
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ανακοινώθηκε κι αυτό Παρασκευή μεσημέρι, όπως συμβαίνει με όλα τα πολύκροτα διαζύγια των επωνύμων της ελληνικής show business!
Ανακοινώθηκε κι αυτό Παρασκευή μεσημέρι, όπως συμβαίνει με όλα τα πολύκροτα διαζύγια των επωνύμων της ελληνικής show business!
Αν ο θείος ήταν ακόμη στο τιμόνι της εκδοτικής του αυτοκρατορίας κι επρόκειτο για κάποιον άλλον που πουλούσε, τα περίπτερα θα είχαν κατακλυστεί από έκτακτες εκδόσεις με αναδρομές κι αφιερώματα στην ιστορία του ζευγαριού, όπως εξαιρετικά άκομψα συνέβη με το διαζύγιο Λάτσιου - Μενεγάκη το Γενάρη τού 2010.
Βέβαια, όσοι χωρίσανε αφού έκλεισε το «Alter» και περιορίστηκε από τον τηλεοπτικό αέρα το κουτσομπολιό, γλύτωσαν πολλές επισκέψεις στον ψυχαναλυτή τους.
Όταν η προσωπική σου ζωή γίνεται πρόταση για το μέσο Έλληνα, όταν όλοι μαθαίνουμε τι τρως, πώς είναι το σπίτι σου, πώς κάνεις σεξ με τη γυναίκα σου (θυμίζω τα αποκαλυπτικά editorial του «Nitro»), πρέπει να είσαι προετοιμασμένος ότι η εικόνα θα γίνει δεύτερη σκιά σου, η κάμερα θα σε ακολουθήσει και στον εισαγγελέα και στο χωρισμό και στη μοναξιά.
Χωρίς αμφιβολία, ο Κωστόπουλος είναι ένας εξαιρετικά έξυπνος άνθρωπος, που εκμεταλλεύτηκε όσο κανείς τις γνώσεις του στην ψυχολογία της μάζας.
Σ’ αυτό υπήρξε άφταστος. Οι ατάκες του, τα απίστευτα άρθρα της έμμεσης διαφήμισης αγαθών απρόσιτων στον καθημερινό άνθρωπο, ο σνομπισμός, άλλοτε ελιτίστικος κι άλλοτε χειμαρρώδης κι άξεστος, η τάση που δημιούργησε, αυτό μου λείπει, αυτό λυπάμαι που τέλειωσε μαζί με την κρίση, αποκαθηλώνοντας και τον Πατριάρχη του απότομα.
Ο ίδιος συντηρούσε ένα συγκεκριμένο προφίλ-πρότυπο: ήταν έξυπνος, ατακαδόρος, μορφωμένος, δεν ήταν στερημένος, δεν είχε ταμπού, ήταν ένα κοσμοπολίτικο αλάνι, που έκανε τατουάζ, καβαλούσε μηχανή, ζούσε σε μονοκατοικία σχεδιασμένη από τον Τάσο Ζέππο στη Φιλοθέη, έκανε διακοπές στη Μύκονο και «πηδούσε αβέρτα» (έτσι ακριβώς το έγραφε). Έβλεπε τους πάντες αφ’ υψηλού, ξεφώνιζε μερικούς, δεν πατούσε στο Ηρώδειο, νεάνιζε, η ευθύτητά του ήταν εντελώς πρωτόγονη κι οι αδυναμίες του εξόφθαλμες. Δεν τις έκρυψε ποτέ. Αν ήθελε καθένας να του μοιάσει; Αναντιρρήτως!
Ο Πέτρος γεύτηκε ή παραδέχτηκε ότι γεύτηκε από τούτη την επίγεια ζωή, όλες τις υλικές της απολαύσεις. Χωρίς να είναι κενός περιεχομένου.
Ποιος δεν επιθυμεί με το χέρι στην καρδιά να τον μιμηθεί;
Λίγο πριν την πτώση του, ο Οιδίποδας παραδέχεται με πόνο ότι ήρθε σε επαφή με όσους δεν έπρεπε, παντρεύτηκε αυτήν που δεν έπρεπε και σκότωσε όσους δεν έπρεπε. Στον αντίποδα του τραγικού ήρωα, ο άλλοτε μεγαλοεκδότης έκανε από την αρχή της καριέρας του όλα όσα θα τον βοηθούσαν να ανέλθει και να διατηρηθεί: τις δημόσιες σχέσεις που έπρεπε, τις κατάλληλες κοινωνικές συναναστροφές, τις κουμπαριές, τις πολιτικές γνωριμίες, τους ερωτικούς δεσμούς, τις επιλογές. Αν σε κάτι ουσιαστικό διαφέρει από τον Οιδίποδα, είναι ότι ο πρώτος έκανε όσα έκανε, από φιλοδοξία μεν, αλλά εν αγνοία του.
Ο Πέτρος τα έπραξε απολύτως συνειδητά. Άλλωστε ο ιδεαλισμός του αρχαίου τραγικού θεάτρου δε συμβάδισε ποτέ με τις νατουραλιστικές σχεδόν όψεις της καθημερινής ζωής. Όσο μπορεί να γίνει καθημερινό ένα παραμύθι life style.
Ο Κωστόπουλος έκανε τον αναγνώστη του να αισθάνεται ότι του κάνει χάρη: ότι ο γιος του ταξιτζή από το Βόλο κλείνει το μάτι στο μικροαστό και μοιράζεται μαζί του μερικά tips επιτυχίας κι ευτυχίας σ’ ένα μείγμα λαϊκής γλώσσας με αργκό νεολογισμούς που πολύ εύστοχα υιοθέτησε: «να, ρε κανάγια, πώς ζει ο άντρας!
Μην είσαι καρμίρης!». Από τον εργάτη στα χωράφια ως τον Ανώτατο Δικαστικό, αυτό επιθυμεί ο άντρας: να απολαύσει: γρήγορα, άκοπα, εύκολα, χωρίς σκέψεις κι αναστολές! Τα περιοδικά τής ΙΜΑΚΟ τού έδειχναν το πώς. Κρύβοντας μια μικρή λεπτομέρεια: ότι χρειάζονταν απίστευτα πολλά χρήματα για όλ’ αυτά, τόσα που δε θα συγκέντρωνε παρά μόνον αν έκλεβε μια τράπεζα την ημέρα.
Έτσι ο μέσος Έλληνας, εργάτης, υπάλληλος, αστός, διαγκωνιζόταν κάθε Παρασκευή για το «Down Town»: χανόταν στις σελίδες του στη βεράντα και φαντασιωνόταν ότι βρίσκεται σε ξαπλώστρα της Ψαρούς, ότι για μεσημεριανό έχει σούσι με καυτερό γουασάμπι, που του σερβίρει η ψηλή, ξανθιά ερωμένη του, φορώντας… ένα ακριβό πούρο στο στόμα.
Μετά έκλεινε το περιοδικό, δοκίμαζε ότι λειτουργεί το ποτιστικό στο μπαλκόνι κι έτρωγε φασολάκια φρέσκα πλακί που του μαγείρεψε η Λίτσα με τα μισοξεβαμμένα κόκκινα νύχια! Κι έπαυε έτσι να απολαμβάνει αυτό που στ’ αλήθεια ζει!