Β΄ ΜΕΡΟΣ

Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

02/06/2025 - 10:00

Στο Α΄ Μέρος του άρθρου αναφέρθηκα στην ηθική αρχή Κόρος-Ύβρις, Άτη-Νέμεσις/Τίσις μέσω της οποίας οι αρχαίοι μας πρόγονοι προσπάθησαν να εξηγήσουν την ύπαρξη του κακού στον κόσμο. Μια παρόμοια θεωρία συναντούμε στην Αντιγόνη του Σοφοκλή. Εκεί ο Χορός, όταν πληροφορείται πως κάποιος παραβίασε τη διαταγή του βασιλιά της Θήβας Κρέοντα και έθαψε τον Πολυνείκη, λέει: «Και ενώ ο άνθρωπος έχει μιαν ανέλπιστη σοφία,// να μηχανεύεται τα πάντα,// πότε ρέπει στο καλό και πότε το κακό αναζητά.// Και όταν σέβεται τους νόμους της πατρίδας του// και το ένορκο το δίκαιο των θεών τιμά , //τότε την πόλη τη δοξάζει,// την καταστρέφει, όμως, αυτός που από το θράσος του επιλέγει το κακό» (στ. 365-371). Και μετά από λίγο, όταν συλλαμβάνεται η Αντιγόνη ως δράστης της ταφής του Πολυνείκη και ο Χορός βιώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στην ηρωϊδα και τον Κρέοντα, αυτός ψάλλει: «Και πριν και τώρα και ύστερα θα μένει αυτός ο νόμος:// ποτέ να μη περνά η ζωή των θνητών //με απόλυτη ευτυχία και χωρίς κάποιες συμφορές. // Γιατί ωφελεί πολλούς θνητούς η αβέβαιη ελπίδα// αλλά και πολλούς τους ξεπλανά γεννώντας κούφιους πόθους.// Έρχεται αυτή στον ανήξερο,// μέχρι το πόδι του να ζεματίσει στην πυρωμένη τη φωτιά.// Γιατί σοφά έχει κάποιος πει ένα λόγο ξακουστό:// το κακό φαίνεται πως είναι κάποτε καλό //σ’ εκείνον που το νου του ο Θεός σαλεύει// θέλοντας να τον καταστρέψει.// Κι έτσι πολύ λίγο χρόνο θα περάσει χωρίς κάποιο κακό να πάθει» (στ. 612-625). Είναι ολοφάνερο πως εδώ βρίσκεται η αφετηρία του γνωστού «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι», δηλαδή «τρελαίνει ο Θεός αυτόν που θέλει να καταστρέψει», που δε λέχτηκε από κανένα λόγιο ή κάποιο πατέρα της Εκκλησίας ή επώνυμο πρόσωπο και απαντά και στη λατινική γραμματεία με την έκδοση «stultum facit fortuna ( ή Deus) quem vult perdere» (= η τύχη (ή ο Θεός) κάνει ανόητο αυτόν που θέλει να καταστρέψει) και αποδίδεται στον Publilius Syrus (85-43 π.X.).

Μια πιο ανθρώπινη ερμηνεία της ύπαρξης του κακού στον κόσμο συναντά κανείς στον Θουκυδίδη. Διερωτάται κανείς αν η θεωρία του Σωκράτη ότι «κανένας άνθρωπος δεν είναι κακός με τη θέλησή του και ότι από άγνοια κάνει το κακό» έχει κάποια βάση. Διερωτάται, για παράδειγμα, κανείς αν ο καθηγητής (και μάλιστα ο παντρεμένος με παιδιά) που συνάπτει σχέσεις με μια ανήλικη μαθήτριά του δε «γνωρίζει» πως αυτό που κάνει είναι παράνομο και ανήθικο. Το γνωρίζει. Γιατί, λοιπόν, το κάνει; Σε αυτό ακριβώς το ερώτημα απαντά ο Θουκυδίδης. Είναι γνωστό πως το 429 π. Χ., στην αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Μυτιληναίοι αποστάτησαν από την Αθηναϊκή συμμαχία. Τότε ο δημαγωγός Κλέων μίλησε στην Εκκλησία του Δήμου και κατάφερε τον λαό να αποφασίσει μια σκληρή τιμωρία για τους Μυτιληναίους. Τότε ο Διόδοτος, ένας Αθηναίος πολίτης, προσπάθησε σε μια νέα συγκέντρωση του λαού να τον μεταπείσει. Μέσα στην ομιλία του εντάσσεται και η θεωρία που αναπτύσσει για την ύπαρξη του κακού, που εδώ παρουσιάζεται με τη μορφή της αποστασίας.

