
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ο Θουκυδίδης αναλύοντας τη λεγόμενη «Παθολογία του πολέμου» λέει πως οι συγκρούσεις έφεραν μεγάλες και αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα μέχρις ότου η φύση των ανθρώπων παραμένει η ίδια και δεν αλλάζει (Θουκ. ΙΙΙ. 82.2: Γιγνόμενα μεν και αεί εσόμενα, έως αν η αυτή φύσις των ανθρώπων ηι). Η άποψη αυτή του Θουκυδίδη δικαιολογεί κατά κάποιο τρόπο την αντίληψη ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται και τον χαρακτηρισμό της ως «δασκάλας της ζωής» (magistrae vitae). Εξάλλου, όταν ο ιστορικός θεωρούσε το έργο του «κτήμα ες αεί», «παντοτινό απόκτημα» του ανθρώπου, είχε υπόψη του ότι τα ιστορικά γεγονότα θα επαναλαμβάνονται. Και είχε, ως φαίνεται, δίκιο, γιατί η πραγματικότητα δείχνει πως «η φύση» του ανθρώπου δεν έχει αλλάξει από τότε και εξακολουθεί αυτός να διαπράττει τα ίδια σφάλματα που στο παρελθόν τον οδήγησαν στην καταστροφή. Εξακολουθεί, για παράδειγμα, να κάνει πολέμους και να δείχνει πως τα «παθήματα» δεν του γίνονται «μαθήματα». Δε μαθαίνει από αυτά που έχουν προηγηθεί και αποτελούν «την μεγίστην διδασκαλίαν».
Καθολικό αίτημα της εποχής μας είναι η «ειρήνη», αίτημα που το γεννούν οι πόλεμοι που αυτή τη στιγμή διεξάγονται με απρόβλεπτες συνέπειες για όλο τον πλανήτη. Αυτό μου φέρνει στον νου τον λόγο του Ισοκράτη «Περί ειρήνης» που δείχνει πως δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα στον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται και ενεργεί ο άνθρωπος από εκείνη την εποχή. Τα γεγονότα μάς οδηγούν πίσω στο 378 π.Χ. Τότε οι Αθηναίοι συμμάχησαν με τους Θηβαίους με προοπτική να σχηματίσουν γύρω τους μια πολυμερή αμυντική συμμαχία με σκοπό την αναχαίτιση της Σπάρτης. Μετά από σχετική πρόσκληση εντάχτηκαν το 377 π.Χ. στη συμμαχία αυτή η Χίος, η Μυτιλήνη, η Ρόδος , το Βυζάντιο. Οι στόχοι της ήταν: α) η προστασία της ελευθερίας, της αυτονομίας και της εδαφικής ακεραιότητας των ελληνικών πόλεων από σπαρτιατικές επεμβάσεις και β) η διατήρηση της Ανταλκίδειας ειρήνης του 386 π.Χ. Παράλληλα, ο Αθηναίοι δήλωσαν ότι παραιτούνται από τα δημόσια και ιδιωτικά κτήματα που είχαν καταλάβει στο παρελθόν και ανήκαν σε συμμάχους και ότι δεν θα επιχειρήσουν να καταλάβουν νέα στο μέλλον, ενώ οι συμμαχικές πόλεις αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταστρέψουν τις στήλες στις οποίες είχαν αναγράψει ψηφίσματα εχθρικά προς τους Αθηναίους. Βέβαια, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλάμβαναν την υποχρέωση να βοηθούν με όλες τους τις δυνάμεις κάθε σύμμαχο που θα δεχόταν επίθεση. Στη συμμαχία αυτή μπορεί να βρει κανείς πολλά χαρακτηριστικά όμοια με αυτά που υπάρχουν σε, πολλές φορές, ετερόκλητες συμμαχίες που γίνονται σήμερα.
Το ζήτημα είναι πως, όπως παρατηρείται, η συμμαχία αυτή, η Β’ Αθηναϊκή συμμαχία, όπως λέγεται, εκτός από τα άλλα ελαττώματα που είχε, έπασχε και στο γεγονός ότι στην πραγματικότητα είχαν εκλείψει οι λόγοι που προκάλεσαν τον σχηματισμό της. Η Σπάρτη, για παράδειγμα, μετά το 377 π.Χ. όχι μόνο είχε γίνει ακίνδυνη, αλλά συμμάχησε η ίδια με τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους το 369 π.Χ. Από τότε η συμμαχία έπρεπε λογικά να διαλυθεί ή να αναπροσαρμόσει τους σκοπούς της. Η διατήρησή της, όπως φαίνεται, δεν εξυπηρετούσε κανέναν παρά μόνο τους ίδιους τους Αθηναίους. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο. Σε μια διάσκεψη για την ειρήνη που έγινε το 362/1 π.Χ., μετά τη μάχη της Μαντινείας, καταδικάστηκε έστω και έμμεσα ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της Β΄ Αθηναϊκής συμμαχίας, η νόμιμη και ουσιαστική υπεροχή των Αθηναίων έναντι των άλλων μελών του συμμαχικού συνασπισμού. Θα καταλάβει κανείς καλύτερα αυτή τη συμμαχία, αν τη συγκρίνει με το ΝΑΤΟ, τη θέση της Αμερικής μέσα σε αυτό και τη σχέση της με τους συμμάχους της.
Παρόλα αυτά, η διοίκηση της συμμαχίας παραδόθηκε στους Αθηναίους, αφού οι αποφάσεις του συμμαχικού συμβουλίου δεν αποκτούσαν ισχύ, παρά μόνο, όταν είχαν την έγκριση της αθηναϊκής Εκκλησίας του δήμου. Με λίγα λόγια, οι Αθηναίοι είχαν ελευθερία κινήσεων, επηρέαζαν τις αποφάσεις του συμβουλίου και προσανατόλιζαν την πολιτική της συμμαχίας με τρόπο που να εξυπηρετεί το συμφέρον της. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια οι αποφάσεις της συμμαχίας άρχισαν να ξεπερνούν τα νόμιμα πλαίσια και τόσο πολύ λησμονήθηκε ο λόγος της ύπαρξής της, ώστε τελικά οδηγήθηκε σε συμμαχία με τη Σπάρτη! Οι Αθηναίοι , μάλιστα, έφτασαν στο σημείο να δεσμεύουν τη συμμαχία χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του συμμαχικού συμβουλίου. Αυτή η πολιτική άρχισε να προκαλεί δυσαρέσκεια και αντιδράσεις μέσα στα πλαίσια της.
ΟΙ σύμμαχοι, λοιπόν, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, ήθελαν να απαλλαγούν από τη Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία που δεν τους πρόσφερε τίποτε, αλλά αντίθετα τους επιβάρυνε οικονομικά υπέρμετρα και αδικαιολόγητα. Από την άλλοι πλευρά, οι ολιγαρχικοί που βρίσκονταν έξω από την εξουσία για πολλά χρόνια βρήκαν την ευκαιρία να δραστηριοποιηθούν και να προσπαθούν να βρουν τρόπο να απομακρύνουν τους Αθηναίους από τη συμμαχία.
Την ευκαιρία για αποστασία έδωσε ο σατράπης της Καρίας Μαύσωλος την άνοιξη του 357 π.Χ. Τότε η Ρόδος, η Χίος και η Κως που ήταν μέλη της Αθηναϊκής συμμαχίας συνήψαν συμμαχικούς δεσμούς με το Βυζάντιο που ασκούσε εχθρική πολιτική απέναντι στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι έφτασαν στο σημείο να μην έχουν τα μέσα να εξακολουθήσουν τον πόλεμο εναντίον των αποστατών , που υποστηρίζονταν οικονομικά από τον Μαύσωλο. Τα πράγματα μπέρδεψαν ακόμη πιο πολύ, όταν ο σατράπης της Φρυγίας Αρτάβαζος τους ζήτησε βοήθεια, για να αντισταθεί στον ισχυρό βασιλικό στρατό που βάδιζε εναντίον του. Στα τέλη του 355 π.Χ. οι Αθηναίοι εγκαταλείπουν σχεδόν εξ ολοκλήρου τον πόλεμο εναντίον των αποστατών και συντηρούν τη συμμαχία με πολύ λίγους συμμάχους.
Τότε εμφανίζεται ο Ισοκράτης που προτείνει στους Αθηναίους να κάνουν ειρήνη με τους συμμάχους που είχαν αποστατήσει, δηλαδή την Χίο, την Κω, τη Ρόδο και το Βυζάντιο , αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, και επεκτείνοντας την πρότασή του συμβουλεύει να γίνει μια γενική μεταρρύθμιση της αθηναϊκής πολιτικής . Αλλά γι’ αυτά στο επόμενο.