
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Σε ένα παλαιότερο άρθρο μου που είχε δημοσιευθεί με αφορμή τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία παρατηρούσα πως ένα από τα πιο οδυνηρά αποτελέσματα αυτού του πολέμου είναι η διαστρέβλωση της έννοιας «ανθρωπισμός». Οι ισχυροί και «μεγάλοι» της γης προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμη να μας πείσουν πως «ανθρωπισμός» δεν είναι η ανθρωπιά, η ευγένεια, η ευπρέπεια, η κοσμιότητα, η σεμνότητα, ο σεβασμός της ανθρώπινης υπόστασης και αξιοπρέπειας, όπως λένε τα λεξικά, αλλά η απανθρωπιά, η βαρβαρότητα, η τραχύτητα, η χυδαιότητα. Προσπαθούν να εισαγάγουν και να καταξιώσουν μια αρχαϊκή ηθική σύμφωνα με την οποία «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» και σύμφωνα με την οποία είναι θεμιτό, δίκαιο και ανθρωπιστικό να τιμωρεί κανείς αυτούς που θεωρεί εχθρούς του και να ευεργετεί τους φίλους του.
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια επιχειρείται μια σκόπιμη (;) αλλοίωση του γλωσσικού μας αισθήματος από πολλούς που ασελγούν πάνω στο σώμα της γλώσσας και τη βιάζουν με αναιδέστατο τρόπο. Αγνοούν ή προσποιούνται πως αγνοούν ότι, όπως έλεγε ο Κοραής, ποτέ ένα Έθνος δε διέστρεψε τη γλώσσα του χωρίς ταυτόχρονα να διαστρέψει και την παιδεία του και πως όποιος συνηθίζει να περιφρονεί τους κανόνες της γρήγορα θα περιφρονήσει και τους κανόνες της λογικής και, αφού μια φορά μπει στο μυαλό η σύγχυση και η ταραχή, το Έθνος σαν κύλινδρος θα κατρακυλήσει από το ύψος της δόξας στης αδοξίας τον βυθό.
Πολλοί παρατηρούν πως οι λέξεις «έχουν αδειάσει και είναι απλά κουφάρια»! Αυτό δεν θα ήταν τόσο επικίνδυνο, όσο είναι αυτό που πραγματικά συμβαίνει, δηλαδή η αλλαγή της σημασίας των λέξεων και του περιεχομένου τους. Οι λέξεις δεν είναι άδειες, αλλά αποκτούν διαφορετικό και πολλές φορές αντίθετο με το πραγματικό τους περιεχόμενο. Αυτό μαρτυρεί την κρίση που περνά η κοινωνία μας. Γιατί, όπως είναι προτιμότερο να μην υπάρχουν νόμοι, παρά να υπάρχουν νόμοι που διαστρέφονται και παρερμηνεύονται, έτσι είναι καλύτερο να μην υπάρχουν οι λέξεις, παρά να διαστρεβλώνονται και να παραποιούνται. Κάτι ανάλογο παραδίδει ο Θουκυδίδης (Βιβλίο Γ΄ 82). Όταν αναλύει την εμφύλια διαμάχη που είχε ξεσπάσει στην Κέρκυρα τις παραμονές του Πελοποννησιακού πολέμου και όταν περιγράφει την πολιτική , κοινωνική και ηθική κρίση και παρακμή που περνούσε τότε η αθηναϊκή δημοκρατία, λέει χαρακτηριστικά πως ο πόλεμος γίνεται «βίαιος διδάσκαλος του ανθρώπου» και προσθέτει τα εξής αξιοσημείωτα: «Και έφθασαν στο σημείο να μεταβάλλουν αυθαίρετα την καθιερωμένη σημασία των λέξεων με τις οποίες δηλώνονται τα πράγματα. Έτσι, η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία, πρόθυμη να θυσιαστεί για το καλό των πολιτικών φίλων, ενώ η προνοητική διστακτικότητα κρίθηκε εύσχημη δειλία, η φρονιμάδα πρόσχημα ανανδρίας και η σύνεση αδράνεια και αδιαφορία. Η τυφλή παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η προσεκτική σκέψη για χάρη της ασφάλειας εύσχημη δικαιολογία για υπεκφυγή. Αυτός που επέκρινε και κακολογούσε τους πάντες και τα πάντα θεωρούνταν άξιος εμπιστοσύνης σε κάθε περίσταση , ενώ αυτός που δε συμφωνούσε με αυτόν θεωρούνταν αναξιόπιστος και ύποπτος….. Με μία λέξη, αυτός που προλάβαινε τον άλλο στη διάπραξη του κακού κρινόταν αξιέπαινος, όπως και εκείνος που παρακινούσε τον άλλο στο κακό που δεν είχε κατά νου».
Συνεχίζοντας ο ιστορικός τις λεπτές και εύστοχες ψυχολογικές παρατηρήσεις του παρατηρεί πως «οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να είναι αχρείοι και να έχουν τη φήμη του επιτήδειου, παρά να είναι ενάρετοι και να λέγονται ανόητοι, και για το τελευταίο αισθάνονται ντροπή, ενώ για το πρώτο νιώθουν περηφάνια». Προχωρώντας περισσότερο ο Θουκυδίδης συνδέει την κατάσταση αυτή με την πολιτική και λέει «αιτία όλων αυτών ήταν η δίψα για την εξουσία, που γεννά πλεονεξία, και η φιλαρχία και το φατριαστικό πνεύμα που εκτρέφουν τα δυο αυτά ακατανίκητα πάθη. Γιατί οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων προβάλλοντας εύηχα, δημαγωγικά και ελκυστικά συνθήματα υπηρετούν το κοινό και δημόσιο συμφέρον μόνο στα λόγια, ενώ στην πράξη καθιστούν αυτό βραβείο του προσωπικού τους ανταγωνισμού».
Διαβάζοντας κανείς αυτά σχηματίζει την άποψη πως βρίσκεται μπροστά σε ένα σύγχρονο ιστορικό που περιγράφει την κατάσταση που βιώνουν σήμερα οι Έλληνες. Σήμερα οι πατροπαράδοτες ηθικές αξίες που στήριξαν στο παρελθόν το μεγαλείο του Έθνους μας έχουν αλλάξει περιεχόμενο. Από την αρχή «τα καλά κόποις κτώνται» περάσαμε στην αρχή της «ήσσονος ή ελάσσονος προσπάθειας» κα από εκεί στην αρχή της «μηδενικής προσπάθειας». Τόσο πολύ έχουν εξαχρειωθεί τα πράγματα και έχουν διαβρωθεί οι συνειδήσεις, ώστε η ανθρώπινη φύση, που και κάτω από το κράτος των νόμων ρέπει στην αδικία, να τεθεί πάνω από τους νόμους και να χαίρεται ή να περηφανεύεται γι’ αυτό. Φτάσαμε στο σημείο να ζούμε μια άλλη μορφή εμφυλίου πολέμου. Η πλεονεξία και η φιλοδοξία που γιγαντώθηκαν μέσα στα πλαίσια της χωρίς όρια και νομικούς περιορισμούς ελευθερίας και δημοκρατικής ανοχής εξέθρεψαν τόσο πολύ τον ατομικισμό και τον ανταγωνισμό , που έχουμε την αίσθηση ότι υπάρχει ένας ακήρυκτος πόλεμος όλων εναντίον όλων. Έτσι, έγινε, όπως λέγεται, homo homini lupus, δηλαδή «ο άνθρωπος λύκος για τον άνθρωπο», και ο καθένας προσπαθεί να επιβιώσει και να διακριθεί καταλύοντας κάθε έννοια ηθικής και πατώντας πάνω στα πτώματα των άλλων.
Η εποχή μας θυμίζει τον 4ο π.Χ. αιώνα, όταν η αθηναϊκή δημοκρατία, η τελειότερη δημοκρατία που, παρά τις αδυναμίες και τα ελαττώματα που συχνά της καταλογίζουν, γνώρισε ο άνθρωπος, περιέπεσε στη φθορά, τον μαρασμό και τον ξεπεσμό. Οι Αθηναίου νόμιζαν τότε «την ακολασίαν δημοκρατίαν, την παρανομίαν ελευθερίαν, την παρρησίαν ισονομίαν , την δε εξουσίαν του ταύτα ποιείν ευδαιμονίαν» (Ισοκρ. Αρεοπ. 20). Η «παρρησία», δημοκρατική αρετή του 5ου αι., συνδεδεμένη με την ελεύθερη έκφραση, αποδοκιμάζεται ως αδιάντροπη αθυροστομία που δίνει το δικαίωμα στον καθένα να λέει «ό τι κατέβει».
Μέσα σε αυτά υα πλαίσια δεν είναι περίεργο που ο πολιτισμός έπαψε να συνδέεται με τα μουσεία, τις πινακοθήκες, τις αίθουσες διαλέξεων, τα σχολεία, τα θέατρα, τα βιβλία και ταυτίζεται με τις καφετέριες, τα μπαράκια και τα νυχτερινά κέντρα. Δεν είναι περίεργο που η δημοκρατία δε θεωρείται πια ένα πολίτευμα που στηρίζεται στις αρχές της πλειοψηφίας, της ισονομίας, της αξιοκρατίας, της νομικά κατοχυρωμένης ελευθερίας και του σεβασμού στους άρχοντες και τους νόμους, αλλά ένα πολίτευμα στο οποίο κυριαρχούν οι αετονύχηδες, όπου ευλογείται η «αρπαχτή» , όπου διακρίνονται οι ασήμαντοι, όπου καταξιώνονται οι ημέτεροι και όσοι τολμούν να φαίνονται «αναισχυντότεροι του δέοντος».
Είναι τόσο μεγάλη η διαστροφή που έχει υποστεί η φύση μας, ώστε, όπως λέει ο δημαγωγός Κλέων για τους συμπατριώτες του στην ομιλία του για την αποστασία των Μυτιληναίων , «ειώθαμεν θεαταί των λόγων γίγνεσθαι , ακροαταί δε των έργων» (Θουκ. Γ΄ 38.4), δηλαδή ότι συνηθίσαμε να κρίνουμε τα πράγματα όχι με βάση αυτά που βλέπουμε, αλλά με βάση αυτά που ακούμε, αυτά που μας λένε. Κι έτσι πολλοί ατομικά ευημερούν, ενώ ο τόπος και η χώρα μας βαδίζει στην καταστροφή. Και μη χειρότερα…