
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Εκείνη η «ξενάγηση» που αφηγήθηκα στο προηγούμενο άρθρο μου καθόρισε στη συνέχεια, σε σημαντικό βαθμό, τις σπουδές μου και για κάποιο διάστημα, τον επαγγελματικό μου προσανατολισμό. Η ιδέα της ανάδειξης των στοιχείων του πανάρχαιου πολιτισμού στην περιοχή της γενέτειράς μου Βρίσας Λέσβου, τα οποία διασώζονταν, ακόμα, στην επιφάνεια ή υπό την επιφάνεια της γης και το όνειρο να αποτελέσουν έναν πόλο έλξης για τους ξένους επισκέπτες, παράλληλα προς τα άλλα πολιτισμικά και τα φυσικά πλεονεκτήματα της περιοχής συνετέλεσε, ώστε να επιλέξω στις σπουδές μου το Αρχαιολογικό- Ιστορικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής με την φιλοδοξία, ως αρχαιολόγος, να πραγματώσω το νεανικό μου όνειρο.
Από τα φοιτητικά μου, λοιπόν, χρόνια, παράλληλα προς το διάβασμα και τις ειδικές γνώσεις που αποκτούσα, άρχισα να ψάχνω στις τοποθεσίες της ευρύτερης περιοχής της Βρίσας, που παρουσίαζαν αρχαιολογικό ενδιαφέρον, να εξετάζω τα απομεινάρια της παρελθούσας ζωής, να ρωτώ και να μαθαίνω από χωριανούς ξωμάχους ή γραμματιζούμενους ό,τι είχε σχέση με το αρχαίο παρελθόν της περιοχής, να συλλέγω πληροφορίες και να εξετάζω ευρήματα. Έτσι άκουγα για θησαυρούς που βρήκαν κάποιοι και έγιναν ξαφνικά πλούσιοι, για κάποιους ξένους που ήρθαν ινκόγκνιτο και έψαχναν κάτι(;) στον Παλιόπυργο∙ κάποιοι χωριανοί με πληροφόρησαν για τάφους που είχαν βρει σε εξοχικές τοποθεσίες, για μάρμαρα, ταφόπλακες, γλυπτά(;) και αγγεία που βρήκαν στο άνοιγμα πηγαδιού ή στο όργωμα, στον «λαιμό» του ακρωτηρίου του Αγίου Φωκά ή στην «Αγριλιά» (όπου πιθανώς νεκροταφείο Ελληνορωμαϊκής περιόδου, απ΄ όπου και η επιτύμβια στήλη «ΣΤΡΑΤΟΝΙΚΗ ΧΡΗΣΤΗ ΧΑΙΡΕ»), καθώς και ένα υπόγειο τμήμα «Κοιμητηρίου» που βρέθηκε στο λαγκάδι της Χαρτσιάς, μετά από μια νεροποντή (από όπου και πολλά παλαιοχριστιανικά λυχνάρια)∙ και ένας αγρότης, παιδικός φίλος μού έδειξε ένα πήλινο «κιούνκι» από το Ελληνορωμαϊκό Δίκτυο Ύδρευσης του οικισμού στην Αγια-Κατερίνα και στη συνέχεια με οδήγησε επιτόπου, στην αρχή του Δικτύου, που ήταν η πηγή στον Χριστό, όπου σώζονταν ακόμα μερικά κιούνκια∙ και στη συνέχεια μου υπέδειξε την όλη διαδρομή του δικτύου (όπου σε ορισμένα σημεία βρίσκονταν, ακόμα, insitu, κάποια από τα κιούνκια), το οποίο, αφού περνούσε τον ποταμό (Ψαμμοδύτη), πιθανώς, πάνω από «καμάρα» (από την οποία, απέμεινε μόνον η ανάμνηση στο τοπωνύμιο Καμάρες) συνέχιζε στην απέναντι όχθη και μέσα από τα Περιβόλια- Πιτιλίδι- Λιβανές-Αγουρόσκο- Μέλισα- του Αγά- Αγριλιά, κατέληγε στην περιοχή της Αγιά- Κατερίνας.
Και κάποιοι χωριανοί που γνώριζαν το ενδιαφέρον μου και με θεωρούσαν «ειδήμονα» περί τα «αρχαιολογικά» μου έφερναν, κάθε φορά που βρισκόμουν στο χωριό, να μου δείξουν κάποια αγγεία (τα περισσότερα νεότερης εποχής και ένα, αρχαίο αμφορέα και δυο υδρίες, πιθανώς από το γνωστό ναυάγιο στην «ξέρα» του Αγίου Φωκά), για να εκτιμήσω την αξία τους!
