Προεκλογικός πυρετός και αυστηρά καθορισμένο ντιμπέιτ των δύο. Διάλογος με όρους και έτοιμες ερωταπαντήσεις. Δόθηκαν άραγε πειστικές απαντήσεις στο μέσο τηλεθεατή; Αυτή πρέπει να είναι η μορφή του ντιμπέιτ, ειδικά μεταξύ των αρχηγών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων;
Προεκλογικός πυρετός και αυστηρά καθορισμένο ντιμπέιτ των δύο. Διάλογος με όρους και έτοιμες ερωταπαντήσεις. Δόθηκαν άραγε πειστικές απαντήσεις στο μέσο τηλεθεατή; Αυτή πρέπει να είναι η μορφή του ντιμπέιτ, ειδικά μεταξύ των αρχηγών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων;
Οι απαντήσεις ήταν έτοιμες. Δεν προλάβαινε καν να τελειώσει ο ένας και ο άλλος άρχιζε να απαριθμεί τα βασικά σημεία της πολιτικής του δικού του κόμματος, αν αυτά υπήρχαν. Ο χρόνος πίεζε, όμως ο διάλογος αργούσε. Ώσπου δε φάνηκε ποτέ. Αλήθεια, πού ήταν τελικά η ελεύθερη συζήτηση για τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας; Οι ερωταπαντήσεις δεν έλαβαν τη μορφή χιονοστιβάδας όπως θα περίμενε ο μέσος τηλεθεατής και που θα οδηγούσαν στον ελεύθερο διάλογο, αλλά οι δύο πολιτικοί αρχηγοί αρκέστηκαν μόνο σε κάποιες κινήσεις τακτικής, που απλά κρατούσε το «πόκερ» σε κάποιο στοιχειώδες επίπεδο και αγωνία.
Αλήθεια, περιμέναμε τόσα χρόνια για να απολαύσουμε μια συζήτηση που θα κινούνταν στα επίπεδα μιας εικονικής αντιπαράθεσης, χωρίς ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των δύο πολιτικών αρχηγών; Περιμέναμε να δούμε απλά κάποιες στρατηγικές κινήσεις με τη βοήθεια των έτοιμων απαντήσεων στα χαρτιά και όχι έναν ελεύθερο διάλογο μεταξύ των δύο ισχυρών;
Ασφαλώς και τους όρους της τηλεμαχίας τούς είχαν ορίσει από πριν τα δύο μεγάλα κόμματα. Όπως είχαν προκαθορίσει και τη στιγμή της εικονικής αντιπαράθεσης ώστε το παιχνίδι να αποκτήσει κάποιο στοιχειώδες ενδιαφέρον. Το σημείο όμως της αντιπαράθεσης δεν ξέφυγε ποτέ από τα θεσμοθετημένα πλαίσια και οι αυστηρές προδιαγραφές τηρήθηκαν στο έπακρο. Το ζητούμενο δεν είναι που δε διέκοπτε ο ένας τον άλλο και η όλη κουβέντα είχε «άρωμα πολιτισμού». Το θέμα είναι ότι κανείς δεν προχώρησε πέρα από τα αυστηρά πλαίσια προς ένα γόνιμο διάλογο, που να υπηρετεί τη Δημοκρατία, αλλά παρέμειναν απλά σε δύο μονολόγους. Αλήθεια, για να πείσουν ποιον; Ήταν δύο πολύ καλές τοποθετήσεις από ανθρώπους που δεν τίθεται θέμα αν χειρίζονται καλά το λόγο, και απλά μια εξιστόρηση των κομματικών προγραμμάτων, με προκαθορισμένες επικρίσεις και παρεμβάσεις που όμως δεν υπηρέτησαν το δημιουργικό διάλογο. Διότι θα τον είχαμε, εάν υπήρχε μεγαλύτερη ελευθερία στην συζήτηση. Αυτοί όμως οι όροι είχαν μπει από πριν, να μη διακόπτει ο ένας τον άλλο, και κατ’ επέκταση η συζήτηση να παραμένει σε αυστηρά πλαίσια που να μην επιτρέπουν στον τηλεθεατή να εξάγει κάποια συμπεράσματα.
Αυστηρότητα λοιπόν, συγκεκριμένα πλαίσια, έτοιμες ερωτήσεις και απαντήσεις και σε καμμία περίπτωση δημιουργικός διάλογος. Κοινώς, αυτά που είχαν προαποφασιστεί να ειπωθούν, ειπώθηκαν. Ασφαλώς μιλάμε για δύο διαφορετικές σχολές πολιτικών. Σίγουρα ο κ. Παπανδρέου είχε κάτι καινούργιο να κομίσει, όπως για παράδειγμα αυτό που είπε για τη χρησιμότητα των τεχνολογιών και του διαδικτύου στην εργασία και την απασχόληση. Από την άλλη, ο κ. Καραμανλής από την πλευρά του είχε να αντιπαραβάλει την πεποίθησή του ότι δε θα πει περισσότερα από όσα μπορεί να υλοποιήσει, και αυτό φαινομενικά είναι δείγμα ειλικρίνειας. Όμως, πέρα από αυτά τα ενδεικτικά καλά σημεία, ο πολίτης δεν αποκόμισε καμμία διάθεση περαιτέρω διαλόγου σε θέματα πέραν των εθνικών. Πουθενά δεν άνοιξε ένας διάλογος, για παράδειγμα για τους νέους και τα προβλήματά τους και τι σκέπτεται το κάθε κόμμα για αυτά. Θα μου πείτε, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, που η Ν.Δ. προσπαθεί να φρενάρει τη διαρροή ψήφων στο ΛΑΟΣ και το ΠΑΣΟΚ αγωνίζεται να πάρει την αυτοδυναμία με την πρώτη, πού να βρεθεί καιρός για τους νέους; Και όμως, υποτίθεται πως νέοι είναι και αυτοί οι δύο αρχηγοί. Σε τέτοια ηλικία που θα έπρεπε το θέμα της Παιδείας να κυριαρχεί στο μεταξύ τους διάλογο.
