Μισέλληνες, θαρρείς, μας κυβερνούν

05/04/2013 - 14:46

Βρέθηκα Φρανκφούρτη πριν πολλά χρόνια, με προορισμό Κολωνία. Παραξενεύτηκα σαν άκουσα στα μεγάφωνα του τεράστιου αεροδρομίου να με καλούν στις πληροφορίες. Τρόμαξα, ο νους μου στο κακό, βλέπεις, βολίδα γίνηκα, βρέθηκα αντιμέτωπος μια ψυχρή Γερμανιδούλα.

«Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
άφησε να πάρω κάτι κι από σένα,
άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω
για την κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτό από αρρώστια, φυλαχτό από Χάρο,
μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό…»
Γ. Δροσίνης

Βρέθηκα Φρανκφούρτη πριν πολλά χρόνια, με προορισμό Κολωνία. Παραξενεύτηκα σαν άκουσα στα μεγάφωνα του τεράστιου αεροδρομίου να με καλούν στις πληροφορίες. Τρόμαξα, ο νους μου στο κακό, βλέπεις, βολίδα γίνηκα, βρέθηκα αντιμέτωπος μια ψυχρή Γερμανιδούλα. Με ηρέμησε όμως μόλις έσπασε η παγωμένη μάσκα της κι ένα χαμόγελο μ’ ακινητοποίησε. Έβγαλε δεν ξέρω από πού ένα τηλέφωνο, δεν υπήρχαν τότε κινητά, σχημάτισε έναν αριθμό και μου έδωσε το ακουστικό.

Η έκπληξή μου γίνηκε ευτυχία σαν άκουσα τη φωνή του παιδικού μου φίλου Μηνά, που, μετανάστης, μοχτούσε στην αχανή αυτή χώρα, και σκόπευα να τον επισκεφτώ.

«Πες στην κοπέλα να σου δώσει τη διεύθυνσή μου, μη χαθούμε. Όταν φτάσεις, όμως, περίμενε, θα έρθω να σε πάρω», είπε βιαστικός.

Μπερδεύτηκα, χάρηκα, μια σύγχυση με πλημμύρισε.

Γυρίζω, δίνω το ακουστικό στην ξύλινη υπάλληλο, προσπάθησα να θυμηθώ καμμιά γερμανική λέξη, δεν τα κατάφερα, κι άρχισα τα αγγλικά μου, αλλά πριν γλωσσοξεμπερδευτώ, μου έδινε τα στοιχεία του Μηνά και μια πρόθεση, να με ξεφορτωθεί. Τα πήρα χαρούμενος, ευχαρίστησα στα αλαμπουρνέζικα και μουρμούρισα, ίσα να με ακούσει.

«Αυτά, μόνο Ελλάδα γίνονται…»

«Από το νησί σου κι εγώ», είπε με σπασμένα ελληνικά.

Δεν ήθελα άλλο, πέταξα ό,τι κρατούσα, όρμηξα να την αρπάξω και να της δώσω νησιώτικο φιλί ευχαριστίας, τραβήχτηκε.

«Καλό ταξίδι», είπε κοφτά και γύρισε στον άλλον που περίμενε κάποια πληροφορία.

Στην Κολωνία, περίμενε ο Μηνάς που, χειμώνας, νύχτα, τσουχτερό κρύο, κι όμως οδήγησε πάνω από μια ώρα μετά το εξαντλητικό του μεροκάματο για να με πάρει.

Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, είδα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά του.

«Γιατί κλαις», ρώτησα.

«Αν ήσουνα 20 χρόνια ξενιτιά», δε θα ρώταγες.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητό του, φτάσαμε Λεβεργκούσεν, εκεί στης Bayer την έδρα.

