Θα ‘ναι δεκαπέντε χρόνια από τότε. Κατακαλόκαιρο, ζέστη να σκάει ο τζίτζικας, το κατακαημένο Καντετάκι μου έτοιμο να εκραγεί μετά 3,5 ώρες αγκομαχητό σε ανηφόρες και στροφές, σταμάτησα να πιω ένα ούζο, να ξεκουραστώ και να συνεχίσω.
Εύθυμα, αλλά σοβαρά
Θα ‘ναι δεκαπέντε χρόνια από τότε. Κατακαλόκαιρο, ζέστη να σκάει ο τζίτζικας, το κατακαημένο Καντετάκι μου έτοιμο να εκραγεί μετά 3,5 ώρες αγκομαχητό σε ανηφόρες και στροφές, σταμάτησα να πιω ένα ούζο, να ξεκουραστώ και να συνεχίσω.
Φάνηκε ο κάπηλας, γνωστός από το πήγαινε - έλα, σχεδόν φίλος, έφερε τα ούζα, έφυγε αμίληχτος και γύρισε με ένα ακόμη ούζο στο χέρι. Το δικό του.
«Να σε κεράσω;» τον ρώτησα.
«Όχι.»
«Γιατί;»
«Γιατί έχω τα νεύρα μου.»
«Και γιατί;»
«Γιατί κάτι σαν και σένα που πάτε με την αγιαστούρα στο χέρι χαλάσατε την κοινωνία.»
«Τι να κάνω; Να πάρω καμμιά καραμπίνα να σκοτώνω;»
«Δε λέω, αλλά να, καμμιά κομπινούλα…. Γιατί, άκου να σου πω, στο κράτος που ζούμε, επιβάλλονται οι παρανομίες.»
«Δε γίνεται.»
«Κι εγώ τι φταίω να σε βλέπω με τούτο το σαράβαλο και να πονάει η ψυχή μου μη σβολωθείς καμμιά μέρα;»
«Δε βαριέσαι, τα βολεύω.»
«Τι βολεύεις που, ξέρω, δυσκολεύεσαι. Κι άκου να δεις, τα ούζα, δικά μου. Κερασμένα για τα καλορίζικα.»
«Τι; Πάντρεψες;»
«Όχι. Για τις συντάξεις.»
Και μου εξήγησε πως ο πατέρας του, ανάπηρος πολέμου, συχωρεμένος πέντε μήνες τώρα, έπαιρνε σύνταξη αναπηρικιά και δεύτερη, απ’ τη δουλειά του. Νόμιμα. Σύμφωνα με της πιάτσας όμως το νόμο, βοήθησε κι ο βουλευτής, η χήρα μάνα του συνέχισε να τις παίρνει, χώρια τη δικιά της του ΟΓΑ. Σύνολο, τρεις συντάξεις.
Ανακατώθηκα, δε μίλησα, ήρθε η ώρα, έφυγα απογοητευμένος. Στην επιστροφή, δε σταμάτησα. Μεσολάβησαν διάφορα, χάθηκα, ξαναπέρασα μετά δυο χρόνια.
Τούτη τη φορά δε θέλησε να κεράσει. Είχε πολλά νεύρα. Πήρε πάλι το ποτήρι του, έπιασε τη διπλανή καρέκλα. Χωρίς εισαγωγές, μπήκε στο θέμα.
«Αφού μας τις δίνανε, τι να κάναμε; Να λέγαμε “όχι”; Κι ήρθανε τώρα οι ρουφιάνοι και μας τα ζητάνε πίσω. Όλα. Κοντά ένα εκατομμύριο δραχμές. Ακούς αδικία;»
«Ποια είναι η αδικία;»
«Είναι, πως ένα σωρό γύρω μας κάνουν τα ίδια και χειρότερα και κανένας δεν τους μιλεί.»
«Γιατί δεν τους καταγγέλλεις;»
«Γιατί έχουν γερό δόντι, και δαγκώνουν.»
Ο Ντίνος τελικά επέστρεψε, με δόσεις, τα λεφτά που παράνομα είχανε εισπράξει, δηλαδή τα κλεμμένα.
Τελευταία φορά που πέρασα, πριν δέκα μέρες.
«Καλημέρα Ντίνο», κατσούφιασε αυτός.
«Πού βλέπεις καλή μέρα», μουρμούρησε.
«Πάλι νεύρα;»
«Ναι. Γιατί είμαι βλάκας. Ναα!» είπε και μούντζωσε τη φάτσα του και την τηλεόραση που κείνη την ώρα έλεγε για το κύκλωμα που καταχράστηκε τα εκατομμύρια του ΙΚΑ.
«Τι έχεις πάλι;», ρώτησα δειλά.
«Δεν έπρεπε να τα γυρίσω τα λεφτά τότεσου. Τι θα κάνανε στη μάνα μου; Θα την πηγαίνανε, κατό χρονώ γυναίκα, φυλακή;»
Δεν απάντησα, μόνο παρήγγειλα διπλό ούζο μη σκάσω.
Κείνη την ώρα πέρναγε απ’ όξω ο Μίλτος ο νεόπλουτος, με σπίτια, παλάτια και δύο Μερσεντές. Έκατσε ο Ντίνος δίπλα μου, πήρε φόρα.
«Τον βλέπεις; Με θαλασσοδάνεια, ψεύτικες επιδοτήσεις και συντάξεις μαϊμού, μπήκε και σ’ ένα κόλπο, σε τρία χρόνια γίνηκε προύχοντας. Εδά όμως τον ανακαλύψανε που έκλεβε το Κράτος, να, σαν αυτούς, κι έδειξε στην τηλεόραση, του τα ζητάνε, “δεν έχω” λέει, θα του βάνουνε χειροπέδες, ακούστηκε, μα δεν ιδρώνει τ’ αυτί του.»
«Αν είναι δυνατόν», είπα δειλά, μα αυτός γέλασε.
«Ξέρεις τι μου είπε;»
«Τι;»
«Τι δουλειά, ρε Ντίνο, θα έκανα να βγάλω τόσα λεφτά σε έξι μήνες; Ε, δεν πρόκειται να μου ρίξουν πάνω από δυο χρόνια. Και εν μέσω κρίσης, τσάμπα φαΐ, πιοτί, ύπνο, γυναίκα, τι θα μου λείψει; Χώρια άδειες και καλή διαγωγή και πρότερο βίο και κανένα λαδωματάκι, σε έξι μήνες θα κοιμάμαι στη σπιταρόνα μου και θα οδηγώ την αυτοκινητάρα μου! Κατάλαβες τζιτζιφιόγκο; Κατάλαβα να λες.»
Γι’ αυτό, φίλοι μου, κραυγάζω.
Πιάστε, ω υπεύθυνοι, όσους κλέβουν το Κράτος, κι όχι χειροπέδες. Πάρτε τους τα λεφτά μας πίσω.
Πάρτε τα σπίτια τους, τα αυτοκίνητά τους. Δεν τους ανήκουν.
Του αγωνιζόμενου, του καταπιεσμένου Έλληνα είναι.
Στα ορφανά και όλους που ψάχνουν στους κάδους για μια μισοφαγωμένη τυρόπιτα, σ’ αυτούς που κοιμούνται στα παγκάκια και τρώνε στα συσσίτια, σ’ αυτούς ανήκουν, ω κυβερνοπατέρες μας.
Έλεος!
Τα λεφτά του θέλει ο κοσμάκης!
Όχι διαφθορά και μνημόνια.