Δε θα μπω στη διαδικασία να κρίνω ποιος κέρδισε περισσότερο τις εντυπώσεις και ποια όπλα χρησιμοποίησε για την επίτευξη του στόχου του. Δε θα ενστερνιστώ καν την απαράδεκτη στάση των τηλεοπτικών καναλιών που χωρισμένα σε «παρατάξεις», όπως κάποτε τα μπλε και πράσινα καφενεία, αμέσως μετά τη λήξη του ντιμπέιτ, με φιλοξενουμένους διάφορους «ειδικούς», φρόντισαν εκ των προτέρων να πάρουν τη θέση του ενός ή του άλλου με βάση τα εξόχως ενδιαφέροντα επικοινωνιακά τρικ.
Αυτό που έλειψε από το πολυπόθητο παρθενικό ντιμπέιτ ήταν η ουσία και όχι οι διά του promotion ετοιμοπαράδοτες λύσεις από τα στόματα των δύο πολιτικών αρχηγών. Έλειψε το αποτέλεσμα και η συζήτηση για τα καυτά προβλήματα που απασχολούν τον τόπο που σε καμμία περίπτωση δεν μπορούν απλά να χωρίζονται σε ενότητες, να διαβάζονται από το διευθύνοντα της συζήτησης δημοσιογράφο και να απαντώνται μονολεκτικά από Καραμανλή και Παπανδρέου. Δημοκρατία σημαίνει ανταλλαγή απόψεων και όχι αλίευση ψήφων μέσα από μια συζήτηση-σικέ. Θα μου πείτε, στο ντιμπέιτ θα λυθούν όλα; Ασφαλώς και όχι. Όμως υπάρχει κόσμος που αναμένει με ενδιαφέρον το διάλογο για τη δημοσιονομική πολιτική και τα σχέδια για ένα καλύτερο κοινωνικό αύριο, αδιαφορώντας για τις σημειώσεις που κρατά ο κάθε αρχηγός οι οποίες τον βοηθούν στο πώς και πότε θα απαντήσει εάν δεχθεί επίθεση.
Ούτε το ντιμπέιτ βέβαια είναι ποδοσφαιρικός αγώνας όπως ελεεινά πολλοί σχολιαστές-μαϊντανοί των τηλεοπτικών καναλιών υποστηρίζουν, αγωνιώντας απλά για τη στιγμή που θα επιτευχθεί κάποιο γκολ. Η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής είναι δείγμα της ελληνικής νοοτροπίας και σε αυτό δε φταίνε μόνο οι πολιτικοί, αλλά και οι ψηφοφόροι που πανηγυρίζουν όταν κάποιο κομματικό επιτελείο ήταν κατάλληλα προετοιμασμένο και ο αρχηγός του απέκρουσε «το πέναλτι» με καλή εκτίναξη. Στην Ελλάδα του 2009, κάποιοι πανηγυρίζουν πως έστω και την ύστατη στιγμή υπάρχουν ψήγματα Δημοκρατίας. Θα υποστηρίξω το αντίθετο: δεν υπάρχει Δημοκρατία όταν το 2009 διαφημίζουμε ένα μονόλογο ενώπιον εκατομμυρίων τηλεθεατών που αξιώνουν απαντήσεις στα σοβαρά προβλήματα που απασχολούν τη χώρα. Δε θα πρέπει κανείς να καμαρώνει που παρατέθηκαν απλά οι θέσεις των δύο μεγαλύτερων κομμάτων και οι μπροσούρες έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο.
Όμως σε αυτό δε φταίνε μόνο οι δύο πολιτικοί αρχηγοί. Φταίει η νοοτροπία του ελληνικού λαού, που δεν επιβάλλει πιεστικά στα κόμματα την αλλαγή στο ύφος και το ήθος μέσα από την εκλογική διαδικασία. Που δεν υποχρεώνει τα κομματικά επιτελεία για τη διεξαγωγή μιας ελεύθερης συζήτησης, μέσω της οποίας ο θεατής ή ακροατής θα αποκομίσει κάτι για το μέλλον που θα έπρεπε να είναι η σύγκλιση σε περισσότερα θέματα, αν θέλουμε η χώρα αυτή να φτάσει κάπου και όχι να μένει στάσιμη επειδή κάποιοι επιχειρηματικοί όμιλοι θέλουν στην εξουσία πότε τον έναν και πότε τον άλλον, αναλόγως των στοχευμένων επενδύσεων. Αυτό δεν είναι Δημοκρατία παρά μόνον εκβιασμός και τα όποια ντιμπέιτ θα εξακολουθούν να γίνονται με όρους που θα υπηρετούν απλά τη λογική τού «τι θέλει και φωνάζει ο λαός, ρίξτε του λίγο παντεσπάνι!». Μόνο αυτό.
*Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.