Δ. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΟΝ ΡΟΥΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Το τείχος του Βερολίνου και η πτώση του

05/06/2024 - 10:08

Την νύχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή, της 9ης προς την 10ην Νοεμβρίου του 1989, έπεσε το τείχος του Βερολίνου! Το «αντιφασιστικό τείχος προστασίας» και το «τείχος του αίσχους», όπως το βάφτισε η, εκατέρωθεν, «ψυχροπολεμική» προπαγάνδα, του Ανατολικού και του Δυτικού Μπλοκ, κατά την επικίνδυνη περίοδο του «ψυχρού πολέμου»1945- 1991, στην πραγματικότητα, υπήρξε το θλιβερό σύμβολο της διαίρεσης της Ευρώπης- όπου οι λαοί της ευρωπαϊκής ηπείρου, μετά την Συμφωνία της Γιάλτας, είχαν, «αγεληδόν», εγκλωβιστεί σε δύο «μάντρες», του «Κομμουνιστικού» και του λεγόμενου «Ελεύθερου κόσμου» από τους τρεις μεγάλους νικητές του αντιφασιστικού και αντιναζιστικού πολέμου ( Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση), οι οποίοι-εννοείται- συστρατεύτηκαν και θυσίασαν εκατομμύρια ζωές για τα… «ιδανικά της ελευθερίας και της Δημοκρατίας»!

Για τον Γερμανικό λαό, το τείχος του Βερολίνου (Berliner Maurer) υπήρξε το δραματικό σύμβολο ελευθερίας, όπου πέθαναν πολλοί Γερμανοί φυγάδες από την Ανατολική Γερμανία, οι οποίοι θέλησαν να αναζητήσουν την ελευθερία τους, στην Δυτική Γερμανία.

Η πτώση του τείχους του Βερολίνου, που επήλθε, χάρις στην μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Μιχ. Γκορμπατσόφ, άνοιξε το δρόμο για την επανένωση της Γερμανίαςδυστυχώς, όμως, το πνεύμα της Συμφωνίας της Γιάλτας, δεν εξέπνευσε το 1989 με το γκρέμισμα του τείχους ούτε το 1991 με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του λεγόμενου «Υπαρκτού Σοσιαλισμού», συνεχίζει να διαιρεί τα κράτη και να διχάζει τους λαούς, να ανατροφοδοτεί νέους «Φασισμούς» και να εκτρέφει νέους Χιτλερίσκους και Στάλιν και, ακόμα, να απειλεί την ανθρωπότητα με πυρηνικό ολοκαύτωμα!

Ας δούμε,όμως, από την αρχή, την εξέλιξη των γεγονότων που οδήγησαν στην ανέγερση και στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Όπως είχαν συμφωνήσει στην Γιάλτα, ο Στάλιν, ο Ρούσβελτ και ο Τσώρτσιλ, τον Φεβρουάριο του 1945, η Γερμανία, μετά την παράδοσή της στις 8 Μαΐου του 1945, διαιρέθηκε σε τρεις και στη συνέχεια, σε τέσσερις ζώνες κατοχής υπό σοβιετική, αμερικανική, βρετανική και γαλλική διοίκηση, Το Βερολίνο, η πρωτεύουσα του Γ΄ Ράιχ, που είχε περιέλθει, στο σύνολό της- αρχικά- υπό την κατοχή του Κόκκινου Στρατού, έπρεπε να διαμοιραστεί -επίσης- σε τέσσερα τμήματα μεταξύ των τεσσάρων συμμαχικών δυνάμεων. Οι δυτικές συνοικίες της πόλης, οι οποίες- κατά την συμφωνία- περιήλθαν στους Δυτικούς βρέθηκαν, ολότελα, απομονωμένες, ως θύλακας κατοχής των Δυτικών, μέσα στην ζώνη της Ανατολικής Γερμανίας,που παρέμεινε υπό σοβιετικό έλεγχο.

Η συνεργασία μεταξύ των τεσσάρων κατοχικών δυνάμεων της Γερμανίας έλαβε τέλος το 1948, όταν η Σοβιετική Ένωση ανέστειλε τη συμμετοχή της στο Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου και στη Διασυμμαχική Διοίκηση, στις 19 Μαρτίου του 1948. Οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν, από εκείνη τη στιγμή, παρενόχληση των επικοινωνιών των Δυτικών με το Δυτικό Βερολίνο, με απώτερο στόχο, πιθανώς, την εξώθησή τους στην εγκατάλειψη της πρώην πρωτεύουσας του Γ΄ Ράιχ.

Από τις 24 Ιουνίου 1948, έως τις 12 Μαΐου 1949, ο Στάλιν έθεσε σε εφαρμογή τον αποκλεισμό του Βερολίνου. Όλες οι εδαφικές και υδάτινες διελεύσεις μεταξύ του Δυτικού Βερολίνου και Δυτικής Γερμανίας ανεστάλησαν. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη κρίση μεταξύ της ΕΣΣΔ και των Δυτικών. Τελικά, με μια μεγάλη αερογέφυρα, που οργανώθηκε υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, το Δυτικό Βερολίνο επέζησε από τον Σοβιετικό αποκλεισμό.