Τούτη τη φορά τα δικά μου μάγουλα βράχηκαν. Ένα μικρό διαμερισματάκι, μια θαυμάσια αλλά κουρασμένη, ταλαιπωρημένη γυναίκα και δυο αγόρια εφτά - οχτώ χρονώ, που κρεμάστηκαν στο λαιμό μου και με τράβηξαν στο δωμάτιό τους. Μα δεν ήτανε παιδικό δωμάτιο αυτό. Εθνική πινακοθήκη, η Ελλάδα ολάκερη ήτανε. Ολοζώντανη. Σημαίες μικρές και μια μεγάλη, χάρτες της Ελλάδος δύο, της Λέσβου, της Κρήτης, αντίγραφα έργων του Ιακωβίδη, και οι Ήρωες του ‘21 κρεμασμένοι στους τοίχους να μιλάνε, να φωνάζουνε πως η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Ζει και μεγαλουργεί.

Οι άνθρωποι αυτοί ξενυχτούσαν, ίδρωναν, μάτωναν, κιντύνευαν και έστελναν χαρτζιλίκι στους δικούς τους στην πατρίδα.

Όχι μόνο ο Μηνάς. Σύσσωμη η ομογένεια στάθηκε στο πλευρό της μάνας Ελλάδας. Και χτίσανε ελληνικές εκκλησιές και σκολειά, Αμερική, Καναδά, Αυστραλία, παντού, για να παραμείνουν τα παιδιά τους Ελληνάκια περήφανα, με όνειρο να γυρίσουν πατρίδα. Κι είχανε μια φούχτα Ελλάδα στα εικονίσματα.

Μέχρι σήμερα που, το όποιο τέλος πάντων κράτος είχαμε, έδειχνε νοιάξιμο για τους μετανάστες μας, η αγάπη τους θέριευε, γινόταν ογκόλιθος κι έρρεε συνάλλαγμα, επενδύσεις και δωρεές μικρές και μεγάλες. Κι ευεργέτες!

Και να τώρα, το διπλό τριαδικό κράτος, τριαδικό όξω, τριαδικό και μέσα, που κάνει τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους, τα αρπαχτικά, πλουσιότερους, διώχνει με μίσος τους Έλληνες για δεύτερη φορά και αμαυρώνει το όραμα της επιστροφής. Δε φτάνει που, και σήμερα, φεύγει κατά χιλιάδες το πιο δραστήριο και παραγωγικό δυναμικό μας, απαγορεύουμε και σ’ αυτούς που το θέλουν, να επιστρέψουν.

Δηλώσεις για τα εισοδήματα που αποκτούν στο εξωτερικό ζητούν οι κυβερνώντες, κι αργότερα ίσως φορολόγηση.

Και τρομάζω! Αναρωτιέμαι.

Μισέλληνες κατευθύνουν τις τύχες μας;

Καταστρέψατε εμάς. Τώρα πάτε να μετατρέψετε αυτούς τους ήρωες σε ανθέλληνες; Φτάνει πια.

Άκου οι κραυγές αγανάχτησης. Από τα τέσσερα σημεία του κόσμου έρχονται.

«Δεν ξαναστέλνω συνάλλαγμα.»

«Δε χτίζω στην Ελλάδα.»

«Δεν έρχομαι στην Ελλάδα που με διώχνει.»

«Γιατί κυνηγάει η μάνα τα παιδιά της;»

«Φορολογούμαι εδώ! Είμαι νόμιμος.»

«Δε χρειαζόμαστε το ελληνικό διαβατήριο, το κρατάμε γιατί μας δίνει την αίσθηση πως η Πατρίδα μας είναι εκεί και μας καλεί.»

«Ζούμε με το καθημερινό αχ - βαχ, πώς θα εξοικονομήσουμε τα εισιτήρια για ένα προσκύνημα στο χώμα που γεννηθήκαμε.»

«Άκου ο Δροσίνης. Τραγουδά το Χώμα Ελληνικό που έχω στον κόρφο μου να με φυλάει.»

Έτσι κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω
και το ξένο μνήμα θάναι πιο γλυκό
σαν θαφτείς μαζί μου στην καρδιά μου επάνω
χώμα αγαπημένο, χώμα Ελληνικό

«Όμως ούτε αυτή την πολυτέλεια δε θα ‘χουμε!»

Έχετε αυτιά και καρδιά, ώ της Βολής ένοικοι;

Μην προβείτε σε τέτοιο λάθος. Παρακαλώ σας!

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey