Σαν τον Άι-Γιώργη…

01/07/2012 - 05:56
Ανοιξιάτικα την κοπάνησε ο ζωγράφος Γιώργος Πέρρος και καλά έκανε. Καβαλίκεψε τ’ άλογο, σαν Άι-Γιώργης, και πήγε στους Πύργους, στη Γέρα, να σκοτώσει το θηρίο που δεν τον άφηνε να πάρει νερό, κατόπι σαλπάρισε με το πλεούμενό του ν’ ανταμώσει τις καλλίγραμμες γοργόνες που ζωγράφισε και δεν τον ξανάδαμε...
Ανοιξιάτικα την κοπάνησε ο ζωγράφος Γιώργος Πέρρος και καλά έκανε. Καβαλίκεψε τ’ άλογο, σαν Άι-Γιώργης, και πήγε στους Πύργους, στη Γέρα, να σκοτώσει το θηρίο που δεν τον άφηνε να πάρει νερό, κατόπι σαλπάρισε με το πλεούμενό του ν’ ανταμώσει τις καλλίγραμμες γοργόνες που ζωγράφισε, για να γλεντήσει μαζί τους, εκεί στην όμορφη μπούκα, στον κόλπο, και δεν τον ξανάδαμε...

«Καράβι βγαίνει από τη γη
κι από τον Κάτω Κόσμο·
φέρνει στην πρύμνη γέροντες,
στην πλώρη παλικάρια...»


Το αιολικό φως, οι βάρκες στον κόλπο Ιέρα-Γέρα, όπως λέμε Ψάπφα στην αιολική διάλεκτο, η λεσβιακή ποίηση και η μουσική από τα χρώματα, είναι τα στοιχεία που κυριαρ­χούνε στην εικαστική δημιουργία που παρουσίαζε τελευ­ταία ο Λεσβίος ζωγράφος Γιώργος Πέρρος. Ο ρυθμός του καταστάλαξε σίγουρα και σταθερά στην Ιέρα, αφού χρόνια ζούσε κι ανάσαινε στον κόλπο της.
Μια πόρτα ανοιγμένη στη θάλασσα, μπορεί να είναι και δυο μαδέρια-κολώνες, όπως σκηνογραφικά τα ‘στησε ο καλλιτέχνης, μπάζουνε το αιολικό φως για ν’ αρπάξουμε τη βάρκα και να σαλπάρουμε στην ελπίδα. Και πιο πέρα άλλες χρωματιστές βάρκες, αραγμένες στον ήρεμο και γαλήνιο κόλπο, να μας απαντέχουνε για πυροφάνι. Κι η βάρκα για «τσαπαρί», που τη φρουρούνε τα δέντρα στον κόλπο, για να μην την αρπάξει ο Μανταμαδιώτης Ταξιάρχης Μιχαήλ και μας κουβαλήσει στον άλλο κόσμο. Είναι και οι βάρκες στον κόλπο, που τις συντροφεύουνε τα δέντρα και τα βου­νά στη μοναξιά τους, από τους ζωηρούς χρωματισμούς ως αυτούς που σε πάνε κάπου στο αμυδρό φως, στο όνειρο, με τις βουνοκορφές ν’ ασημίζουνε. Τις όμορφες, απαλές στιγμές που προσφέρει και το ηλιοβασίλεμα στην Ιέρα, καθώς στον εσπερινό σημαίνει το καμπαναριό, που το ‘χει σηκώσει ο Μεγαλοδύναμος ζωγράφος στον ουρανό και προστατεύει τη βάρκα με παράκλησες, ικεσίες και ψαλμούς.
Όμως, στο καθιστικό παράθυρο μπαίνει το χρυσό φως, ο ζωοδότης ήλιος, που χαϊδεύει τις γλάστρες με τα λουλού­δια, αυτά που φέρνουνε την άνοιξη στη φύση, στον άνθρωπο και στο ζωντανό κόσμο. Τ’ ολοκόκκινο φως από τον ήλιο φω­τίζει τα αιωρούμενα ξύλινα «ξάιτα» με τα καδρόνια, πάνω από το αφρισμένο κύμα που σκάει στο κατάγιαλο σε μια τελετουργική αρμονία κόκκινο - γαλάζιο - άσπρο.
