
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Α΄ Μέρος
Στην Ακολουθία του Όρθρου και της Λειτουργίας της Αναστάσεως η ημέρα του Πάσχα χαρακτηρίζεται ως ‘κλητή και αγία ημέρα, η μία των σαββάτων, η βασιλίς και κυρία, η εορτών εορτή και πανήγυρις πανηγύρεων’ και το Πάσχα αποκαλείται ‘ιερώτατον’ , ‘ιερόν’ , ‘άγιον’ , ‘μυστικόν’, ‘πανσεβάσμιον’, ‘άμωμον’, ‘μέγα’, ‘τερπνόν’ , ‘λύτρον λύπης’. Στην ίδια Ακολουθία καλούνται όλοι αδιακρίτως οι πιστοί να συμμετάσχουν στη χαρά του Κυρίου, να αγκαλιαστούν μεταξύ τους και να συγχωρήσουν αυτούς που τους μισούν. Στη συνείδηση των Χριστιανών η εορτή του Πάσχα έχει καθιερωθεί ως εορτή της Αγάπης. Ο εθνικός μας ποιητής Σολωμός έχοντας συνείδηση αυτού λέει στο ποίημά του ‘Λάμπρος’: «Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες, / όλοι , μικροί, μεγάλοι , ετοιμασθήτε*/ μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες/ με το φως της χαράς συμμαζωχθήτε* / ανοίξατε αγκαλιές ειρηνοφόρες / ομπροστά στους αγίους και φιληθήτε*/ φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη, / πέστε «Χριστός Ανέστη» εχθροί και φίλοι».
Τόσο ο Χριστός, όσο και οι τέσσερις Ευαγγελιστές και οι Απόστολοι πρόβαλαν την Αγάπη προς τον συνάνθρωπο ως αναγκαιότητα της ζωής και λόγο ύπαρξης του ανθρώπου. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος λέει ‘αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν’ ( ΚΒ΄37) και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης προτρέπει τους πιστούς λέγοντας ‘Αγαπητοί, αγαπώμεν αλλήλους, ότι η αγάπη εκ του θεού εστί, και πας ο αγαπών εκ του θεού γεγέννηται και γιγνώσκει τον θεόν . Ο μη αγαπὠν ουκ έγνω τον θεόν , ότι ο θεός αγάπη εστίν. Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του θεού (Καθ. Δ΄ 78). Στα ιερά κείμενα η Αγάπη εκπορεύεται από τον Θεό, ταυτίζεται μ’ Αυτόν και αποτελεί το μόνο μέσο της γνώσης Του.
Αλλά ποιο είναι το πραγματικό περιεχόμενο της Αγάπης, όπως το ορίζει ο ίδιος ο Ιησούς; Ο Χριστός λέει: ‘Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς* μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού’ (Ιωάν. ΙΕ΄ 12) και ο αγαπητός του μαθητής Ιωάννης επεξηγεί: ‘Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού ….Αγαπητοί, ει ούτως ο θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν’ ( Ιωάν. Α΄ 8-9).
Σύμφωνα με αυτά η Αγάπη που ζητά από τους πιστούς ο Χριστός είναι θυσία και προσφορά, πράξη αλτρουισμού και αυταπάρνησης, ενέργεια ανιδιοτελής και φιλάνθρωπος, όμοια με αυτή του Θεού, που έστειλε τον γιο του τον μονογενή στον κόσμο, για να τον σώσει από την αμαρτία με τη μαρτυρική του θυσία. Αυτό το νόημα δίνει στην Αγάπη και ο Απόστολος των Εθνών, ο Παύλος, που προτρέπει τους Χριστιανούς να μιμηθούν τον Θεό σαν αγαπητά του παιδιά και να αγαπήσουν ο ένας τον άλλο, όπως έκανε ο ίδιος που από Αγάπη για τον άνθρωπο πρόσφερε θυσία το παιδί του (Προς Εφεσ. Ε΄2). Ο Χριστός, απευθυνόμενος στους μαθητές του, λέει ‘Εντολήν κοινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπἀτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ( Ιωάν. ΙΓ΄34) και καθιερώνει την μεταξύ τους Αγάπη ως βασικό διακριτικό της ιδιότητάς τους ως μαθητών του (Ιωάν. Γ΄35 ). Ο Χριστός μάς καλεί να δίνουμε, να προσφέρουμε, να θυσιάζουμε για το καλό των άλλων αυτό που έχουμε, για να γίνουμε αυτό που πρέπει να είμαστε. Τούτο σημαίνει πως δεν είναι δυνατό να είναι κανείς γνήσιος Χριστιανός, αν δεν διαπνέεται από ανυπόκριτη και ειλικρινή Αγάπη για τον συνάνθρωπό του.
