Αθάνατο ελληνικό δημόσιο!

07/09/2017 - 17:11

Ένα μεγάλο πρόβλημα στο νησί για όσους δε ζούμε στη νησιωτική πρωτεύουσα, είναι ότι για τις περισσότερες, αλλά και τις απλούστερες συναλλαγές μας με το ελληνικό δημόσιο, είμαστε αναγκασμένοι να ξυπνήσουμε το πρωί και να ταξιδέψουμε μία ώρα, μέσα στη ζέστη. Όλοι ενοχοποιούμε τη γραφειοκρατία. Αν και κάποιοι ισχυρίζονται ότι ως σύστημα διοίκησης έχει ως πλεονέκτημα την εξασφάλιση της ομοιογένειας στη λειτουργία κάθε υπηρεσίας, άρα τη δίκαιη και αξιοκρατική αντιμετώπιση του πολίτη, η μεγάλη πλειοψηφία της πιστώνει την ταλαιπωρία και την αγανάκτηση των καθημερινών συναλλαγών με το επίσημο κράτος.

Αν βρεθείς στην καρδιά του καλοκαιριού σε μια τυπική δημόσια υπηρεσία του νησιού πάντως, σε περιμένει το εξής συνηθισμένο θέαμα: Από τη μέσα πλευρά του γκισέ, ο δημόσιος υπάλληλος: νωθρός, κακοπληρωμένος, σε ώρα υπηρεσίας, αντιμετωπίζει την κάψα του κατακαλόκαιρου μόνο με ένα air condition. Από την έξω πλευρά ο περίφημος πολίτης: ξεκούραστος, αεράτος, με αμφίεση διακοπών, αρωματισμένος, με την αντηλιακή του κρέμα. Είναι να μην μπει ο καημένος ο εργαζόμενος στον πειρασμό να τον δυσκολέψει;

Στο γκισέ περιμένουμε ουρά δεκαπέντε άνθρωποι. Ο υπάλληλος βαρέων βαρών καταβροχθίζει λίγο πριν τις εννέα το πρωί, μια μπαγκέτα με σαλάμι και μια σάλτσα κόκκινη. Με το ένα χέρι κρατά το ψωμί και με το άλλο πληκτρολογεί στον υπολογιστή. Χτυπά το όνομα της μανούλας μου. Γυρίζει και με κοιτά υποψιασμένος: «Ιδώ λέγ ότ’ η μάνα σ’ είνι ζουντανή». «Ε, για να το διορθώσουμε, ήρθα» απαντώ με συγκατάβαση. «Ληξιαρχική πράξη θανάτου» προστάζει. Του την παρουσιάζω. Τη διαβάζει δύσπιστα. «Κόρη μ,’ ιδώ γράφ’ ότι η Ηρώ Λάζου πέθανι. Στου κουμπιούτερ βλέπου Ηρώ Χατζηγεωργίου». «Εκεί λέει ότι η Ηρώ Λάζου το γένος Χατζηγεωργίου πέθανε. Το πατρικό της ήταν έτσι». Αγριεύει. «Κουρ’τσ’ελ’ μ’» (εδώ με λιώνει με το κομπλιμέντο) «πού ξέρουμι ιμείς ότι είναι του ίδιου κι του αυτό πρόσουπου;»

Έχω μαζί μου πάντα μια βεβαίωση ταυτοπροσωπίας. Την πασάρω. Α, ρε μάνα! Δέκα χρόνια μετά η Δημόσια Διοίκηση δε αφήνει την ψυχούλα σου να αναπαυτεί! Παίρνει το έγγραφο με τα λερωμένα χέρια κι αφήνει ένα αποτύπωμα πάνω στο «Ηρώ». Η μάνα μου έξαλλη θα γινόταν που της κηλίδωσε το όνομα. Από σεβασμό στη μνήμη της, θέλω να τον δείρω. Κατεβάζει το γυαλί στη μύτη. «Άκ’σι» αποφαίνεται «η βιβαίουσ’ είνι ιντάξ’. Αλλά δεν μπουρώ να πάρου τ’ν ληξιαρχική». «Γιατί, χαρά μου;» ρωτώ έχοντας πια χάσει την ψυχραιμία μου. «Γιατί είναι βγαλμέν’ ένα ιξάμηνο πριν. Ου νόμους του λέει ρητώς: Δύο μήνες πριν το κάθι δικαιουλουγητικό. Αμ πώς;» «Υπάρχει κίνδυνος ανάστασης;» ρωτώ και σας βεβαιώνω ότι ο διάλογος είναι πραγματικός. «Εμ, τώρα πού να τα ξέρου αυτά τα πράματα; Δεν είμι κι Θιός! Έλα αύριο, μουρέλι μ’, μι του σουστό χαρτέλ’ να του τιλιούσουμι».

Με κοιτά χαιρέκακα να απομακρύνομαι. Θυμάμαι ότι στο αυτοκίνητο έχω μια πιο πρόσφατη ληξιαρχική πράξη, γιατί, όταν πηγαίνεις σε δημόσια υπηρεσία, εκτός των δικαιολογητικών πρέπει, για να τελειώσεις αυθημερόν, να έχεις μαζί σου και μια αλλαξιά εσώρουχα, πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, μια φωτογραφία σε προεκλογική συγκέντρωση του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, ραβασάκια από την εφηβεία σου, μαγειρικές συνταγές, μια βιντεοκασέτα με δύο έργα σεξ και τη διαθήκη σου μεταφρασμένη σε δύο γλώσσες, γιατί ελλοχεύει το εγκεφαλικό. Με χαμόγελο εξίσου χαιρέκακο με το βλέμμα του, επιστρέφω στο γκισέ, αφού έχω ανανεώσει χτένισμα και κραγιόν.

Καταλαβαίνει από το ύφος μου. Του έχει ξανασυμβεί. «Πήγις Πέτρα κι γύρ’σις; Κιόλα;» ρωτά. Του πασάρω το χαρτί. Χωρίς λόγια. Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Συνειδητοποιεί ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να με εξυπηρετήσει. Με κοιτά, το ύφος του γίνεται θλιμμένο. «Πέθανι η μανούδα σ’;» σχολιάζει μισοκακόμοιρα «Ε, τι να κάν’ς, έτσ’ είνι η ζουή! Συλλυπητήρια, μουρό μ’!» μουρμουρίζει. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που ξεσπώ σε γέλια, επειδή με συλλυπούνται!!!!!

 

Καλυψώ Λάζου

 

 

 

 

 

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey