
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Κάθε φορά που ανέβαινε να προσκυνήσει τη χάρη Της, πρώτη στάση ήτανε στο πλατύσκαλο που έβλεπε προς τον γιαλό! Ατέλειωτο το πέλαγος, αντίθετα με τις δυνάμεις της που σιγά-σιγά την εγκατέλειπαν. Θυμόταν στα νιάτα της τη μάνα να την παρακαλεί να της ανάψει ένα κερί στην Παναγιά. Δεν την βαστούσαν τα ποδάρια της ν’ ανεβεί στον βράχο. Πλησίαζε πια και η δική της ώρα. Το αριστερό γόνατο την πρόδιδε, κάθε μέρα και πιο πολύ. Παιδιά δεν είχε. Πώς να ειδοποιήσει; Σκεφτόταν πως είναι κοντά οι μέρες που η Παναγιά θα την περιμένει μάταια στο κατώφλι να φανεί. Θρήσκα πολύ δεν ήταν αλλά την έκανε κέφι αυτήν την απογευματινή βίζιτα στη Μεγαλοδύναμη: Σαν να την προσκαλούσε το ένιωθε Εκείνη πριν πέσει το σούρουπο, στην πίσω βεράντα, με θέα το κύμα και τα καρπισμένα μποστάνια, να την κεράσει μερακλίδικο καφέ ελληνικό από τα χεράκια της τα άγια και γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο με παγωμένο νερό. Βολευόταν στο περβάζι, ένιωθε τη δροσιά από την αύρα της θάλασσας που σκαρφάλωνε στον βράχο να αγιάσει, άφηνε το βλέμμα να περιπλανηθεί στο βάθος του ορίζοντα.
Έφηβη κολλούσε το πρόσωπο στο στενό παράθυρο και πάλευε να ξακρίσει την κορμοστασιά του μεγάλου έρωτα, καθώς έμπαινε, έφηβος κι αυτός στο πατρικό του. Έσφιγγε τα κάγκελα, η ψυχή της ήταν πουλί, έτοιμο να πετάξει, κελαηδούσε. Πού να την ακούσει εκείνος; Άραγε την ένιωθε; Πετούμενο ασυμβίβαστο το μέσα της που δεν στέριωνε πουθενά, έφτανε με απλωμένα τα φτερά ως την εκκλησιά του Ταξιάρχη, ξαπόσταινε λίγο στο οικογενειακό μνήμα, όλοι τους από αλλού ξεκίνησαν, εκεί έφτασαν ο ένας μετά τον άλλον.
Μετρούσε τις πλάκες του δρόμου από το πλατύσκαλο: μακρόστενες, ορθογώνιες, συμμετρικές, χιλιοπατημένες από περπατησιές χαράς και πίκρας, από πέταλα και ρόδες, από βηματισμούς δυνατούς, από ανάλαφρα ακροπατήματα. Το βάδισμα του μόχθου, η διασκελιά του κρυφού νταλκά, η επίσημη περπατησιά του κυριακάτικου εκκλησιασμού, το βαρύ βήμα της εξόδιου ακολουθίας! Ο δρόμος ήταν αδειανός. Ησυχία. Νομίζουν οι ανθρώποι μόνον πως αυτοί βασανίζονται, ερωτεύονται, λυπούνται, ευτυχούνε. Φτάνει ένας δρόμος αδειανός, χιλιοπερπατημένος να φανερώσει πώς γυρίζει ο τροχός το ίδιο για όλους , πόσο η μοίρα του ενός μοιάζει με του άλλου, πώς συναντιούνται οι τροχιές μας, για να χαθούν με ένα φύσημα της τύχης ή για να μην χωρίσουν ποτέ.
Μόνον σαν πλησιάζεις στον Θεό, καταλαβαίνεις πιο καλά τον άνθρωπο. Έτσι είχε καταλάβει. Ήταν εκείνη η δική της ώρα, να ατενίζει το πατρικό της από ψηλά, να σιχτιρίζει την ώρα που δεν πρόλαβε να μαζέψει το βαρέλι από το μπαλκόνι- ρεζίλι την έκανε ο φωτογράφος, ακαμάτρα και ανεπρόκοπη θα την ανεβάζουν τώρα τόσα στόματα!
Πουλάκι πετούμενο η ψυχή της, έφτασε τεντώνοντας τα φτερά, ως το παράθυρο της μεσοτοιχίας, τρύπωσε από το σπασμένο τζάμι και χώθηκε στο παλιό αρχοντικό. Το σπίτι χτίστηκε να στεγάσει έναν έρωτα απαγορευμένο. Πώς να γινόταν να έπαιρνε άντρα της έναν πρόσφυγα μια αρχοντοπούλα; Ο γάμος δεν στέριωσε. Η συγκατάθεση άργησε, ο γαμπρός από τις κακουχίες κατέληξε φθισικός, έγινε πουλί και πέταξε σύντομα από κοντά της. Οι απόγονοι είδαν ο ένας μετά τον άλλον τα ταίρια τους να αρρωσταίνουν- να ήταν το παράπονο της πρώτης νοικοκυράς, που έγινε κατάρα, άθελά της για τις επόμενες γενιές;
Πετούσε η ψυχή της στα σκοτεινά, από δωμάτιο σε δωμάτιο, έπιπλα στοιβαγμένα πρόχειρα, νοικοκυριά μαζεμένα, η χαρά δεν στέριωνε εύκολα. Στάθηκε στο περβάζι του κάτω ορόφου, μύρισε το άρωμα του κήπου από τις κουφωμένες γρίλιες. Άκουσε τις δεκαοχτούρες να τραγουδούν μαζί με τα τζιτζίκια στις φυλλωσιές του πλάτανου. Αγροίκησε την ψαλμωδία από το εκκλησάκι του Άη Νικόλα, το βλέμμα σταμάτησε στη μορφή της Αγιάς Παρασκευής, βλοσυρής, με σφραγισμένα, σφιχτά χείλια, στην τοιχογραφία της εκκλησιάς. Σαν ήταν νέα την κορόιδευε. Της φαινόταν πως μεταμορφωνόταν στον Διόνυσο, που πίνοντας μια ρακή, αρχινούσε το πανηγύρι στο πίσω περιβόλι της εκκλησιάς, γύρω από τα καζάνια που βράζανε το κισκέκ, σιγοτραγουδώντας έναν βαρύ καρσιλαμά, σέρνοντας τα πόδια του στα βήματά του. Μεθυσμένη από τη ζωή έκλεισε πίσω της τη βαριά σιδερένια εξώθυρα. Από νοσταλγία επέστρεφε πάντα: Για τον διονυσιακό χορό, για το πέταγμα του πουλιού, για τον καφέ στην Παναγιά. Πίσω από τον γέρικο φοίνικα, το βλέμμα χάθηκε πάλι στο πέλαγος. Μια μεγάλη απλωσιά είναι η ζωή. Τραβάμε μπροστά. Τα άψυχα μόνον μένουν πίσω. Συνέχισε να ανεβαίνει._
*Το κείμενο γράφτηκε για να διαβαστεί την 1η Αυγούστου στην ενότητα «Το κάλεσμα - Ιστορίες του τόπου» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Μουσικής «Αρίων». Διαβάστηκε συνοδευτικό στη φωτογραφία στον Πολυχώρο «Δεσμό» στη διάρκεια του πρώτου μέρους της εκδήλωσης που ακολούθησε συναυλία με τον Ψαρογιώργη. Ειλικρινείς ευχαριστίες στις κυρίες Μαρία και Ραλλού Κράλλη για την πρόσκληση.