Μεταξύ των άλλων, ένας συγχωριανός μου και γείτονας ο Ι.Π…που ήρθε να μου δείξει το «εύρημά» του, ήταν αυτός στον οποίον οφείλω την γνωριμία μου με τον αείμνηστο, εξαίρετο αρχαιολόγο και τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Λέσβου, Σεραφείμ Χαριτωνίδη!
Ο Ι.Π. ήλθε στο σπίτι μου, για να μου δείξει μια λήκυθο (το μικρό αγγείο, στο οποίο έβαζαν λάδι και το εναπέθεταν στο τάφο των νεκρών), που βρήκε μαζί με τα οστά κάποιου νεκρού, στον τάφο που αποκαλύφτηκε κατά τις εργασίες του, πίσω από το εξωκλήσι του Ταξιάρχη, στο Δαξάρι. Ήταν μια λήκυθος χωρίς καμιά διακόσμηση, αχρωμάτιστη, που πιθανώς προερχόταν από ντόπιο αγγειοπλαστείο και από μια εποχή που διατηρούσε την ανάμνηση των αρχαίων ταφικών εθίμων. Ο Ι. Π., αφού πείστηκε ότι το εύρημά του στον τάφο που ανακάλυψε έχει μόνον αρχαιολογική «αξία», συμφώνησε να το παραδώσω στο Μουσείο της Μυτιλήνης. Κανόνισα τη μέρα που θα έπαιρνα το βραδινό βαπόρι για τον Πειραιά να περάσω και από το Μουσείο της Μυτιλήνης, όπου ζήτησα να μιλήσω με τον Προϊστάμενο∙ και έτσι βρέθηκα στο Γραφείο ενός ευγενικού ανθρώπου που μου συστήθηκε «Σεραφείμ Χαριτωνίδης, Αρχαιολόγος». «Ευελπιστώ να συναντηθούμε, κάποτε, και να συνεργαστούμε ως συνάδελφοι», δήλωσα, εμμέσως, (και με συγκρατημένη υπερηφάνεια) την ιδιότητά μου, «διότι σε λίγες μέρες παίρνω το πτυχίο μου, ως απόφοιτος του Αρχαιολογικού-Ιστορικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Αθηνών». Μιλήσαμε για τον τάφο στο Δαξάρι και το εύρημα της ληκύθου που είχα φέρει, μαζί με ένα μεγάλο θραύσμα από ένα εφυαλωμένο πιάτο που βρήκα στο Λιβάδι, όπου κατά την γνώμη μου, από το πλήθος «οστράκων» και «κεράμου» που βρήκα μέσα στα ξεροτρόχαλα «ντουβάρια» των χωραφιών, συμπέρανα ότι υπήρχε εκεί ένας οικισμός της Βυζαντινής περιόδου∙ και προς μεγάλη ικανοποίησή μου, συμπέσαμε με τον Χαριτωνίδη στην χρονολόγηση και των δύο ευρημάτων!
Μιλήσαμε στη συνέχεια για την ύπαρξη κάποιας εγκατάστασης «μοναχών» στο Δαξάρι και στον Άι- Γιώργη, για τον μυστηριώδη αφανισμό της Αιγίδας (Νιγκίδας), καθώς και για την πιθανότητα στον Παλιόπυργο της Βρίσας να συνέβη ο θάνατος του Γατελούζου ηγεμόνα, Φραγκίσκου Β΄ που είχε έρθει στον γνωστό- από παλιά και μέχρι σήμερα- « κυνηγότοπο» της Βρίσας και ο οποίος αναπαυόμενος στον Πύργο δέχθηκε το δήγμα σκορπιού, που επίσης αφθονούσαν στην περιοχή. (από τις φωνές του ηγεμόνα έσπευσαν κοντά του πολλοί από την φρουρά και τους συνοδούς του με αποτέλεσμα, από το υπερβολικό βάρος, να καταρρεύσει ο όροφος και καταπλακωθείς να βρει οικτρό θάνατο, το 1403, ο Γατελούζος ηγεμόνας της Λέσβου, Φραγκίσκος Β΄)! Τέλος, συμφωνήσαμε ότι σε πρώτη ευκαιρία θα συναντιόμαστε στη Βρίσα, για να επισκεφτούμε μαζί τα απομεινάρια σε μερικούς εξαφανισμένους οικισμούς, όπως του Λιβαδιού, που υπήρχαν πριν από την Οθωμανική κυριαρχία.
