Πολλοί την ποίηση σήμερα την αμφισβητούν, παρά το υψηλό πνευματικό της αντίκρισμα. Τη θεωρούν ξένη προς την εποχή μας. Ισχυρίζονται ότι ως «περιβάλλον», ως αισθητική, έχει ξεπεραστεί, ότι η εποχή που ζούμε, απεχθάνεται ή απορρίπτει τον λυρικό λόγο.
Πολλοί την ποίηση σήμερα την αμφισβητούν, παρά το υψηλό πνευματικό της αντίκρισμα. Τη θεωρούν ξένη προς την εποχή μας. Ισχυρίζονται ότι ως «περιβάλλον», ως αισθητική, έχει ξεπεραστεί, ότι η εποχή που ζούμε, απεχθάνεται ή απορρίπτει τον λυρικό λόγο. Πιο συγκεκριμένα, ότι η σύγχρονη πραγματικότητα έχει ένα άλλο, δικό της δραματικό προσωπείο, ένα διαφορετικό περιεχόμενο, που δεν δικαιολογεί πια τέτοιας μορφής ποιητικές μονωδίες ή ατομικές ενδοστρέφειες.
Θα ήθελα την άποψη αυτή να τη συζητήσω αντιδιαστέλλοντας το επικαιρικό της ποίησης, με το αιώνιο και διαρκές της. Αυτός ο διάλογος θα μ’ ενδιέφερε, γιατί το χρέος του κριτικού - πέρ’ άπ’ τις βαρετές υμνολογίες και υπερβολές, που συνηθίζονται στις αποτιμήσεις ή κρισολογίες των λογοτεχνικών έργων, που συχνά «υποδαυλίζονται» από φιλίες, πιέσεις ή και επιθυμίες των ίδιων των δημιουργών, που μας έχουν κυριολεκτικά κατακυριεύσει - είναι κυρίως η αντιπαράθεση επιχειρημάτων και οι ψύχραιμες αποφάνσεις, που ασφαλώς συνεισφέρουν αντικειμενικότερα και αποφασιστικότερα στην ορθή αποτίμηση του ποιητή, στο χώρο και το χρόνο που του ανήκει. (Άλλωστε, όσο περισσότεροι οι διθύραμβοι, τόσο λιγότερη ή αξιοπιστία των κρίσεων.)
Η άποψη που συζητώ εδώ, θεωρεί ότι ο σημερινός κόσμος είναι περισσότερο συλλογικός και έρχεται σε ευθεία, αντίθεση με το λυρικό λόγο που είναι κατάθεση απόλυτα προσωπική· ότι περάσαμε πια από την εποχή τού εγώ στην εποχή τού εμείς. Φυσικά, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι η σημερινή συλλογικότητα οδηγεί περισσότερο στη μοναξιά και στην ενδοστρέφεια. Όμως αυτό είναι μια άλλη Ιστορία. Η άποψη ότι ζούμε σ’ έναν αντιλυρικό κόσμο είναι περίπου μια γενική πεποίθηση, που δεν άφορα μόνο στην ποίηση. Ίσως, από μια πλευρά, έτσι να είναι. Η σημερινή εποχή είναι εποχή ετερόκλιτων εντυπώσεων. Μια εποχή με τούς δικούς της - πρωτόφαντους ως ένα σημείο - μύθους, που ίσως αναζητεί έναν άλλο ταξιδευτή, έναν άλλο ομφαλοσκόπο, έναν άλλο κοσμοναύτη. Ο χρόνος καλπάζει σε άλλους γαλαξίες, σε νέους ορίζοντες. Κανείς δεν το αρνείται. Απίστευτες πραγματικότητες σαρώνουν τα πάντα, δημιουργώντας εξωανθρώπινους κόσμους, μιας άλλης διάστασης, μιας άλλης ποίησης. Είναι πρώτα η επανάσταση της Μοριακής Βιολογίας, που έφτασε ως τη δημιουργία κλωνοποιημένων όντων, γενετικά και φυλετικά προκαθορισμένων. Ύστερα είναι τα θαύματα της Χημείας, της Ιατρικής, της Διαστημικής, της Ηλεκτρονικής, της Επικοινωνίας, της Πληροφορικής, που οδηγούν - φοβάμαι - στην πλήρη ρομποτοποίηση των πάντων. Φανταστείτε, σ’ έναν μελλοντικό κόσμο, να κάθονται σ’ ένα τραπέζι, πλάι σ’ ένα τζάκι με ηλεκτρονικές φλόγες, ένας άνθρωπος κι ένα ρομπότ και να παίζουν σκάκι. Αυτό - σήμερα κιόλας - δεν είναι νοσηρή φαντασίωση. Είναι πραγματικότητα. Κερδίζει συνήθως το ρομπότ. Δηλαδή το κατασκεύασμα κατισχύει του κατασκευαστή του. Δημιουργούμε πια «ιδεατούς» ανθρώπους που σκέπτονται, που στο «σώμα» τους δεν υπάρχουν ανθρώπινα όργανα, αλλά καλώδια και ηλεκτρονικά τσιπς. Στις αρτηρίες τους δεν ρέει αίμα, ρέει ηλεκτρικό ρεύμα. Το ρομπότ μπορεί να σκέπτεται, δεν έχει όμως συναίσθημα. Η ποίηση όλων αυτών των μύθων, αν συνιστούν ποίηση, είναι φρονώ ποίηση μιας άλλης γενεάς, που θα είναι για την άλλη εκείνη γενεά πιο οικεία και πιο κατανοητή.