Η ίδρυση των δύο γερμανικών κρατών, το 1949, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ) και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) παγίωσε την πολιτική διαίρεση του Βερολίνου. Ξεκίνησε, τότε, και από τις δύο πλευρές η ασφάλιση και το κλείσιμο των συνόρων, μεταξύ των δύο κρατών: τελωνειακοί υπάλληλοι και αποσπασμένοι στρατιώτες στη φύλαξη των συνόρων πραγματοποιούσαν περιπολίες μεταξύ της ΛΔΓ και της ΟΔΓ, ενώ ισχυρά πλέγματα εγκαταστάθηκαν, λίγο αργότερα, από την πλευρά της ΛΔΓ.

Από νομικής άποψης, στο Βερολίνο διατηρήθηκε το καθεστώς αποστρατικοποιημένης πόλης (απουσία Γερμανών στρατιωτών) που ήταν μοιρασμένη σε τέσσερα τμήματα, ενώ ήταν ανεξάρτητη πόλη από τα δύο κράτη, που αποτελούσαν η ΟΔΓ και η ΛΔΓστην πραγματικότητα, όμως, η ανεξαρτησία αυτή σε πρακτικό επίπεδο, ήταν περιορισμένη. (Το Ανατολικό Βερολίνο κατέστη, κατά παράβαση του καταστατικού του, πρωτεύουσα της ΛΔΓ).

Η πόλη του Βερολίνου παρέμεινε, ωστόσο, το μοναδικό σημείο, όπου οι Γερμανοί πολίτες της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας μπορούσαν να επικοινωνούν μεταξύ τους.

Στις 27 Νοεμβρίου του 1958, η ΕΣΣΔ με το «τελεσίγραφο Χρουστσόφ» ζήτησε την αποχώρηση των δυτικών στρατευμάτων εντός έξι μηνών, ώστε το Βερολίνο να καταστεί μια αποστρατιωτικοποιημένη, «ελεύθερη πόλη». Οι δυτικοί σύμμαχοι αρνήθηκαν.

 

Η ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου

Από τη δημιουργία της το 1949, η ΛΔΓ γνώρισε ένα ολοένα και αυξανόμενο κύμα φυγής προς την ΟΔΓ και ειδικότερα στο Βερολίνο. Η αστική συνοριογραμμή ήταν δύσκολο να ελεγχθεί, σε αντίθεση με τις αγροτικές περιοχές οι οποίες ήταν καλά φυλασσόμενες.

Μεταξύ 2,6 και 3,6 εκατομμύρια Γερμανοί διέφυγαν από την ΛΔΓ, μέσω του Βερολίνου, μεταξύ του 1949 και του 1961, στερώντας με αυτό τον τρόπο την χώρα από εργατικό δυναμικό -και μάλιστα, την περίοδο της ανασυγκρότησής της- και δείχνοντας στον κόσμο τη μικρή πίστη των πολιτών στο κομμουνιστικό καθεστώς (Η φυγή δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες, έως τον Αύγουστο του 1961, καθώς αρκούσε να πάρει κανείς το μετρό ή τον βερολινέζικο σιδηρόδρομο για να περάσει από την Ανατολή στη Δύση, κάτι που έκαναν σε καθημερινή βάση αρκετοί Βερολινέζοι εργαζόμενοι (περίπου,50.000), για να πάνε στον χώρο εργασίας τους, στην δυτική πλευρά. Οι Γερμανοί αποκαλούσαν τη φυγή αυτή από την κομμουνιστική ΛΔΓ προς την καπιταλιστική ΟΔΓ: «ψήφος μέσω των ποδιών»).

Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων εβδομάδων του Αυγούστου του 1961,περισσότεροι από 47.000 Ανατολικογερμανοί πολίτες διέφυγαν στη Δυτική Γερμανία μέσω του Βερολίνου. Επιπλέον, το Δυτικό Βερολίνο έπαιξε τον ρόλο της «πύλης εισόδου προς τη Δύση» για πολλούς Τσέχους και Πολωνούς.

Καθώς το κύμα φυγάδων αφορούσε, κυρίως, τις νεότερες ηλικιακές κατηγορίες, άρχισε να αποτελεί ένα μείζον οικονομικό και πολιτικό ζήτημα, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της ΛΔΓ.

Η αστυνομία της ΛΔΓ έθεσε υπό εντατική παρακολούθηση- στα σημεία πρόσβασης στο Δυτικό Βερολίνο- αυτούς τους οποίους χαρακτήριζε ως «λαθρεμπόρους» ή «λιποτάκτες της Δημοκρατίας».

Παράλληλα, διεξάγονταν πυρετώδεις διαβουλεύσεις μεταξύ των ηγετών των χωρών που ήταν μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, με αποτέλεσμα να απευθύνουν, όπως αποκάλυψε στις 14 Αυγούστου 1961, η εφημερίδα «ΠΡΑΒΝΤΑ», μήνυμα προς την κυβέρνηση και την Βουλή της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας «να αποκαταστήσουν στα σύνορα του Δυτικού Βερολίνου μια τάξη που να αποτελεί σταθερό φραγμό, εναντίον των υπονομευτικών δραστηριοτήτων που έχουν στόχο τις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Τάξη η οποία θα εξασφαλίζει τον αποτελεσματικό έλεγχο και προστασία γύρω από ολόκληρο το Δυτικό Βερολίνο, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων του με το Ανατολικό Βερολίνο».

Στις 12 Αυγούστου, το υπουργικό συμβούλιο της Ανατολικής Γερμανίας αποφάσισε να κλείσει τα σύνορα γύρω από τους δυτικούς τομείς του Βερολίνου και την αυγή της 13ης Αυγούστου, του 1961, χιλιάδες άνδρες του στρατού και της πολιτοφυλακής του ανατολικογερμανικού καθεστώτος χώρισαν με αγκαθωτά συρματοπλέγματα τους δύο τομείς της πόλης, που μέχρι τότε επικοινωνούσαν ελεύθερα.

Και μία εβδομάδα αργότερα, τα συρματοπλέγματα άρχισαν να αντικαθίστανται από προκατασκευασμένα τμήματα τσιμεντένιων τοίχων. Έτσι δημιουργήθηκε το γνωστό Τείχος του Βερολίνου,«το οποίο για 28 ολόκληρα χρόνια, θα ήταν το σύμβολο της αποτυχίας ενός καθεστώτος, διότι ο κύριος λόγος της κατασκευής του ήταν, όχι η προστασία από εξωτερική επιβουλή, αλλά ή αποτροπή μαζικής φυγής των κατοίκων του».

Κατά μήκος του τείχους από την ανατολική πλευρά υπήρχε μία ζώνη ελεγχόμενη από τους φρουρούς, γνωστή και ως ζώνη θανάτου, με 302 παρατηρητήρια και 20 φυλάκια σε ένα συνολικό μήκος 115 μέτρων. Οι φύλακες είχαν την διαταγή να πυροβολούν όποιον προσπαθούσε να δραπετεύσει, με αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια 192 άνθρωποι να σκοτωθούν στην προσπάθεια να καταφύγουν στη Δύση.

Η πτώση

Μετά την επίσκεψη του Σοβιετικού ηγέτη Μιχ. Γκορμπατσόφ στην Δυτική Γερμανία το 1989, η Ουγγαρία άνοιξε τα σύνορά της με την Αυστρία και αυτό επέτρεπε στους Ανατολικογερμανούς να διαφεύγουν προς τη Δύση. Εν τω μεταξύ οι διαμαρτυρίες και οι πορείες κατά της κυβέρνησης της ΛΔΓ, πλήθαιναν και τελικά, στις 9 Νοεμβρίου του 1989, οι περιορισμοί για τη διέλευση των συνόρων τερματίστηκαν και το τείχος γκρεμίστηκε.

Τα περισσότερα κομμάτια του τείχους αποσυναρμολογήθηκαν, ενώ ορισμένα παρέμειναν ως ενθύμια της Ψυχροπολεμικής Ιστορίας του Βερολίνου. Το πιο διάσημο κομμάτι είναι μήκους 1326 μέτρων και βρίσκεται κατά μήκος της οδού Μύλεν (Muhlenstrasse) διακοσμημένο με 106 τοιχογραφίες..

Το τείχος του Βερολίνου, σύμβολο του ιδεολογικού και πολιτικού χάσματος του «Ψυχρού Πολέμου», αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την συγγραφή λογοτεχνικών βιβλίων και την δημιουργία κινηματογραφικών ταινιών.

Το ανατολικό μέρος του τείχους είναι σήμερα καλυμμένο από «γκράφιτι», τα οποία δεν υπήρχαν όταν το Τείχος φρουρούταν από οπλισμένους στρατιώτες της Ανατολικής Γερμανίας. Το 1990, 118 καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο κλήθηκαν να διακοσμήσουν τα τμήματα του Τείχους που δεν είχαν καταστραφεί και το 2008, ενόψει της επετείου, το επόμενο έτος, των 20 ετών από την πτώση του Τείχους, ξεκίνησε ένα πολυδάπανο σχέδιο για την αποκατάσταση των παραπάνω τοιχογραφιών, με τη συμμετοχή μάλιστα και πολλών από τους 118 καλλιτέχνες που δημιούργησαν τα έργα.

Σήμερα σε πολλά τουριστικά σημεία της πόλης, ο Δήμος του Βερολίνου έχει τοποθετήσει πέτρινες πλάκες, κατά μήκος της διαδρομής του Τείχους, και μεταλλικές επιγραφές που αναγράφουν «Berliner Mauer 1961-1989».

(Συνεχίζεται)

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey