Ίσως είναι οι μέρες τέτοιες, ίσως η μελαγχολική διάθεση που επιβάλλει τούτη η εποχή. Κάτι οι γνωστές βόλτες μου στο παρελθόν - διαπιστώνεται πως οι επαναλήψεις με χαρακτηρίζουν -, βρέθηκα πάλι εκεί πίσω, εκεί που η ανάμνηση ανακατεύεται με την τρέχουσα στιγμή.
Ίσως είναι οι μέρες τέτοιες, ίσως η μελαγχολική διάθεση που επιβάλλει τούτη η εποχή. Κάτι οι γνωστές βόλτες μου στο παρελθόν - διαπιστώνεται πως οι επαναλήψεις με χαρακτηρίζουν -, βρέθηκα πάλι εκεί πίσω, εκεί που η ανάμνηση ανακατεύεται με την τρέχουσα στιγμή κι ο χρόνος παγωμένος μάς κοιτάζει με νοσταλγία, να αναζητώ και να σκαλίζω ξανά όλες τις μικρές στιγμές και λεπτομέρειες, τα όνειρα και τις πράξεις μου. Όλα αυτά που έχτισαν, στο διάβα τους, τη ζωή μου. Αυτά που έμοιαζαν να έχουν λησμονηθεί, ξανάρχονται στο νου. Κι όπως ανακατεύονται στη στάμνα της μνήμης, γίνονται βίωμα, παρόν και μέλλον. Χρόνος που δε γυρίζει πίσω. Πόσες φορές δε θα θέλαμε, όλοι μας, να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο. Να ξαναζήσουμε στιγμές από την αρχή. Να κάνουμε άλλες επιλογές. Να διορθώσουμε λάθη. Να αλλάξουμε αυτά που δε μας άρεσαν. Όμως, ζούμε το «τώρα», τη στιγμή. Είναι αδύνατο να επιστρέψουμε στο «τότε». Μόνο με τη μνήμη το κάνουμε.
Σκόρπιες λέξεις είναι οι σκέψεις, που κοιμούνται μέσα μας. Κι όταν αποφασίσουν να βγουν, ξεχύνονται ορμητικά σα χείμαρρος. Θεριεύουν! Ωστόσο, οι δικές μου λέξεις στριμώχνονται στ’ ανοίγματα, θέλουν λίγο χρόνο… να πάρουν τις ανάσες τους. Αν και κατά βάθος θα ήθελα να τις άφηνα να ωριμάσουν κι άλλο στο κεφάλι μου. Θέλω να είμαι σίγουρος πως έτσι δε θα με εκθέσουν αποκαλύπτοντας τα λάθη, τις εμμονές, τις υπερβολές και τα κουσούρια μου. Εκείνες, όμως, αποφασισμένες, «αρπάζουν» το μερτικό τους - κομμάτια από τα τιμαλφή της ψυχής μου - κι ακάθεκτες κάνουν την έφοδό τους. Το ανέχομαι απλά, χάρη σε μια πικρή ηδονή που νιώθω. Τότε στρώνομαι κι αρχίζω τρυφερά - απόδειξη της αγάπης μου προς αυτές - να ενώνω φωνήεντα, σύμφωνα, σημεία στίξης και να σχηματίζω προτάσεις και εικόνες. Αναζητώ, βρίσκω και διαλέγω να είναι τα πιο όμορφα λόγια. Σ’ αυτά ακουμπάνε καλύτερα οι σκέψεις. Προσπαθώ με κάθε κόμμα, με κάθε τελεία, με κάθε παύση και μ’ εκείνα τα παρατεταμένα αποσιωπητικά που προδίδουν αμηχανία, το γραφτό μου να πάρει τη μορφή που θέλω. Να ψιθυρίζει και ν’ ανασαίνει…
Πώς αλλιώς θα μπορούσα να περιγράψω καλύτερα το τι γίνεται μέσα μου απόψε; Για πες μου. Πώς εκφράζεσαι με λέξεις που ξεπηδούν αλλόκοτα μέσα από ανάμικτα συναισθήματα; Μια συννεφιά - μια θλίψη. Αποτέλεσμα, η μελαγχολία. Ύστερα, μια ελπίδα - μια χαμόγελο. Η ικανοποίηση. Έτσι, για να έχει και τις χαρές της τούτη η ζωή. Έξω, εν τω μεταξύ, άρχισε να βρέχει. Σταματάω να χτυπώ τα πλήκτρα και πλησιάζω στο παράθυρο. Κι όσο δε γράφω ταξιδεύω κι όσο ταξιδεύω ονειρεύομαι αυτά που πάντα ήθελα και δεν έγιναν ή που έγιναν μα χαμπάρι δεν πήρα. Τόσο απλά. Θέλω να φωνάξω, να πω τη δική μου αλήθεια, για όσους θέλουν, για όσους μπορούν ν’ αφουγκραστούν, να νιώσουν το μέσα μου που βράζει. Και πώς να την ακούσουν, άλλωστε, έτσι όπως έχουμε όλοι στραμμένη την προσοχή στα όσα συμβαίνουν γύρω μας, στη ζωή μας; Μες στην οχλοβοή τής κάθε μέρας ξεχνιόμαστε. Επικεντρωνόμαστε στη δύσκολη καθημερινότητα, στα ευτελή και τα εφήμερα και θάβουμε επιπόλαια τις μέσα φωνές μας.
Έξω βρέχει. Κάτι αδέσποτες στάλες χτυπάνε στο παράθυρο, ακούω τον ήχο τους. Πέφτουν στο τζάμι κι ύστερα γλιστράνε, όπως ο χρόνος. Έχουν και οι υγρές μέρες μια γλύκα. Έτσι, απέραντα μελαγχολική, πέρασε και τούτη η τελευταία Κυριακή του Οκτώβρη. Άλλαξε και η ώρα. Τώρα πάμε μια ώρα πίσω. Ας είναι. Ο χρόνος συνεχίζει, τρέχει όπως και οι στάλες της βροχής πάνω στο τζάμι. Θα κάνει τον κύκλο του, θα έρθει και πάλι η άνοιξη… δεν είναι μακριά. Ελπίζοντας πως και τούτος ο χειμώνας όμορφα θα περάσει.