Η Βενετία Πιτσιλαδή - Σούαρτ πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Σαββάλα» το πρώτο της λογοτεχνικό βιβλίο, ένα μυθιστόρημα στο οποίο ο γενέθλιος τόπος, η Μυτιλήνη έχει δεσπόζουσα θέση.
Βενετία Πιτσιλαδή - Σούαρτ
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Σαββάλας
Αθήνα 2011, σελ. 394
Η Βενετία Πιτσιλαδή - Σούαρτ γεννήθηκε στη Μυτιλήνη. Σπούδασε Δημοσιογραφία, Δημόσιες και Κοινωνικές Σχέσεις στην Αθήνα και Συμβουλευτική Ψυχολογία στο Λονδίνο, Ψυχολογία και Επιστήμες της Εκπαίδευσης στη Γενεύη. Παντρεύτηκε Ελβετό και απέκτησε δυο παιδιά. Ζει μόνιμα στη Γενεύη εδώ και 40 χρόνια. Είναι ενεργό μέλος πολλών συλλόγων, φιλανθρωπικών, πολιτιστικών, κοινωνικών καθώς και λογοτεχνικών, και είναι υπεύθυνη του Ελληνικού Λογοτεχνικού Κύκλου Βιβλιόφιλων Γενεύης.
Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Σαββάλα» το πρώτο της λογοτεχνικό βιβλίο, ένα μυθιστόρημα στο οποίο ο γενέθλιος τόπος, η Μυτιλήνη έχει δεσπόζουσα θέση. Η συγγραφέας μάς ταξιδεύει ποιητικά στο βάθος του υποσυνείδητου της ηρωίδας, της Αλεξάνδρας, εκεί όπου βρίσκονται ξεχασμένα και κρυμμένα τα οικογενειακά μυστικά και σκάνδαλα, τα οποία τής δημιούργησαν παιδικά τραύματα. Η πρωταγωνίστρια προσπαθεί να «θυμηθεί» μέσα απ’ το υπέροχο και συγχρόνως οδυνηρό ταξίδι με τον εαυτό της. Χρησιμοποιεί τη δική της θεραπεία, η οποία είναι το πάθος για τη ζωή και τον άνθρωπο. Κατάφερε να φτιάξει το σκηνικό της ζωής της όπως το ήθελε και να απελευθερωθεί. Έκανε θετικές σκέψεις και έμαθε ν’ αγαπά τον εαυτό της, να μην τον τιμωρεί, αλλά να τον αναλύει και να τον συμβουλεύει φιλικά.
Ακολουθεί την ηρωίδα της στην πολυτάραχη ζωή της, από τη γέννησή της στη Μυτιλήνη, στα ταξίδια της στις μητροπόλεις του κόσμου, στις «πρόβες» της ζωής της, μέχρι την επιστροφή και τη μεγαλειώδη «παράσταση», πίσω στη Λέσβο, εκεί όπου όλα ξεκίνησαν. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος:
«Όταν έφτασαν στη Μυτιλήνη, τα πελώρια κύματα με ορμή και αγριάδα βροντούσαν κι έδερναν μαστιγώνοντας τους βράχους στο λιμάνι.
Το πλοίο “Αιγαίο” έκανε δεκάξι ώρες απ’ τον Πειραιά, ένα ταξίδι μέσα σε μια τρελή τρικυμία η οποία δυνάμωσε στο Κάβο Ντόρο και οι επιβάτες κρατιόνταν απ’ όπου έβρισκαν προσπαθώντας να μην πέσουν.
[...]
Ο Παύλος όμως πηγαινοερχόταν ακλόνητος σαν να βρισκόταν στη στεριά γιατί ήταν μαθημένος από μικρός στις φουρτούνες της ζωής και της θάλασσας.
Τα μάτια της Βασιλικής ήταν γεμάτα φόβο γιατί από μικρή δεν είχε εμπιστοσύνη στη θάλασσα και δεν ήξερε ούτε να κολυμπάει, γι’ αυτό τώρα αυτή η καταιγίδα και η μεγάλη τρικυμία τής έδιναν την εντύπωση ότι ήταν το τέλος του κόσμου.
Εκείνος την έσφιξε ζεστά, τρυφερά στην αγκαλιά του.
“Μη φοβάσαι, είμαι δίπλα σου” της ψιθύρισε.
Ευτυχώς, έφτασαν στο λιμάνι, όπου μια απίστευτη φασαρία γινόταν με τα πηγαινέλα απ’ τους αχθοφόρους, τους εμπόρους, τους πωλητές, τον κόσμο που περίμενε να φύγει με το πλοίο.
Όλοι έβγαιναν απ’ το βαπόρι σαν μέσα από έργο καταστροφής γιατί οι δεκάξι ώρες ήταν μεγάλη ταλαιπωρία. Τα πρόσωπά τους ήταν άσπρα, χλομά, τα μάτια τους τρομαγμένα και τα δέρματά τους νωπά απ’ την αλμύρα της θάλασσας.
Μόλις αντίκρισε τη Λέσβο για πρώτη φορά εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα του Γενάρη του 1949, ένα ανάμικτο αίσθημα χαράς και συγχρόνως πόνου την κυρίεψε. Ανατρίχιασε μόλις πάτησε το πόδι της στο λιμάνι γιατί ένα έντονο προαίσθημα την προειδοποιούσε ότι εδώ, σε αυτό το όμορφο νησί του Αιγαίου, θα συνέβαινε κάτι πολύ συναρπαστικό που θα άλλαζε τη ζωή της.
Εκείνος ήταν ήρεμος, χαρούμενος και ψυχικά ξεκούραστος γιατί επιτέλους σήμερα το όνειρό του πραγματοποιούνταν: Κατάφερε ύστερα από πολλές προσπάθειες να τον μεταθέσουν απ’ τη δουλειά του στο νησί, όπου γύριζε μαζί με τη γυναίκα του. Τα μαύρα λαμπερά του μάτια ήταν δακρυσμένα απ’ τη συγκίνηση γιατί βρισκόταν στον τόπο του, στο νησί του.
Μια λιμουζίνα τούς περίμενε σταλμένη απ’ το διευθυντή τον νοσοκομείου για να τους παραλάβει. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο το κρύο αεράκι τούς ηρεμούσε, τους δρόσιζε και τους ανακούφιζε μαζί με τις μυρωδιές απ’ το θυμάρι και τις ελιές, που ξεχείλιζαν στην ατμόσφαιρα, για να τους καλωσορίσουν.»