Και οι ποιητές των αιώνων τι θα γίνουν; Θα χαθούν οι Όμηροι και οι Δάντες; Δεν το νομίζω. Το πολύ πολύ να μη διαβάζονται πια σε βιβλία - αφού βιβλία δεν θα υπάρχουν - αλλά σε ηλεκτρονικά «σκευάσματα». Η αξία τους και η αλήθεια τους θα παραμένουν αναλλοίωτες, όπως έμειναν αναλλοίωτες δύο χιλιετίες κι όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, έστω και κλωνοποιημένοι. Γιατί είναι έξω από τόπο κι από χρόνο. Άρα, πέρ’ άπ’ την επικαιρικότητα της ζωής, με τις διαρκείς της μεταλλαγές, που είναι φυσικό ν’ ακούει τους σφυγμούς της και η ποίηση, η τέχνη, εφόσον έχει μέσα της τα στοιχεία της διάρκειας, θα παραμένει πάντα στο βάθρο της. Όπως ποτέ δεν πρόκειται να κατεδαφιστούν οι Παρθενώνες, τ’ αγάλματα, η μουσική και οι καλές τέχνες, ποτέ δεν πρόκειται να χαθεί και η αληθινή ποίηση.
Καταστατικό, φυσικά, στοιχείο της ποίησης είναι η γλώσσα. Εννοώ η ειδική χρήση της, με τον αλληγορικό της, κάποτε, συμβολισμό, που ερείδεται στα εκφραστικά της «σχήματα» και κυριότατα στις μεταφορές.
Οι μεταφορές στην ποίηση, ως εμβληματικές παράμετροι του εκφραστικού μέσου, είναι συνήθως προσωπικές και οικοδομούνται από τον τρόπο «συμπλοκής» των λέξεων, που είναι τις περισσότερες φορές ειδικά επιλεγμένες. Ενορχηστρώνονται ως ηχοχρώματα, γαλβανισμένες σ’ ένα δικό τους υπερβατικό φως, που «κυματίζει» ανάμεσα στον ορατό και αόρατο κόσμο της ψυχής και της ύπαρξης. Φαντασίες και ψευδαισθήσεις, σ’ ένα μη συνειδητό, ενίοτε, φάσμα προθέσεων ή σχηματοποιημένης αντίληψης των αντικειμένων, δημιουργούν έναν κόσμο βαθύτατης αισθητικής έλξης, έναν κόσμο κρυφού μυστηρίου, ή - για να είμαι ακριβέστερος - μιας λυρικής ιεροτελεστίας. Η μεταστοιχείωση του υλικού κόσμου σε συμβολοποιημένο, δηλαδή στο ασυνείδητο και το μυστήριο τού εσωτερικού κόσμου, είναι, σχεδόν πάντα, μια κατάσταση καθολική. Βέβαια αυτό δεν είναι μια καινοφανής ιστορία. Δεν είναι η έκρηξη ενός άλλου super nova. (Ας μην ξεχνάμε ότι το «κίνημα» του συμβολισμού έφτασε στην ακμή του γύρω στο 1890, για ν’ αρχίσει να φθίνει στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.) Εξακολουθώ να πιστεύω, ότι κατά βάθος, ο συμβολιστής είναι ένας παρακμιακός (décadent), που απλά άλλαξε τ’ όνομά του σε συμβολιστή - αλλαγή και ιστορικά υπαρκτή, που σφράγισε με το ομώνυμο μανιφέστο του.
Νομίζω, λοιπόν, για να επιστρέψω στην αρχική συζήτηση, ότι η ποίηση, πέρ’ από συρμούς και μόδες, θα παραμείνει στο χρόνο ως ένα επίτευγμα ανόθευτης εσωτερικής ομορφιάς, γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι, πάντα θ’ αποζητούν όσα ή φαντασία τους οικοδομεί, όσα τ’ όνειρό τους οραματίζεται.
Όμως, η βαθύτερη ουσία της ποίησης, οι προβληματισμοί και τα ερωτήματα που θέτει για το ρόλο που θα μπορούσε να παίξει, σε μια πλήρως τεχνοκρατούμενη εποχή, αποτελούν ένα περίπλοκο αισθητικό πολύλημμα, που δεν μπορούν, βέβαια, να εξαντλήσουν οι σύντομες και ακροθιγείς αυτές νύξεις...
* Ο Δημήτρης Νικορέτζος είναι καθηγητής Φυσικής και συγγραφέας (ποιητής, δοκιμιογράφος και κριτικός της λογοτεχνίας).