Και να ο έντονος συμβολισμός, χαρακτηρίζει το ρυθμό που διάλεξε ο ζωγράφος Γ. Πέρρος. Πλαγιασμένο το γυμνό γυναικείο σώμα. Από την κοιλιά του ορθώνονται δυο χρωμα­τιστές πλώρες στον ασημένιο (όχι χρυσαφένιο) ήλιο. Είναι η γυναίκα που φέρνει τη ζωή στο φως; Εγώ που δεν ξέρω τίποτα από τη συμβολική εικαστική τέχνη, ίσως το εξηγήσω κι αλλιώτικα. Ο ήλιος να φυτεύει στη γυναίκα, στα σπλάχ­να της τη ζωή, τις πλώρες που είναι θηλυκές και γεννοβολάνε κι αυτές. Ο κόλπος στην Ιέρα με τις θηλυκές πλώρες, να είναι ο γυναικείος κόλπος.

Αλλά είναι κι άλλες τρεις πλώρες, η μια ανάμεσα στην άλλη, που υψώνονται στον ήλιο μοναχικές και ικέτιδες. Κι άλλο συμβολικό δημιούργημα που παρουσίασε ο καλλιτέχνης. Το φως από κάποιο ακαθόριστο χώρο κοκκινίζει ένα μπου­κάλι κι ένα αυγό. Η Γαλλίδα καθηγήτρια στη Φιλοσοφία και συγγραφέας, αξέχαστη φίλη Ντανιελίνα Κάλβο Πλατερό, ειδι­κά γι’ αυτό το έργο παρατηρεί: Μπροστά μας ένα ταίρι: φιάλη και αυγό στο πάτωμα ενός ουδέτερου δωματίου, που ακολουθείται από άλλο στο βάθος. Μια μαύρη σκιά, που προβάλ­λεται υπογραμμίζει τα δυο αντικείμενα. Νεκρή φύση;
Κάθε άλλο. Τίποτα δεν είναι περισσότερο ζωντανό. Γιατί η φιάλη συμβολίζει το φαλλό - όπως ταιριάζει - και το κατακκόκινο αυγό τη ζωή.»
Οι βάρκες με τα διάφορα αραξοβόλια τους και χρώματα είναι ποίηση και μουσική στην Ιέρα, να συνοδεύουνε με τους στίχους-ύμνους τους η Σαπφώ, ο Αλκαίος, ο Τέρπανδρος. Βάρκα από γρι-γρι ανοίγει δυο παράθυρα στο μόλο, που έφερε η καλή καλάδα. Ξανά το γυμνό γυναικείο σώμα με άλλα σύμβολα: παράθυρο. «Μπρος από το ανοιχτό παράθυρο», τραγουδά ο Διονύσιος Σολωμός, και όρθιες χρωματιστές πλώρες, παρειές, τα μάγουλα στη βάρκα, πλωριές, κατάπλωρες που βάζουνε πλώρη, πλωρίζουνε.
Κι η βάρκα στο μόλο μ’ όλη την αρματωσιά της, την κου­παστή, την πέλα, τα κουπιά, τους σκαλμούς, σκαρμούς, τη γουργούλα, την αρμαδούρα, την τροπωτήρα, τον πάγκο, τον πασαπάγκο, το διάκι, τη λαγουδέρα, τη σάγουλα στο τιμόνι», το σκαντήλι στη λαγουδέρα, τη γιαριζόλα, αλλά χωρίς βαρκαδόρο, λαμνοκόπο, δε λάμνει η γουργούλα.

Το αιολικό φως που έρχεται από τον κόλπο, μέσα από τη φενέστρα, ένα παράθυρο και φωτίζει τη φιάλη «το φαλλό και το κατακόκκινο αυγό, τη ζωή».
Και η μπενζίνα, η ανεμότρατα δεμένη στο μόλο, κι αυ­τή μ’ όλη την αρματωσιά της. Τρεχαντήρι μονάρμπουρο το κουφάρι. Το κοράκι στην πλώρη, το ποδόσταμα, οι μπαμπάδες στο κοράκι, οι αστραγαλιές, η μπίντα, οι πόστες, το μαδέρι στο φόδρο, τα μαδέρια, το πανιόλο, το σωτρόπι, το καμάρι, ο μπαμπάς, τα ρεπίδια, η πλώρη, η πρύμη, ο καθρέφτης με το όνομα στην ανεμότρατα, τα μάγουλα, το μερί, το γοφό, τη φούσκα, την καρίνα, το ακράπι, τα ίσαλα, τα βρεχάμενα, τα ψηλά, το αμπάρι, τον μπουλμέ, την κουβέρτα, τον κοραδόρο, το καμπούνι, το κάσαρο, το ταμπούκι, το παραπέτο, την κουπαστή, τη βαρδαζέντα, το καπόνι, τη βαρδαλάντσα, το μηχανοστάσι, την τσιμινιέρα, τη φινέστρα, την τρύπα στο τσιμπούκι, το κουβούσι, το όκιο, τα μπούνια, τη βαρδομάνα στα ξάρτια, το στρωμάτσο, κατάπλωρα και κατάπρυμα, πλώρα, πρύμα-ακόντρα, το διάκι, το άρμπουρο, το τουρκέτο (Γοργό­να στο τουρκέτο μου σ’ έχω ζωγραφισμένη), το αρμπορέτο, τη μετζάνα, το μπομπρέσο, η κολόμπα, η κόφα, το μαλτσίνα για ν’ ανεβαίνουνε τα πανιά στ’ άρμπουρο, την αντένα, την τσιβάδα με χωρίς άρμενο-πανί, τρίγκο, τουρκετίνα, φλόκο, γάμπια, παροκέτο, κοντραμετζάνα, μπούμα, φόγο, κουντρινέλι, γλίζα, σκοτίνα, φλίσι, λατίνι, μαΐστρα, σεραμπούνια, σκουπα­μάρα, κουρτελάτσα, κοντραφλόκο, βελαστράλια, σκαντζιέρα, κοντραπαπαφίγκο και παπαφίγκο, για καλάρισμα και μαϊνάρισμα στα πανιά, τα ξάρτια, τρεχαντήρι ξυλάρμενο, με δεμένα τα πανιά, αλλά το καραβόσκοινο, τη γούμενα, το παλαμάρι, το καρλίνο, το μπότσο, τη γάσα, την τρότσα, τη θηλιά στο σκοινί, τη λαγουδέρα, τον πασαδούρο, το σκοινί που δένει το καΐκι στο μόλο, το φελαδούρι, τα ξάρτια, τη βαρδαβέλα, το μαντίκι, το μπράτσο, το παταράτσο, το ρεμέτζο, την μπαρούμα, την μπουρίνα, που με τον ήχο της ξετρελαίνονται οι γοργόνες και τρέχουνε στους ψαράδες για πήδημα, τη λεντία, τη σκότα, τη μούρα, το στάντζο, τις πρυμάτσες, το κουτούκι, τη μούδα, το τσιτσαρόλι, το τσαμαντάλι, τη σάγουλα, το σκαντζακόσκοινο, τη βαρδατέντα, το πικάγιο, το μπρούλι, τον καπουτσίνο, το μουστάκι, το καργέλι, τη σκα­λιέρα, τ’ άρμενα, όλα στο καλουμάρισμα, στο πατερνάρισμα, στο ρεμιτζάρισμα και στο μουδάρισμα, καλουμαρισμένη η άγκουρα, δεμένη λεντία, μουδαρισμένη, δεμένη με μούδες, πιασμένη τσιτσαρόλια, μουδαρισμένο το τρεχαντήρι και η άγκουρα στην πλωρη: «Θα σε χώσω μεσ’ στην πλώρη να σου κάνω γιο και κόρη», τεσσαρόχαλη, με τέσσερα μπράτσα, η σπεράντζα με ανέλο, τσίπο, αδράχτι, δόντι, λάφτσα, νύχι, αυτί, μπράτσο, αγκώνα, καδένα βιραρισμένη.

