Ο Ρίτσαρντ, ο Σταμάτης κι οι κακοποιοί

01/07/2012 - 05:56
Ήτανε Κυριακή προμεσήμερο κι οι νοικοκυραίοι κόβανε βόλτες στο πάρκο, παίζανε με τα παιδιά τους, βλέπανε φούτμπολ, ή χαζεύανε στην τηλεόραση.  Ο Ρίτσαρντ αραγμένος στην κουνιστή πολυθρόνα κοιτούσε κάποιο θρίλερ, μα δεν το έβλεπε.
Ήτανε Κυριακή προμεσήμερο κι οι νοικοκυραίοι κόβανε βόλτες στο πάρκο, παίζανε με τα παιδιά τους, βλέπανε φούτμπολ, ή χαζεύανε στην τηλεόραση.
Ο Ρίτσαρντ αραγμένος στην κουνιστή πολυθρόνα κοιτούσε κάποιο θρίλερ, μα δεν το έβλεπε. Όσο κουνιόταν η πολυθρόνα ταξίδευε ο νους του, θάρρεσε πως φορούσε σκάφανδρο, αφαιρέθηκε, έκανε παράξενες κινήσεις κολύμβησης στον αέρα κι απότομα σταμάτησε ολόβρεχτος από έναν παγερό ιδρώτα δείγμα της έντασης στην προσπάθειά του. Απόμεινε για ένα δευτερόλεφτο παγωμένος, ταριχευμένος θαρρείς, με τα δάχτυλα των χεριών του απροσδιόριστα τεντωμένα, σιγουρεύτηκε πως συνέλαβε αυτό που μήνες κυνηγούσε κι ίδιο ελατήριο τινάχτηκε απάνω. Όρμησε στο μεγάλο γραφείο, βρέθηκε ανάμεσα μηχανές, κομπιούτερ κι όλα τα σύνεργα ενός σχεδιαστή, χύθηκε απάνω σε ένα τεράστιο άσπρο χαρτί, κι άρχισε με πάθος να τραβάει γραμμές. Έβλεπε να πετυχαίνει ένα μικρό αριστούργημα για τον σχεδιασμό του θαλάμου του καινούργιου διαστημόπλοιου και απογειωνόταν μαζί του. Είχε προβλέψει κάθε λεπτομέρεια.
Ηρέμησε κάπως, πήρε ένα τσιγάρο, το έκοψε στα δύο και το πέταξε. Δυο χρόνια τώρα συνηθίζει αυτή την κίνηση, σα να τα εκδικείται για τη ζημιά που του είχανε κάνει.
Ξανάπεσε στο σχέδιο απάνω, έγραψε κάτι αριθμούς, το κοιτούσε και του άρεσε να το χαδεύει. Το έβλεπε σαν ένα κομμάτι από τον εαυτό του. Άρχισε να τραγουδάει σιγανά ένα σχολικό τραγούδι και έβαλε στην τηλεόραση ένα παιδικό πρόγραμμα. Ήθελε να ηρεμήσει και μετά να βεβαιωθεί πως δεν είχε κάνει λάθος. Πάντα τον χαλάρωναν τα κινούμενα σχέδια.
Γι’ αυτό και δεν ήταν σίγουρος αν γκρίνιαζε ο Μίκυ ή κραύγαζε το Πινόκιο όσο μεγάλωνε η μύτη του. Μα όχι. Το κουδούνισμα ερχόταν από την κουζίνα.

Στη εξώπορτα κάποιος άγνωστος αστυνομικός περίμενε.
«Λυπούμαι, κύριε, αλλά πρόκειται για τη γυναίκα σας», του είπε.
«Τι συμβαίνει;», ρώτησε ανήσυχος.
«Τίποτα σοβαρό, αλλά να, εκεί που ψώνιζε…»
«Κατάλαβα», αποκρίθηκε συντετριμμένος ο Ρίτσαρντ. «Η κλεπτομανία της!»
«Μπήκε στο δοκιμαστήριο, φόρεσε ακριβά εσώρουχα κι έφευγε χωρίς να τα πληρώσει…»
«Να εφαρμοστεί ο νόμος, κύριε», είπε σκληρά.
Την άλλη μέρα, όλες οι τοπικές εφημερίδες, τα κανάλια το διαδίκτυο κι οι πίνακες ανακοινώσεων είχανε τη φωτογραφία της με πληροφορίες για την πράξη της.
Δεν ξανάκλεψε η σύζυγος του σχεδιαστή διαστημοπλοίων εδώ στο Beverly Hills του Λος Άντζελες που μένουν.
Κι όσοι βλέπουν τις άμεσες συνέπειες, αναγκάζονται να χαλιναγωγούν τα πάθη τους και τις άνομες ορέξεις τους.
Κι αναρωτιέμαι στ’ αλήθεια, γιατί εδώ κρατούν κρυφό το όνομα των κακοποιών και σκεπάζουν ή φλουτάρουν τα πρόσωπά τους; Φοβούνται μην τους εκθέσουν; Ή μπας κι έχει δίκιο ο φουκαράς ο Σταμάτης σαν ήρθε αγριεμένος στο κονάκι μου και φώναζε που του κλέψανε τα 40 όλα κι όλα πρόβατά του κι έβριζε τους πάντες;
«Ω ανάθεμά τσει, θα με πάνε φυλακή θένε.»
«Ποιος; Ο κλέφτης;»
«Άσ’ τον αυτόν τον κερατά. Το Κράτος. Αυτό, που τον προστατεύει.»
«Ε, όχι και προστατεύει», τόλμησα να πω, θύμωσε πιο πολύ.
«Και γιάντα η εφημερίδα, βρε γραμματιζούμενε, δε γράφει το όνομα του βρομιάρη; Αφού τον πιάσανε και τον ξέρουνε. Ε;»

Και βέβαια τι να πω όταν συγκρίνω τις δυο περιπτώσεις κι όταν ξέρω πως άμα πάει κάποιος, για παράδειγμα, να νοικιάσει σπίτι στο Μαϊάμι, μπαίνει στο ιντερνέτ και βλέπει ονόματα και φάτσες των επικίνδυνων βιαστών κι άλλων κακοποιών της περιοχής που έκαναν ή αποπειράθηκαν να κάνουν αξιόποινη πράξη, κι έτσι μπορεί ο κάθε νομοταγής πολίτης να προφυλαχτεί από δαύτους;
Γιατί αλήθεια εδώ στη «δημοκρατία μας», που κοντεύει να γίνει «αναρχία μας», δεν γνωστοποιούμε τα ονόματα τους;
Παράγγειλε, λέει, στην Αθήνα ένας οικογενειάρχης μια μερίδα κοτόπουλο για το σπίτι του κι αφού έφαγε το κοριτσάκι τους κάμποσο, μετά προσέξανε πως ήτανε γιομάτο σκουλήκια. Σαν πήρανε την αστυνομία, αδιαφόρησε μια κι ήταν αργία, ενώ ο επικίνδυνος ψητοπώλης, αρκέστηκε να πει:
«Ε και τι έγινε; Να σας δώσω τα λεφτά σας πίσω, ή μια άλλη μερίδα χωρίς σκουλήκια.»
Κι αντί να του πάρουν την άδεια λειτουργίας, δεν ανακοίνωσαν ούτε το όνομά του.
Μήπως, λοιπόν, έχει δίκιο ο Σταμάτης πως η Πολιτεία (ποια Πολιτεία) αντί το θύμα, προστατεύει το θύτη;

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey