Η εκμάθηση, χρήση και υποστήριξη περισσοτέρων της μίας ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία έχει αναδειχθεί σε ζήτημα μεγάλης σημασίας στη σύγχρονη Ευρώπη.
ΒΗΜΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Η πρώιμη εκμάθηση ξένων γλωσσών
Η εκμάθηση, χρήση και υποστήριξη περισσοτέρων της μίας ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία έχει αναδειχθεί σε ζήτημα μεγάλης σημασίας στη σύγχρονη Ευρώπη. Όλες οι έρευνες που διεξάγονται, υπογραμμίζουν πως τα παιδιά που μαθαίνουν δεύτερη γλώσσα, σε πρώιμη ηλικία, έχουν την πιθανότητα να γίνουν πολύγλωσσα. Οι γλωσσολόγοι έχουν την άποψη πως το καλύτερο χρονικό διάστημα είναι η ηλικία των πέντε ετών περίπου. Κι αυτό διότι ο εγκέφαλος είναι «ανοιχτός» εξελίσσοντας τη δομή του και τα παιδιά αυτά είναι πιο ευέλικτα και πιο ικανά για καλύτερες επιδόσεις στην ικανότητα αντίληψης.
Η ερμηνεία του όρου «πρώιμη ηλικία» είναι σχετικοποιημένη και χαρακτηρίζει κάτι που πραγματοποιείται πριν από το χρονικό σημείο που αναμένεται να συμβεί. Έτσι λοιπόν, ως πρώιμη ηλικία για την εκμάθηση ξένων γλωσσών θα μπορούσαμε να ορίσουμε το πλαίσιο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και ακόμα και πριν από αυτό. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινοτήτων (Στρατηγική της Λισσαβόνας για τη Γλωσσική Πολυμορφία) διατυπώνει τη «σύσταση 1+2» (που σημαίνει η μητρική γλώσσα συν δύο ακόμα ξένες γλώσσες), εκτός των εκπαιδευτικών συστημάτων, όσο το δυνατόν νωρίτερα. «Η εξασφάλιση της αποτελεσματικής εκμάθησης γλωσσών στα νηπιαγωγεία και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί προτεραιότητα». Άτομα που μαθαίνουν γλώσσες σε νεαρή ηλικία συνειδητοποιούν τις δικές τους πολιτιστικές αξίες και επιρροές και υιοθετούν ανοιχτή στάση προς τους άλλους.
Δεν είναι τυχαίο ότι η εκμάθηση ξένων γλωσσών εισάγεται σε ολοένα και περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη βόρεια Ευρώπη όλο και περισσότερα παιδιά μαθαίνουν σε παιδικούς σταθμούς, νηπιαγωγεία και δημοτικά τα γερμανικά ως δεύτερη ξένη γλώσσα. Στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη η ζήτηση αυξάνεται, ενώ στην Ισπανία αρχίζει στην ηλικία των τριών ετών και στην Ιαπωνία η γερμανική γλώσσα μεταφέρεται από την πανεπιστημιακή εκπαίδευση στο σχολικό χώρο. Συνολικά, είτε ως μητρική, είτε ως ξένη γλώσσα, οι κάτοικοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης γνωρίζουν αγγλικά 51%, γερμανικά 33%, γαλλικά 26%, ιταλικά 16% και ακολουθούν άλλες γλώσσες (σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ειδικού Ευρωβαρομέτρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με θέμα «Ευρωπαίοι και Γλώσσες», που πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 28.694 ατόμων ηλικίας άνω των 15 ετών σε 25 χώρες-μέλη).
Μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει η εκμάθηση ξένων γλωσσών σε πρώιμη ηλικία. Οι μαθητές συμμετέχουν με ενθουσιασμό στην προφορική συνομιλία και μαθαίνουν διαισθητικά με ήχο και ρυθμό χωρίς Συντακτικό και Γραμματική. Εικόνες, παραμύθια, ιστορίες, τραγούδια, κινηματογραφικές ταινίες, κάρτες λεξιλογίου, αναπαραστάσεις και μιμήσεις ηρώων, επιτραπέζια παιχνίδια, διάφορες χειροτεχνίες είναι νέες πρακτικές για μάθηση στην πρώιμη ηλικία. Τα παιδιά συμμετέχουν σε αυτές τις νέες εμπειρίες, που εξυπηρετούν τη μάθηση, χωρίς το άγχος και την πίεση για καλές επιδόσεις και τους γεμίζει χαρά. Ενισχύει και προωθεί νοηματικές διεργασίες, διότι τα παιδιά λειτουργούν σα σφουγγάρια. Απορροφούν και συγκρατούν ό,τι διδάσκονται, γιατί έχουν καλή μνήμη και αυτό συμβάλλει στη διεύρυνση του γνωστικού τους ορίζοντα, στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και της αυτοπεποίθησής τους και τα απαλλάσσει από το φόβο της ξένης γλώσσας. Λόγω έλλειψης αναστολών, συμμετέχουν με ενθουσιασμό στον προφορικό λόγο και η γλωσσική εκμάθηση και επικοινωνία πραγματοποιείται χωρίς προκαταλήψεις σε ξένους ήχους.
Μια επιτυχημένη πολιτική πολυγλωσσίας (νηπιαγωγείο, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση) μπορεί να ενισχύσει τις ευκαιρίες που έχουν οι πολίτες κατά τη διάρκεια της ζωής τους και να γίνει πολύτιμο εργαλείο, περισσότερο σήμερα σε μία εποχή παγκοσμιοποίησης (10 εκατομμύρια Ευρωπαίοι σήμερα εργάζονται σε άλλα κράτη-μέλη).
«Για την εκμάθηση των ξένων γλωσσών είναι σπάνια πολύ αργά και ποτέ πολύ νωρίς» (
Legutke, 2006)
* Η
Ιωάννα Βάσσου είναι απόφοιτος Γερμανικής Φιλολογίας, κάτοχος μεταπτυχιακού στο Παιδαγωγικό Τμήμα.