
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Μιαν άκρα του ’λειπε λες κι απάντεχε τον Άτλαντα να ’ρθει μαστορικάτα τη γης να σπρώξει ολάκερη, να ξεχυθεί κι άλλο φως, να φανεί μεγαλόπρεπη λαμπερή και φρεσκολουσμένη στους αιθέρες η πανέμορφη νύφη της νύχτας η γαληνογόνος σελήνη.
Μιαν άκρα του ’λειπε λες κι απάντεχε τον Άτλαντα να ’ρθει μαστορικάτα τη γης να σπρώξει ολάκερη, να ξεχυθεί κι άλλο φως, να φανεί μεγαλόπρεπη λαμπερή και φρεσκολουσμένη στους αιθέρες η πανέμορφη νύφη της νύχτας η γαληνογόνος σελήνη.
Στεκόταν μεγαλόπρεπη στην ουρανοκορφή κι έστερνε ένα γλυκό αντιφέγγισμα που γαλάτωνε τον ουρανό, φώτιζε τη γης κι έλουζε αιωνόβιες πυγολαμπίδες που φοβισμένες, θαρρείς, ψιλότρεμαν και τρύπωναν βαθιά στον ανέφελο θόλο. Μονάχα προς τη μεριά του καματερού βουνού που δέρνουν ούλοι οι ανέμοι, το Ανεμογούνι, κρεμόταν αψηλά ο Αυγερινός και μια πιθαμή παραπάνω ένα άλλο αλλήθωρο αστέρι που λένε πως μπορεί να ’ναι και του αθρώπου κατασκεύασμα, δορυφόρος.
Ως ξέκρινα ανάμεσα τα παραθυρόφυλλα το αντροκάλεσμα ετούτο, πέταξα σεντόνια κουβέρτες κι ονείρατα, τινάχτηκα απάνω, έριξα δυο χούφτες παγωμένο νερό στα μούτρα μου να μη ντραπώ σαν το τρανό θέαμα θε να ‘βλεπα, κι ασθμαίνοντας, γοργοπόδαρος, βρέθηκα μίλι μισό παρέκει, στων κυμάτων το νωχελικό κελάιδισμα αντάμα και βάλθηκα την Θειικά παράσταση να ρουφήξω, ο μηδαμινός.
Δε ρωτοτρόπησα με το υγρό στοιχείο απόψε, τα πόδια μου μοναχά βυζάξανε δροσινάδα κι ικμάδα, με θεριέψανε, και μ’ ένα πήδο βγήκα στον βράχο απάνω με τα μάτια καρφωμένα στη γωνιά, ανάμεσα Ανεμογούνι και Γαβαθιανό ομορφονήσι με τα αγριοπερίστερα, τους γλάρους και τα μυρωδάτα βότανα απάνω.
Αγκομάχησα, βγήκα πιο αψηλά, ήρθε η γαλήνη αντί το άγχος, η προσμονή δίπλα στη βιάση, ένιωσα κύματα υπερφυσικά να με θωπεύουν και μια πάλη ανείπωτη ξεκίνησε. Η φύση ολάκερη ανάμενε το καινούριο φως που έρχονταν ολούθε, και σκόπευε το σκότος να διώξει και τη σελήνη να μηδενίσει. Κι ως απλώνονταν το αχνόφωτο ετούτο πέπλο, ξετρύπωναν σκιές που νωχελικά παίρνανε σχήμα, μέγεθος και ζωή. Γινόντουσαν σπίτια, βουνά, δέντρα, βράχια και θαλασσοπούλια που σιωπηλά πέμπανε μηνύματα της καινούριας μέρας.
Μιας ακόμα μέρας που με τον ερχομό της σκόρπαγε ο Δημιουργός χρώματα γιορταστικά, μπογιαντίζονταν άσπρη και καναρινιά η ουρανογραμμή κι όλο ρόδιζε, μέχρι που γίνηκε Παράδεισος κι ήμπα μέσα. Μια Παράδεισος που ανοίγει διάπλατα τις πόρτες κάθε πρωί μα την αποπέμπουμε ομπρός του κρεβατιού το χουζούρι ή της πάλης με φτηνά συναιστήματα κι ύπουλα σχέδια.
Μα ως είχα σφαλίξει προς στιγμή τους οφθαλμούς να μη θωρώ τρεμόπαιχτα τα λαμπιόνια σπιτιών και καμπαναριών με τις φαμιλιές μπηγμένες μέσα να βαριανασαίνουν από έχτρητες, ζέστη, βαριοφάγωμα κι αλληλοφάγωμα, πόνεσα προς στιγμή σαν συλλογίστηκα τούτο το σκουλήκι που μας κατατρώει, ποιος θα κάνει πιο πολλούς παράδες και ποιος θα καταστρέψει ποιόνε, και κόντεψα να χάσω το ρόδισμα πέρα στην ανατολή ανάμεσα της Μικρασίας τα παράλια και τη φημισμένη Μήθυμνα, με τη ζωγραφιά του κάστρου της να προβάλλει φωτισμένη.
Κι ήρτε, θαρρείς, ανυπόδητος, γιγάντιος ο Θεόφιλος να θαλασσοβαίνει και να σκορπίζει σπάταλα τις μπογιές όλες της ίριδας και απ’ της χαμένης πατρίδας μας τα βουνά να παίρνει η φύση ολάκερη φωτιά και ζωή αντάμα.
Μια αρχέγονη ζωή που, κρίμα, σαν ο θνητός δεν την έχει απολαύσει.
Κι αρχίνιξε να παίρνει πορφύρας ανταύγειες το απλωμένο πέπλο, να πληθαίνει το πυρωμένο φως, να σβήνει περήφανη η σελήνη και ν’ ανάβουν σαν καντηλέρια τα κύτταρα για να μας δώσουν μπόρεση να δοξάζουμε τον Θεό που είμαστε ζωντανοί μπροστά στο θάμα ετούτο.
Κι όλο να φτάνουν με δάδες ροζ, πορτοκαλιές και κόκκινες, παρθενικιάς ζωής προάγγελοι οι ελπίδας παλμοί σαν άρχισε να φουντώνει η πορφύρα ετούτη, να ξεπροβάλλουν σπαθωτές οι αχτίνες, να σκίζουν γης και ουρανό, να ξεχύνεται κι άλλο φως, κι άλλο, κι άλλο, ώσπου γίνηκε η έκρηξη, άστραψε ο θόλος, με τύφλωσε το περισσευούμενο δέος κι ο βασιλιάς ηλιάτορας, μεγαλόπρεπος, στήθηκε στον θρόνο του απάνω.
Κι απόμεινα γαληνεμένος ομπρός στην τόση ευτυχία με της καινούργιας μέρας το ηλιογέννημα.