
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
«Δεν υπάρχει άλλος που, ως σύγχρονος Στράβων “Περπατώντας τη Λέσβο”, να ερεύνησε επιστημονικά το νησί, επεξεργάσθηκε ποικιλότροπα, περιέγραψε, φωτογράφισε, αξιολόγησε, πρότεινε ιστορικές, πολιτισμικές έρευνες και αρχαιολογικές ανασκαφές και να παρουσίασε το πλούσιο υλικό που συνέλεξε σε βιβλία, λευκώματα, περιοδικά, εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση, μνημονευόμενος όσο ουδείς άλλος με πάμπολλες παραπομπές διεθνών, ελληνικών και λεσβιακών εργασιών, όσο ο απαράμιλλος υμνητής της Λέσβου, ο φίλος Μάκης Αξιώτης.»
«Δεν υπάρχει άλλος που, ως σύγχρονος Στράβων “Περπατώντας τη Λέσβο”, να ερεύνησε επιστημονικά το νησί, επεξεργάσθηκε ποικιλότροπα, περιέγραψε, φωτογράφισε, αξιολόγησε, πρότεινε ιστορικές, πολιτισμικές έρευνες και αρχαιολογικές ανασκαφές και να παρουσίασε το πλούσιο υλικό που συνέλεξε σε βιβλία, λευκώματα, περιοδικά, εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση, μνημονευόμενος όσο ουδείς άλλος με πάμπολλες παραπομπές διεθνών, ελληνικών και λεσβιακών εργασιών, όσο ο απαράμιλλος υμνητής της Λέσβου, ο φίλος Μάκης Αξιώτης.»
Έτσι απάντησα στο ερώτημα, ποιος δημοσίευσε την ύπαρξη του αρχαίου θεάτρου της Πύρρας, που μου απηύθυνε στις 11-11-2012 η κόρη μου, ηθοποιός Ρηνιώ Κυριαζή, η οποία φαίνεται στη φωτογραφία με τα έξι συνεχόμενα λαξευμένα σκαλιά ανάμεσα σε μια ελιά, ένα θάμνο και μια σπαραγγιά στην ανατολικότερη κερκίδα, την προστατευμένη από το διακρινόμενο τείχος του θεάτρου.
Περπατώντας τότε σε όσα εδώλια δεν ήταν καλυμμένα από θάμνους, χώματα και πεσμένους βράχους, διάβασα στην από τις 8-2-2012 καταγραφή του Μάκη στο «Εμπρός»:
«Πραγματικά, στη νότια πλευρά του βράχου της ακρόπολης, σε (τεχνητό;) κοίλωμά του, ακριβώς πίσω από τη νότια βραχώδη προβολή της μεγάλης ανατολικής πύλης, υπάρχουν λαξευμένα στο βράχο τα εδώλια του θεάτρου. Στο υψηλότερο σημείο διακρίνονται αρκετές σειρές, ενώ χαμηλότερα προβάλλουν διάσπαρτα μέσα από το έδαφος του ελαιώνα... Όλα αυτά βέβαια περιμένουν την ανασκαφική επιβεβαίωση από την Κ΄ Εφορεία Κλασσικών και
Προϊστορικών Αρχαιοτήτων. Πιθανόν, αρχικά, και μόνο η απομάκρυνση θάμνων από την περιοχή να έκαμε ορατά τα εδώλια.»
Προσθέτω τη φωνή μου στην παραπάνω έκκληση για το αρχαίο θέατρο της Πύρρας του Κόλπου της Καλλονής, ο οποίος λεγόταν «Μεσόγειον Έρμα» όταν το 1054 π.Χ. θυσίασαν οι τρισέγγονοι του Αγαμέμνονα την παρθένο κόρη, τη Λευκοθέα Καλλονή, εκεί όπου γεννήθηκε ο επικός ποιητής Λέσχης που έγραψε το 708 π.Χ. τη Μικρή Ιλιάδα, στην Πύρρα όπου το 606 π.Χ. έζησαν συνεξόριστοι η Σαπφώ και ο Αλκαίος, στον «Πυρραίο Εύριπο» που ερεύνησαν την τριετία 345 - 342 π.Χ. ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος, τον τόπο που περιγράφει ο Λόγγος το 2ο μ.Χ. αιώνα στο «Δάφνις και Χλόη».
Τέλος, παραθέτω την ικεσία της Σαπφούς στην Αφροδίτη, που απήγγειλε στο χώρο του θεάτρου η Ρηνιώ, σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη:
«αθάνατη Αφροδίτη του Διός κόρη που σε φανταχτερό κάθεσαι θρόνο κι όλο στήνεις παγίδες της αγάπης· εσένα Δέσποινα παρακαλώ μή να χαρείς μή ρίχνεις άλλο βάρος από καημούς και πίκρες στη ψυχή μου // αλλ’ εδώ πάλι έλα σαν που κάποτε και μόνο αν ήθελες λιγάκι ακούσει από μακριά να σου φωνάζω απόκριση έδινες κι ευθύς το χρυσαφένιο του πατρός σου ανάκτορο άφηνες για νά ‘ρθεις // άρμα ζεύοντας· κι ά πόσο ωραία της αστραπής σε πήγαιναν πετούμενα κατά της γης τη σκοτεινάγρα πέρα· και πώς τα πυκνοπούπουλα φτερά τους από τους ουρανούς ψηλά χτυπώντας έδιναν μια να σχίσουν τους αιθέρες // κι ευθύς να φτάσουν· τότε που εσύ στ’ αλήθεια θεά μακαρισμένη· εσύ μ’ ένα χαμόγελο στο αθάνατό σου πρόσωπο ζητούσες λέει τί νά ‘παθα- τί νά ‘παθα να μάθεις· για ποιάν αιτία σε φώναζα κοντά μου // τί νά ‘ναι πάλι εκείνο που ζητά η τρελή καρδιά μου: “ποιά νά ‘ναι πάλι αυτή που την Πειθώ ικετεύεις να σου φέρει πίσω; ποιά να πονέσεις σ’ έκανε Σαπφώ μου; // γιατί κι αν εστοχάστη να σ’ αφήκει- πίσω σου θα την κάνω εγώ να τρέχει· κι αν τα δώρα σου κάνει πως τ’ αρνιέται- κείνη να δεις που θα σου τα φορτώνει πάλι· κι αν σου λέει πως πια δεν σ’ αγαπάει θα σ’ αγαπήσει ευθύς θέλει δε θέλει” έλα λοιπόν ακόμα μια φορά να με λυτρώσεις απ’ τα βάσανά μου· να γίνουν όσα λαχταρά η ψυχή μου· σύμμαχο πάντα να σ' έχω στο πλευρό μου.»