Δυστυχώς, στα χρόνια που ακολούθησαν, η «σχεδία» της ζωής μου ακολούθησε την ρότα που υπαγόρευε η υπαρκτή πραγματικότητα και όχι τα σχέδια που έκανα στις αιθεροβάμονες πτήσεις μου στην χώρα των ονείρων! Όπως πληροφορήθηκα, όταν ο Σ. Χαριτωνίδης ήλθε στην Βρίσα, το 1961, και με αναζήτησε, ο πατέρας μου τον πληροφόρησε ότι υπηρετούσα στο… Νευροκόπι την στρατιωτική μου θητεία∙ και όταν μετά από μερικά χρόνια τον αναζήτησα εγώ, έμαθα ότι «έφυγε πρόωρα»! Από τότε, δεν έπαψα να αναζητώ τον διάδοχό του για να μοιραστώ μαζί του το «Όνειρο» της ζωής μου!
Και τελειώνοντας την αφήγηση για τα προσωπικά μου φιλόδοξα σχέδια που συνυφάνθηκαν με τα ανεκπλήρωτα όνειρα και άλλων παλιότερων Βρισαγωτών {Ο γιατρός στη Βρίσα, το 1849(!), Ευστάθιος Γεωργιάδης μετέφρασε από τα Λατινικά το έργο του Γερμανού PLEHN (Πλένιου) ΛΕΣΒΙΑΚΑ και ο Δάσκαλος και ερευνητής της Ιστορίας του χωριού μας, Κώστας Τσέλεκας έγραψε, το « Το χωριό μου η Βρίσα Λέσβου»}, θα εξιστορήσω το πώς τελικά ναυάγησε η «σχεδία» με την οποία αρμένιζα ως «εν αναμονή» Αρχαιολόγος: όταν απολύθηκα, το 1963, από τον στρατό- μετά από δυο χρόνια στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στο Νευροκόπι- απευθύνθηκα στην Διεύθυνση Αρχαιοτήτων που υπαγόταν στην Προεδρία της Κυβερνήσεως, καθ΄ ότι δεν υπήρχε, τότε, Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο ιδρύθηκε αργότερα.
Ο Διευθυντής, όταν άκουσε το αίτημά μου πως επιθυμούσα να διοριστώ σε κάποια Εφορεία Αρχαιοτήτων, έστω, και ως… Επιμελητής Αρχαιοτήτων, με ρώτησε ευγενικά «από ποιον καθηγητή ¨έρχεσθ娻. «Είχα καθηγητή τον Μαρινάτο», απάντησα. «Δεν εννοώ αυτό», μου απάντησε. «Πρέπει, τότε, να έχετε ντοκτορά από την Γερμανία», πρόσθεσε. « Τι είναι αυτό; Όχι. Πριν από ένα μήνα απολύθηκα από τον στρατό»! «Λυπάμαι», μου απάντησε, καταλαβαίνω τον έρωτά σας για την Αρχαιολογία, αλλά δυστυχώς…»!
Γι΄ αυτό, Κύριε Παύλο Τριανταφυλλίδη, σε σας εναποθέτω - εις τας δυσμάς του βίου μου- την ελπίδα μου ότι, έστω, και απόντος εμού, θα αποκτήσει σάρκα και οστά το «όνειρό» μου. Πιστεύω πως ο ΜΑΚΑΡΑΣ ( ο οποίος ίδρυσε « το ιερόν του Θεού εν τη Βρίση» ),ο Βρισέας ( Ιερέας στην Βρίσα) και η θυγατέρα του, η πεντάμορφη Βρισηίδα, μαζί και τον ερωτόπληκτο από τις χάρες της Αχιλλέα θα συναντηθούν -κάποιο βράδυ του Σεπτέμβρη- στο ταβερνάκι, ΑΚΡΩΤΗΡΙ, στον Άγιο Φωκά, παρέα με τον Κoldewey και τον Βρισαγώτη δάσκαλο, Γιάννη Κόντο, που τον συνόδευε κατά την επίσκεψή του στο Ιερόν του Διονύσου, για να συνυπογράψουν την αναπάντητη (ξεχασμένη, πιθανώς, σε κάποιο συρτάρι) επιστολή που έστειλα με email την 8/8/2024, στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου και για να την συνυποβάλουν, εκ νέου, μαζί με τα σέβη τους για το έργο που επιτελείτε και την παράκληση να επιληφθείτε προσωπικά, Κύριε Τριανταφυλλίδη, ώστε να δρομολογηθεί, κάποτε, και το έργο της … «αναστάσεως» ΔΙΟΝΥΣΟΥ του ΒΡΙΣΑΓΕΝΟΥΣ!
Η δημοσίευση της ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ στο επόμενο άρθρο.