Σε κάποιο μόλο στον κόλπο, εκεί όπου ο Παναγιώτης κι ο Βαγγέλης στην ταβέρνα, στο Κάτω Τρίτος, κερνάνε κάθε βράδυ ούζο και κρασί στους ψαράδες, σαν καλάρουνε και ξεψαρίσουνε τα δίχτυα τους. Εκεί είναι η «Πιττάκειος Χώρα», στο Κάτω Τρίτος, στην Ιέρα, δίπλα στο κατάγιαλο. Τ’ απλωμένα χωράφια που δωρίσαν οι Μυτιληνιοί από ευγνωμο­σύνη στον Πιττακό, έναν από τους εφτά σοφούς στην αρχαιότητα, όταν παράτησε την πολιτική και τη νομοθεσία.
Όλα στη ζωγραφιά που δίνει ο Γ. Πέρρος είναι ποίηση και μουσική από χρώματα στην Ιέρα. Οι μοναχικές βάρκες είναι το πιο ποιητικό του θέμα και το αιολικό φως που τις αγκαλιάζει και τις προβάλλει. Και είναι ακόμα μια θαλασσογραφία, μια αφρισμένη θάλασσα στον κόλπο κι όχι στο πέλαγος. Είναι αλλιώτικο το κύμα στον κόλπο. Ο δρό­μος που πηγαίνει στο Ντίπι, όπου στο λιοτριβειό αλέθονται οι ελιές από την Ιέρα, με τα παλιά σπίτια, τις ψαροτα­βέρνες και τις αποθήκες πλαισιωμένα με δέντρα και βουνά, που οι κορφές τους ασημίζουνε. Σ’ αυτά τ’ αλατισμένα κτήρια άπλωσε τις ζωγραφιές του ο αρχαγγελικός λαϊκός ζωγράφος, να χορεύουνε με σαντουροβιόλαρα, ο Θεόφιλος, και χαθήκαν από τους βάνδαλους.
Η βάρκα στο ηλιοβασίλεμα, κάτω από το αιωρούμενο παράθυρο, οι βάρκες ανάμεσα σ’ ακρωτήρια, η σιδεριά-φράχτης από εξοχικό σπίτι στην Ιέρα και το Μονόπετρο, θαλασσινό τοπίο που δεν είναι στον κόλπο, αλλά λίγο πιο έξω από τη Μυτιλήνη, τη Σουράδα, εκεί που έχει το πατρικό του σπίτι ο Νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης κι ο καλλιτέχνης καθημερινά αντίκριζε από το εργαστήρι του και τον συντρόφευε στη μοναξιά του.
Σε όλα τα πλεούμενα που έχει ζωγραφίσει ο Γ. Πέρρος δεν υπάρχει η ανθρωπινή φιγούρα, ο ψαράς, ο βαρκάρης, ο καϊκτσής, ο βαρκαδόρος, ο λαμνοκόπος, ο ναυτικός. Είναι φι­γούρες στην Ιέρα μοναχικές, που τις αγκαλιάζει η μοναδι­κή φύση της, τα βουνά, οι λεύκες, τα δέντρα γύρω από τον κόλπο και τα εξουσιάζει ο αγιασώτικος Όλυμπος. Μοναδική εξαίρεση το συμβολικό του έργο, με το γυμνό γυναικείο σώμα πισώπλατα, ακέφαλο, με τις πλώρες στον ήλιο, μυστηριακή τελετουργική σύνθεση. Η συγκλονιστική σιωπή, που κραυγάζει, στην αποθέωση, υμνολογία, θεοποίησή της. Και η «επανάσταση» στον ίδιο τον εαυτό του ο καλλιτέχνης. Με τα γυμνά στο ξύλο, συνθέσεις μ’ αισθητική ευαισθησία, οιστρηλασία, αποκορύφωση. Φιγούρες λυτρωτικές με ψυχική αγαλλίαση, που τις κατέστρεψε. Γι’ αυτές, όταν θα μας κυ­κλώσει η μοναξιά στους γεραγώτικους Πύργους, με συντρο­φιά τις ελίτσες που φύτεψες πάνω στους βράχους.
Αδελφέ Γιώργη, καλό ταξίδι.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey