Ο Κώστας Βαξεβάνης γεννήθηκε το 1966 στην Αγία Παρασκευή Λέσβου. Σπούδασε μαθηματικά, αλλά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Από το 1991 ως σήμερα έχει καλύψει τις πολεμικές κρίσεις σε όλο τον κόσμο ως πολεμικός απεσταλμένος τηλεοπτικών σταθμών.
Κώστας Βαξεβάνης
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Αθήνα 2010, σελ. 506.
Ο Κώστας Βαξεβάνης γεννήθηκε το 1966 στην Αγία Παρασκευή Λέσβου. Σπούδασε μαθηματικά, αλλά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Από το 1991 ως σήμερα έχει καλύψει τις πολεμικές κρίσεις σε όλο τον κόσμο ως πολεμικός απεσταλμένος τηλεοπτικών σταθμών. Έχει συνεργαστεί με τις εφημερίδες «Ελευθεροτυπία», «Το Βήμα», «Η Καθημερινή», «Το Πρώτο Θέμα» και με τα μεγαλύτερα περιοδικά της Ελλάδας. Τα τελευταία χρόνια έχει εκπομπές έρευνας στην τηλεόραση. Η εκπομπή του «Το κουτί της Πανδώρας» θεωρείται από τις πιο έγκυρες. Αποτέλεσμα της έρευνάς του ήταν η αποκάλυψη του σκανδάλου του Βατοπεδίου. Είναι συγγραφέας των βιβλίων «Το Ω της Χριστίνας Ωνάση» και «Το χαμένο γονίδιο» (μυθιστόρημα). Συμμετείχε επίσης σε δύο συλλογικές εκδόσεις για τον Πόλεμο και τα Μ.Μ.Ε.. Τα άρθρα του για το ρόλο των μέσων ενημέρωσης στον πόλεμο αποτελούν τμήμα βιβλιογραφίας σε ελληνικά πανεπιστήμια.
Πριν λίγες μέρες, από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» κυκλοφόρησε το νέο του μυθιστόρημα με τον τίτλο «Ο άνθρωπος του τείχους». Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο: Η υπόθεση - ή μήπως η πραγματικότητα; - ξεκινά στο Βερολίνο της δεκαετίας του ’90. Στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, ένας άνθρωπος σκυμμένος πάνω σε περιοδικά προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει ένα μήνυμα. Μπορεί να σημαίνει τη σωτηρία του, την ώρα που το Τείχος του Βερολίνου γκρεμίζεται στο κεφάλι του. Την ίδια στιγμή ένας δημοσιογράφος χαζεύει τα συντρίμμια του Τείχους και μαζί μιας χώρας που δεν υπάρχει. Της Ανατολικής Γερμανίας. Προχωρώντας ανάμεσα στα σουβενίρ του παλιού υπαρκτού σοσιαλισμού, τους μεθυσμένους πρώην Ανατολικογερμανούς και την αβεβαιότητα, θα φτάσει ως το κτήριο της Στάζι. Της πιο ισχυρής μυστικής υπηρεσίας του κόσμου.
Ένα συμβατικό ρεπορτάζ μετατρέπεται σε εφιάλτη. Ο σκοτεινός δρόμος ανοίγει: πράκτορες που πουλάνε μυστικά, πολιτικοί που χρηματίζονται, εκδότες που εκβιάζουν, η απαρασάλευτη πραγματικότητα μια πλαστή εικόνα. Ανάμεσά τους ένας Έλληνας, υπεράνω υποψίας, από τους μεγαλύτερους πράκτορες της Στάζι, δίνει μάχη για να μην αποκαλυφθεί. Όσα εξελίσσονται δε μοιάζουν καθόλου με ταινίες του Τζέιμς Μποντ. Είναι η αλήθεια χωρίς έλεος.
Και στην αλήθεια το μέταλλο ενός όπλου είναι το ίδιο σκληρό με τον έρωτα.
Να ένα μικρό απόσπασμα: «Μου φάνηκε πολύ παράξενο που τα γεράκια της κατασκοπείας ονόμαζαν Γλάρο μια επιχείρησή τους, αλλά δεν είχε σημασία. Το σημαντικό ήταν πως η επιχείρηση αφορούσε την Ελλάδα. Ο δικός μου μού συνέστησε να αρχίσω πρώτα να κατανοώ τη λογική αυτών των ανθρώπων, το ρόλο που έπαιξαν, και μετά να προσπαθώ να μπω σε ονόματα. “Οι κατάσκοποι είναι οι πιο ανυπόμονοι άνθρωποι, όμως σιχαίνονται αυτούς που βιάζονται” ήταν η συμβουλή του Γιέχαρντ. Ήξερα και μόνος μου πως δεν έπρεπε στην πρώτη επαφή να κάνω ερωτήσεις που θα σταματούσαν μια κουβέντα που μόλις άρχιζε.
Ο Χανς Κόλμαν, με τη φωνή σαν αόρατο μαχαίρι που κόβει λέξεις στον αέρα, μου έκλεισε ραντεβού σε ένα καφέ κοντά στο συγκρότημα της Στάζι. Ο Γιέχαρντ μού εξήγησε πως τα περισσότερα στελέχη της Στάζι έμεναν σε εκείνη την περιοχή. Εγώ πρόσθεσα και την πιθανότητα να το έκανε για ψυχολογικούς λόγους. Τις δύσκολες ώρες θέλεις τα πράγματα γύρω σου να είναι γνωστά.
Ο Κόλμαν δεν είχε τέτοιο άγχος. Κάθισε στο τραπέζι μου με άνετη και φιλική διάθεση. Η εικόνα που είχα για τους πράκτορες έψαχνε απεγνωσμένα μια δικαίωση. Δεν την έβρισκε με τον Κόλμαν. Είχε πολύ ευγενικό πρόσωπο, στο οποίο τα γυαλιά που φορούσε έδιναν τουλάχιστον μια νότα φιλοσόφου. Αν υπήρχαν φιλόσοφοι στις μυστικές υπηρεσίες, σίγουρα ο Κόλμαν ήταν ένας απ’ αυτούς. Ήρεμη δύναμη. Τα μάτια του δεν είχαν καμμιά οξύτητα. Το βλέμμα του έβγαινε στρογγυλό, σαν του γέρου που δεν τον ενδιαφέρει μόνο να δει, μα και να καταλάβει. Μιλήσαμε για την Ελλάδα. Είχε πάει πολλές φορές. Δε ρώτησα ούτε πότε, ούτε πού. Μόνο πώς του είχε φανεί. Ήταν ενθουσιασμένος. Μου εξομολογήθηκε πως μια επιχείρηση στην Ελλάδα ήταν πάντα ευπρόσδεκτη από οποιονδήποτε πράκτορα της Στάζι. Υπήρχε ακόμη και στο μυαλό των κατασκόπων ταύτισή της με τον ήλιο και τις διακοπές.»