Κατ’ αρχάς ο Διόδοτος παρατηρεί πως η διάπραξη του κακού είναι κάτι «επικίνδυνο» και ότι απαιτεί «τόλμη» και πως αυτή την «τόλμη» την παρέχει από ανάγκη ή «πενία», ή έλλειψη. Στη συνέχεια λέει πως «η ελπίδα από τη μια και η επιθυμία από την άλλη σε κάθε περίπτωση, η δεύτερη προηγούμενη και ωθώντας τον άνθρωπο σε κάποια πράξη και η πρώτη ακολουθώντας και υποβάλλοντας και την ενδεχόμενη συμβολή της τύχης προάγουν τον άνθρωπο στον κίνδυνο (ΙΙΙ 45, 4-5: η τε ελπίς και ο έρως επί παντί, ο μεν ηγούμενος, η δ’ εφεπομένη , και ο μεν την επιβουλήν εκφροντίζων, η δε την ευπορίαν της τύχης υποτιθείσα, πλείστα βλάπτουσι, και όντα αφανή κρείσσω εστι των ορωμένων δεινών. Και η τύχη επ’ αυτοίς ουδέν έλασσον συμβάλλεται ες το επαίρειν». Με λίγα λόγια αυτός που κάνει το κακό κινείται από κάποια επιθυμία και έλλειψη, αλλά από την άλλη ελπίζει πως όλα , με τη βοήθεια και της τύχης, θα πάνε καλά και πως δεν θα αποκαλυφθεί το κακό που κάνει. Γιατί είναι βέβαιο πως, αν αυτός που κάνει το κακό ήταν βέβαιος πως θα συλληφθεί, πως θα διέτρεχε τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί και να τιμωρηθεί , θα το απέφευγε. Αλήθεια, αν κάποιος ήξερε πως πηγαίνοντας στον πόλεμο θα σκοτωνόταν, θα πήγαινε; Σίγουρα όχι.

Ο Διόδοτος, όμως, μιλά και για την αντιμετώπιση του κακού. Κατ’ αρχάς υποστηρίζει πως «είναι στη φύση του ανθρώπου να διαπράττει το κακό και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή και πως δεν υπάρχει νόμος που θα τον αποτρέψει από αυτό» (ΙΙΙ 45, 3: πεφύκασι τε άπαντες και ιδία και δημοσία αμαρτάνειν, και ουκ εστι νόμος όστις απείρξει τούτου). Λέει ακόμη πως «είναι απλώς αδύνατο και πολύ απλοϊκό να πιστεύει κανείς πως , όταν η φύση του ανθρώπου αποφασίσει να κάνει κάτι, μπορεί να αποτραπεί ή με την αυστηρότητα των νόμων ή με κάποια βαριά ποινή» (ΙΙΙ 45, 7: απλώς τε αδύνατον και πολλής ευηθείας, όστις οίεται της ανθρωπείας φύσεως ορμωμένης προθύμως τι πράξαι αποτροπήν τινα έχειν ή νόμων ισχύι ή άλλωι τωι δεινώι). Ο Διόδοτος προσθέτει πως ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να περιορίσει το κακό στον κόσμο επέβαλλε όλοένα και πιο αυστηρές ποινές μέχρι που έφθασε στον ίδιο τον θάνατο. Και όμως το κακό και η αδικία εξακολουθούσε και εξακολουθεί να υπάρχει. Με βάση αυτή τη διαπίστωση ο Διόδοτος επιλέγει πως ο άνθρωπος πρέπει « ή να επινοήσει κάποιο φόβο μεγαλύτερο από τον θάνατο», να βρει κάποια ποινή πιο αυστηρή από τον θάνατο (ΙΙΙ 45, 3) ή να το πάρει απόφαση πως το κακό δεν πρόκειται να εξαλειφθεί από τη ζωή του ανθρώπου. Είναι προφανές πως ο Διόδοτος μιλώντας σαν παιδαγωγός στους συμπολίτες του υποδεικνύει έμμεσα πως τα κατασταλτικά μέσα δεν είναι αποτελεσματικά και ότι ο άνθρωπος πρέπει να φροντίσει για την πρόληψη του κακού.

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey