Από τη Διαθήκη του Αγίου Ιγνατίου

16/10/2023 - 11:30

Στις 14 Οκτωβρίου τιμάται στο νησί μας η μνήμη του Αγίου Ιγνατίου που γεννήθηκε το 1492 στον Φάραγγα, ένα χωριό της περιοχής της Καλλονής το οποίο δεν υπάρχει σήμερα, και παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις 14 Όκτωβρίου του 1566, σε ηλικία 75 ετών. Θεώρησα σκόπιμο, σήμερα, ημέρα της γιορτής του, να κοινοποιήσω κάποια στοιχεία από τη Διαθήκη του που έπεσε στα χέρια μου και έχουν ιστορική αξία.

Σε ένα εισαγωγικό σημείωμα που προηγείται της Διαθήκης γίνεται αναφορά στην πρόνοια και τη μέριμνα που έδειξε «η αγία του Χριστού μεγάλη εκκλησία» για τα δυο σταυροπηγιακά μοναστήρια, τα οποία ιδρύθηκαν από τον Μητροπολίτη Μηθύμνης, «όπως χρησιμεύσωσιν εις άσυλα μετανοίας των αληθώς και ειλικρινώς τον μοναχικόν βίον ασπαζομένων». Γίνεται, ακόμη, λόγος για την παρέκκλιση από την καθιερωμένη τάξη, την υποκατάσταση του «κοινοβιακού» πολιτεύματος από το «ιδιόρρυθμον» που είχε ως αποτέλεσμα τα ευαγή αυτά ιδρύματα να παρουσιάσουν χρέη «οσημέραι αυξανόμενα». Για την αποτροπή της «πανωλεθρίας» αυτών των ευαγών ιδρυμάτων ο πατριαρχικός οικουμενικός θρόνος που ασκούσε την εποπτεία επιχείρησε να επαναφέρει αυτά στα όρια από τα οποία είχαν ξεφύγει. Αυτό, όμως, δεν άρεσε σε αυτούς που ασκούνταν σε αυτά, τα εγκατέλειψαν και τα άφησαν έρημα! Ο Πατριάρχης, όμως, δεν υποχώρησε και επέβαλε τη θεσπισμένη τάξη συνοδικά και προστάτεψε τα υλικά συμφέροντα αυτών. Πολλοί τότε από τους κατοίκους της Μήθυμνας εξανέστησαν και ζητούσαν να συμμετέχουν στη διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας και στην «κατά το δοκούν» διάθεση αυτής. Προσπάθησαν, μάλιστα, να παραπλανήσουν τους πιστούς διαδίδοντας πως μάχονται για την «υποτύπωση» του αγίου ιδρυτού των μονών. Για την αντιμετώπιση της απατηλής αυτής αξίωσης και διαφώτισης γράφτηκαν πολλά στα τεύχη της «Εκκλησιαστικής Αλήθειας» και αναδημοσιεύτηκε η «υποτύπωση» του μακαρίου ιδρυτού των δύο μοναστηριών.

Ακολουθεί η «Διαθήκη του εν Αγίοις Ιγνατίου, ιδρυτού της εν Μηθύμνηι μονής του Λειμώνος». Στην αρχή ο Άγιος Ιγνάτιος τονίζει τη μηδαμινότητα και την αναξιότητά του με φράσεις απόλυτου χαρακτήρα, όπως ο «των πάντων ανθρώπων ελαχιστότατος, ο των πάντων ανθρώπων εναγέστατος, ο των πάντων ανθρώπων βεβηλότατος τε και εξουθένημα, έργωι και λόγωι και πράξει και θεωρεία……». Παράλληλα, αυτός ομολογεί πως δαπάνησε την πρόσκαιρη ζωή του χωρίς να επιτελέσει κανένα «χρηστόν έργον» για την παρούσα ή μέλλουσα ζωή και λέει πως γι’ αυτό, για να μπορέσει να παρουσιαστεί μπροστά στον «φοβερόν και αδέκαστον» κριτή τη μέρα της κρίσεως, διαθέτει την περιουσία του κατά την κρίση του και σύμφωνα με τις επικρατούσες συνθήκες.

Στη συνέχεια ο Άγιος Ιγνάτιος δίνει κάποια πληροφοριακά βιογραφικά στοιχεία ή στοιχεία από το έργο του, όπως ότι παλιά λεγόταν Ιωάννης και μετονομάστηκε σε Ιγνάτιος, ότι ήταν ιερέας και έγινε ιερομόναχος και πνευματικός πατέρας, ότι ήταν ηγούμενος των δύο παλαιών μοναστηριών που ο ίδιος εκ θεμελίων ανακαίνισε και βελτίωσε, αυτό της Παναγίας της Μυρσινιώτισσας και το άλλο του Μεγάλου Ταξιάρχη Μιχαήλ, στην ενορία της Μήθυμνας στην περιοχή της Καλλονής της Λέσβου. Ο Άγιος Ιγνάτιος προσθέτει πως ο ίδιος ανοικοδόμησε αυτά τα μοναστήρια και τους έδωσε τη μορφή που είχαν με προσωπική δαπάνη και προσωπικό κόπο, αλλά και με «πολλών πτωχών και πλουσίων κόποις και εξόδοις, αυτοχθόνων τε και ξένων». Αυτός μιλά για κτήματα που απέκτησε ο πατέρας του από κληρονομιά ή από αγορά και άλλα είδη , κινητά και ακίνητα, ιερά σκεύη και βιβλία κ.λπ.

Μετά γίνεται αναφορά στους μοναχούς και τις μοναχές που συγκεντρώθηκαν σε αυτές τις δύο μονές, όπως ο πατέρας του Αγίου Ιγνατίου, που λεγόταν Ματθαίος, αλλά μετά «απεκάρη» από τον ίδιο, ο πατέρας από τον γιο, και μετονομάστηκε σε Μακάριος μοναχός και έντεκα άλλοι μοναχοί που αναφέρονται ονομαστικά (στη μονή Λειμώνος) και τρεις μοναχές «αδελφαί κανονικαί και τέλειαι» (στη μονή Μυρσινιώτισσας).

Προχωρώντας ο Άγιος μιλά για τη διάθεση της περιουσίας που κατέχει ομολογώντας πως αυτή «ο Θεός ο τα πάντα οικονομών εδωρήσατο» σε αυτόν και αναφέρεται στα δύο μοναστήρια. Λέει πως αφιερώνει αυτά «τωι παναγάθωι θεώι και Κυρίωι ημών Ιησού Χριστώι και τη αυτού μητρί, τη υπερευλογημένηι ενδόξωι δεσποίνηι ημών και αειπαρθένωι Μαρίαι , και τοις αρχαγγέλοις Μιχαήλ και Γαβριήλ και τοις ασωμάτοις πάσι, και πάσι τοις αγίοις». Συνεχίζοντας αυτός προσθέτει ότι αναθέτει το μοναστήρι της Μονής Λειμώνος στους ιερομονάχους και μοναχούς που ανέφερε πιο πάνω και σε όλους εκείνους που από εδώ και στο εξής θα θελήσουν να μπουν στη Μονή και θα κριθούν άξιοι για τον καθορισμένο κοινοβιακό βίο, παρατηρώντας πως «όσους φέρειν και διοικείν δύναται το μοναστήριον τοσούτους και έχειν».

Παρόμοια αναθέτει και παραδίδει τη μονή της Παναγίας της Μυρσινιώτισσας στις μονάστριες που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή σε αυτή και πιο συγκεκριμένα στην ηγουμένη Μακαρία και πέντε ακόμη μοναχές που αναφέρει ονομαστικά, αλλά και σε όλες εκείνες που στο μέλλον πρόκειται να ενταχθούν στη μονή. Ο Άγιος Ιγνάτιος επιβάλλει την αποπομπή όλων εκείνων, μοναχών και μοναστριών, που δε ζουν με κοινοβιακό τρόπο και ορίζει να λαμβάνεται γι’ αυτό υπόψη και η κρίση του ηγουμένου της Μονής Λειμώνος και των συν αυτώι μοναχών. Ο Άγιος αναφέρεται και στην οφειλόμενη από τους μοναχούς και τις μοναχές φροντίδα και μέριμνα για την εκκλησία, τα κελιά, την ακολουθία της εκκλησίας, «την λυχναψίαν», δηλαδή τη φωταγωγία, και λέει , αν υπάρξει αμέλεια, «να εύρωσι την υπεράγιον Θεοτόκον εν ημέραι κρίσεως αντιμαχομένην αυτοίς, ομοίως και εν τωι νυν». Επιβάλλει μάλιστα οι ίδιες οι μονάστριες να φροντίζουν να παίρνουν από τους «κήπους» της Μονής Λειμώνος τα «χρειώδη», τα απαραίτητα κηπουρικά και λαχανικά, για τη συντήρηση τους, «ίνα έχωσιν και αύται αι ταλαίπωροι παραμυθίαν ολίγην».

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Άγιος Ιγνάτιος εισάγει στην όλη πολιτεία των μονών ένα είδος αξιολόγησης και την αναθέτει στον ηγούμενο της Μονής Λειμώνος. Λέει πως , αν αυτός «έχει το φρόνημα τέλειον και την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων θήναι βούλεται, ως καθολικός ποιμήν και ουχί ως λύκος», οφείλει με κάθε προσοχή, αιδώ και ταπεινοφροσύνη να επισκέπτεται όλο τον χρόνο τη μονή της Μυρσινιώτισσας, να «εξετάζει» και να «ανακρίνει» όσες μονάστριες θεωρεί ότι είναι ανάγκη. Και παρατηρεί πως δεν είναι κόσμιο να επιθεωρεί αυτός όσες μονάστριες είναι νέες. Στην περίπτωση αυτή η ηγουμένη της Μονής οφείλει να αναφέρει σε αυτόν την αρετή μιας εκάστης ή την κακία, να τις νουθετεί και να τις διδάσκει. Παρατηρείται, πάντως, πως, αν οι μονάστριες αντιδρούν σε αυτή την αξιολόγηση, ο ηγούμενος οφείλει να πάρει την έγκριση της σύναξης των μοναχών της Μονής Λειμώνος και να επισκεφθεί τη Μονή της Μυρσινιώτισσας συνοδευόμενος από δύο ή, κατ’ ανάγκη, από ένα άξιο γέροντα και να εισέρχεται στη Μονή «μετά πάσης αιδούς και προσοχής, ίνα είη αυτός τύπος και υπογραμμός» και με τη σύμφωνη γνώμη της ηγουμένης της Μονής.

Ο Άγιος επιβάλλει στην ηγουμένη και μια άλλη υποχρέωση: να μην επιτρέπει σε κανένα να εισέρχεται στη Μονή, έστω και αν είναι ιερωμένος, αλλά να εξετάζει σε τι οφείλεται η επίσκεψή του εκεί, να μην του επιτρέπει να παραμείνει εκεί και να μην αφήνει καμιά μονάστρια να επικοινωνήσει μαζί του, έστω κι αν φαίνεται πως είναι άγιος «ίνα μη τι ο πονηρός κατεργάσηται».

Η Διαθήκη τελειώνει με μία κατάρα που στρέφεται εναντίον εκείνων, συγγενών ή μη, ιερωμένων ή λαϊκών ή μοναχών, που θα θελήσουν να προσβάλουν αυτή, και με τα τυπικά, όπως είναι η ημερομηνία και το έτος της σύνταξης της -«εν μηνί μαρτίωι κγ΄του ζλη΄ έτους ινδικτιώνος», η ταυτότητα του συντάκτη της και η βεβαίωση της αλήθειας αυτών που έχουν δηλωθεί.

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey