, με αρωματικό, να μείνει έτσι μυρωδάτος, σκιερός, ηλιόλουστος, ερωτικός στη μνήμη, ώσπου να δικαιώσει την επόμενη χρονιά τη φήμη του.
Διστάζω. Πώς να φυλακίσω τον Αύγουστο; Τουλάχιστον θα τον ονειρεύομαι - παρηγοριέμαι.