Αλλά εκείνο που αποτελεί το κορύφωμα της χριστιανικής διδασκαλίας, το θεμέλιο της χριστιανικής πίστης, την κορωνίδα της σοφίας του Χριστού και την ειδοποιό διαφορά της χριστιανικής θρησκείας από τις άλλες θρησκείες είναι το κήρυγμα της Αγάπης ακόμη και προς τους εχθρούς μας. Ο ίδιος ο Χριστός είπε : ‘Εάν αγαπώμεν τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; Και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και έσται ο μισθός υμών πολύς και έσεσθε υιοί Υψίστου’ ( Λουκ. ΣΤ΄33). Πράγματι, το να αγαπάει κανείς αυτούς που τον αγαπούν είναι ανθρώπινο, το να αγαπά όμως αυτούς που τον μισούν είναι θεϊκό, και σ’ αυτό πρέπει να κατατείνει ο άνθρωπος. Το να συγχωρεί κανείς τους φίλους του είναι λογικό και εύκολο, το να συγχωρεί όμως τους εχθρούς του είναι υπέρλογο και δύσκολο.
Είναι αλήθεια πως ο αρχαίος φιλόσοφος Σωκράτης είχε διδάξει πολύ πριν από τον Χριστό πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να αδικεί και να κακουργεί, αλλά ούτε και να ανταποδίδει τα αδικήματα και τα κακουργήματα που του κάνουν (Πλάτων, Κρίτων, 49 b). Όμως ο Σωκράτης διατύπωσε αρνητικά την πρότασή του. Δεν είπε τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος, αλλά τι να μην κάνει. Ο Χριστός διατύπωσε καταφατικά την πρότασή του και έδωσε σ’ αυτή κατηγορικό χαρακτήρα . Έτσι μετέτρεψε την ηθική του ‘μη μίσος’ σε ηθική ‘της Αγάπης’. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί, όταν δεν μισεί ο άνθρωπος κάποιον, δεν σημαίνει και πως τον αγαπά. Αυτό είναι το μεγαλείο, η λάμψη και η δόξα της φιλοσοφίας του ιδρυτή της Χριστιανικής Θρησκείας
Η χριστιανική Αγάπη είναι ενεργητική κι όχι παθητική. Είναι ευγένεια ψυχής που δεν λογαριάζει τίποτε κι ούτε μετράει, δεν κοντοστέκεται ούτε ρωτάει, καθολική αυταπάρνηση και καθολική προσφορά. Τότε μόνο είναι άξια του ονόματός της, όταν είναι αφιλοκερδής και ανυπόκριτη, και τότε μόνο μπορεί να γίνει πηγή ευτυχίας, όταν παρακινεί τον άνθρωπο να τα δίνει όλα, χωρίς να ζητά τίποτε. Γιατί, όπως λέει κι ένας ποιητής, «το χέρι όταν απλώνεται να πάρει// χάνει ομορφιά και χάρη τόση, //όση ομορφιά και χάρη παίρνει// το χέρι όταν απλώνεται να δώσει» και γιατί, όταν παίρνεις, γεμίζουν τα χέρια σου, ενώ , όταν δίνεις, γεμίζει η καρδιά σου. Η αγάπη, όταν υπάρχει απλώς μέσα στην ψυχή μοιάζει με άρωμα κλεισμένο σε χρυσό δοχείο. Αν θέλουμε να νιώσουμε την ευωδιά του πρέπει να το βγάλουμε από το δοχείο του. Κι όπως με το να θυμάται κανείς τη φωτιά δεν ζεσταίνεται, έτσι και με το να πιστεύει στην Αγάπη χωρίς να την μετουσιώνει σε πράξη δεν σώζεται.