
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η ομαδική μνήμη, συνδαυλισμένη από την Ιστορία και την παράδοση, βρίσκει τον τρόπο να ξαναζεί τα φωτεινά κορυφώματα της ζωής. Είναι ευλογημένες οι μέρες εκείνες που ένα Έθνος συνέρχεται και συγκεντρώνεται , για να ανασκοπήσει τα περασμένα, να μελετήσει τα παρόντα και να διαπιστώσει αν βρίσκεται μέσα στον ίδιο εκλεκτό δρόμο που του έχει χαράξει η Θεία Πρόνοια. Τέτοιες μέρες οφείλουμε όλοι να γινόμαστε ένα αφτί, για να ακούσουμε, ένα μάτι, για να ερευνήσουμε, ένας νους, για να σκεφτούμε και μια καρδιά, για να αισθανθούμε. Να ξαναβαφτιστούμε μέσα στην τεράστια κολυμβήθρα της ιστορικής μνήμης.
Ένα τέτοιο κορύφωμα για την ελληνική φυλή αποτελεί και η 28η Οκτωβρίου του 1940. Τότε το ελληνικό πνεύμα οδήγησε τον λαό μας να δώσει στον Ιταλό πρεσβευτή του Φασισμού την ίδια απάντηση που είχαν δώσει οι Έλληνες στους Πέρσες χιλιάδες χρόνια πριν και έκαναν τον κόσμο να μιλάει για «Έπος του 40» και τον Βρετανό πρωθυπουργό Τσώρτσιλ να δηλώνει πως «από εδώ και πέρα δε θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες». Όλοι οι λαοί είδαν έκθαμβοι τον ελληνικό λαό να υψώνεται , να μεγαλώνει, να πλαταίνει, να γιγαντώνεται και να γίνεται σύμβολο του ελεύθερου κόσμου.
Ακόμη και σήμερα οι ιστορικοί ψάχνουν να βρουν τι είναι εκείνο που έκανε τους Έλληνες να συγκρουστούν με μια απείρως ανώτερη δύναμη και να νικήσουν. Όλοι μιλούν για την ελληνική ψυχή. Και ατόφια η ελληνική ψυχή , χωρίς ψιμύθια και παραπλανητικά στολίδια , τελείως ανόθευτη , βγαίνει μέσα από κάποιες επιστολές που είχαν στείλει Έλληνες φαντάροι και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού από τα χιονισμένα αλβανικά βουνά στον Πρόεδρο της Εστίας Νέας Σμύρνης το 1940/1941 και φυλάσσονται στην σπουδαία βιβλιοθήκη της. Πρόκειται για ευχαριστήριες επιστολές , σελίδες ποτισμένες με το πνεύμα του Αγαθού και την πνοή του Ωραίου και του Αληθινού. Αυτές οι επιστολές που ανακάλυψα, όταν ήμουν Γενικός Γραμματέας της Εστίας το 2012, έχουν σχέση και με το νησί μας, καθώς απευθύνονται στον Πρόεδρό της, τον Πάνο Χαλδέζο που κατάγεται από το Πλωμάρι. Αυτές οι επιστολές αφήνουν να φανεί από πού πήγασε η περίλαμπρη νίκη των Ελλήνων εναντίον των Ιταλών.
Γράφει από την Αλβανία ο έφεδρος στρατιώτης Κων/νος Κοντώσης στις 20-1-1941:
Αξιότιμε κ. Διευθυντά, χαίρε. Υγειαίνω και υγείαν και δι’ υμάς ποθώ. Κύριε Διευθυντά, μετά χαράς το δέμα το οποίον ο Σύλογος υμών είχε την ευγενήν καλοσύνην να μου στείλη και του οποίου την τιμήν έχειτε να πρϊστασθε τέτοιου είδους πράξεις ευγενικές και αξιέπενες. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και σας εύχομαι ο Σύλλογος υμών υπό την σθενεράν διοίκησήν σας να δυνηθή να αποστείλη και σε άλλους συναδέλφους μου και να ενισχύσετε κάπως, και δυναμούμενος πας αγωνιζόμενος απολαμβάνει παντός είδους αγαθούς καρπούς, και πάλιν σας εύχομαι ο Συλογος υμών να καταστεί η φωτεινή και στοργική ενίσχυση του μεγάλου αγώνος τον οποίο διεξάγει η Ελλάδα σήμερον κατά της ανάνδρου Ιταλίας . Και ο ελληνικός στρατός υπό την άμεσσον επίβλεψην της Κυβερνησεώς μας και την σθενεράν Διοίκησην της Α.Μ. του Βασιλέως μας έχει και πάλιν γράψη και γράφη καθημερινώς με χρυσά γράμματα στις αδάμαστες σελίδες της το «ή ταν ή επί τας» και απέδειξεν ότι κι αν οι Μαραθωνομάχοι, οι Διάκοι, οι Ανδρούτσηδες, οι Υψηλάντιδες, οι Κολοκοτρώνιδες, οι Καραϊσκάκιδες απέθανον, η Ελλάς έχει και άλλους τοιούτους Ήρωας αγωνιστάς της Ελευθερίας μας ανυψώνοντας το μεγαλείον της αγαπητής μας και ενδόξου Πατρίδος μας. Σας ευχαριστώ και πάλιν και σας βεβαιώ ότι η ΝΙΚΗ θα είναι ιδική μας εφ’ όσον έχομεν ή βρισκόμεθα υπό άμεσσον επίβλεψην της υπεραγίας ημών Θεοτόκου. Έτερον ουδέν σας χαιρετώ μετά τιμής»
Με το ίδιο πνεύμα είναι γραμμένες όλες οι άλλες επιστολές, οι πιο πολλές από απλούς ανθρώπους, όπως μαρτυρεί η ορθογραφία, η γραμματική και η σύνταξη που διατηρήσαμε από σεβασμό. Όλες εκφράζουν με τον πιο γνήσιο , αληθινό και ανόθευτο τρόπο την ελληνική ψυχή. Κωδικοποιώντας κανείς αυτές τις επιστολές καταλήγει αβίαστα στο συμπέρασμα πως οι Έλληνες του 40 πέτυχαν το ηρωικό τους έπος α) γιατί πίστευαν στη ΝΙΚΗ και πίστευαν στη ΝΙΚΗ , γιατί ήταν βέβαιοι πως διεξάγουν ένα δίκαιο αγώνα, β) γιατί αγαπούσαν την πατρίδα πραγματικά και με ανιδιοτέλεια και ήταν διατεθειμένοι και αποφασισμένοι να θυσιαστούν για την ελευθερία της, γ) γιατί πίστευαν πραγματικά πως βρίσκονται κάτω από τη σκέπη και την προστασία της Παναγίας και δ) γιατί όλοι οι Έλληνες ενωμένοι πήραν μέρος σε αυτό τον αγώνα ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Οι αγωνιστές δεν ένιωθαν εγκαταλειμμένοι και έβλεπαν πως μαζί τους αγωνίζονται και αυτοί που είχαν μείνει πίσω.
Και αυτό το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα που γίνεται λόγος για την οφειλόμενη από όλους τιμή στο συμβολικό Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, αυτού που αγωνίστηκε και θυσιάστηκε για να ζούμε εμείς ελεύθεροι σήμερα, αλλά δεν ευτύχησε να έχει επώνυμο μνημείο, όπως οι περισσότεροι νεκροί στρατιώτες. Εμείς, αντί να το τιμούμε και να το σεβόμαστε το κάνουμε, για κομματικούς καθαρά λόγους, στοιχείο αντιπαράθεσης, λες και δεν υπάρχουν άλλοι χώροι, να τους ποτίσει κανείς με τα δάκρυά του και να «φυτέψει» τον προσωπικό του πόνο. Όμως η κατάρα της διχόνοιας φαίνεται πως είναι μέσα στο αίμα μας και αυτή βασανίζει τη φυλή μας από την εποχή του Ομήρου και έκανε τον Εθνικό μας ποιητή, τον Σολωμό, να γράψει στον Ύμνο στην Ελευθερία «Η διχόνοια που κρατάει// ένα σκήπτρο η δολερή// καθενός χαμογελάει// πάρτο λέγοντας κι εσύ». Και , δυστυχώς, αν και πέρασαν τόσα χρόνια δεν έχουμε καταλάβει την προειδοποίηση του ίδιου ποιητή ότι αυτή ρίχνει σε «δάκρυα θλιβερά». Κρίμα!