Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Πλανόδιον» (50 / Ιούνιος 2011) ο συμπατριώτες μας φιλόλογος, συγγραφέας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας Συμεών Σταμπουλού (πρώην Ταχτικός), ο οποίος γεννήθηκε στην Ερεσό το 1901 και πέθανε στην Αθήνα το 1981.
ΛΕΣΒΙΑΚΟ ΒΙΒΛΙΟ
Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Πλανόδιον» (50 / Ιούνιος 2011) ο συμπατριώτες μας φιλόλογος, συγγραφέας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας Συμεών Σταμπουλού (πρώην Ταχτικός), ο οποίος γεννήθηκε στην Ερεσό το 1901 και πέθανε στην Αθήνα το 1981. Όπως διαβάζουμε στην εισαγωγή, οι τρεις αφηγήσεις που δημοσιεύονται «αποτελούν αποσπάσματα απομνημονεύματος που άρχισε να καταγράψει ο Σταμπουλού από το 1979 μέχρι το θάνατό του και διατρέχουν παράλληλα με την προσωπική, οικογενειακή του διαδρομή τα μεγάλα γεγονότα του αιώνα του, όσα έτυχε να ζήσει: επανάσταση των Νεοτούρκων στην Κωνσταντινούπολη, προσφυγιά τού ’22, Κατοχή, διωγμοί των Εβραίων στην Αθήνα, δικτατορία τού ’67. Τρία ριγωτά τετράδια 159 σελίδων. Γραφή φωνητική στο ρυθμό της προφορικής αφήγησης (Ζμίρνη, χοργιό, τόνομά μου), με διαλεκτικούς τύπους (μεγάλος στριμογμούς) και στοιχειώδη στίξη. Το χειρόγραφο ανήκει μάλλον στην παράδοση των διηγητάρηδων, που αποφασίζουν ή αναγκάζονται όψιμα να καταγράψουν την ιστορία τους.».
Ο Συμεών Σταμπουλού γεννήθηκε στην Ερεσό το 1901 και σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα. Μαζί με τη μητέρα του και τα αδέλφια του βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επιστρέφει στην Ερεσό και ξαναφεύγει για τη Σμύρνη το 1919.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή φεύγει για την Αθήνα και από εκεί φαντάρος στο Διδυμότειχο. Συνδικαλίζεται με το Κ.Κ.Ε. και στην Κατοχή ανεβαίνει στο βουνό. Το 1955, ύστερα από σοβαρό εργατικό ατύχημα, επιστρέφει μαζί με τη γυναίκα του, χωρίς σύνταξη και κοινωνική ασφάλεια, στην Ερεσό. Σιγά - σιγά θ’ αναστυλώσει το πατρικό του σπίτι από τα ερείπια. Γράφει χαρακτηριστικά: «Εκεί μέσα γεννήθηκα κι εκεί μέσα θέλω να πεθάνω, σαν τίμιος, σαν διγενής όπου ήταν κι ο πατέρας μου... Ήλθα να φιλήσω το σκαλοπάτι του πατρικού μου σπιτιού, ας είναι κι ερείπιο, οφείλω να φιλήσω κι εσάς που μου το γκρεμίσατε θα σας διπλοφιλήσω για να μην μου το ξαναγκρεμίσετε.»
Οι πολύ ενδιαφέρουσες αυτές αναμνήσεις κλείνουν με τα παρακάτω: «... τώρα που περνάμε τα ογδόντα, τώρα που θέλουμε άσυλο, τώρα που θέλουμε χρόνια πολλά, καλή Ανάσταση, τώρα που σώνεται ο αέρας της ατμόσφαιρας, τώρα που ούτε χρωστάμε ούτε μας χρωστάν...».
Τα απομνημονεύματα που δημοσιεύονται είναι ένα απόσπασμα, καταλαμβάνουν 13 σελίδες και συνοδεύονται από πολύ κατατοπιστικό εισαγωγικό σημείωμα του επιμελητή.