
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Τι έγραφε για τους Έλληνες, την πολιτική και τα κόμματα, ο πάντοτε επίκαιρος Εμμανουήλ Ροΐδης.
«Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας…
Ο Έλλην προτιμά, συνήθως, την ομαλοτέραν οδόν, έστω και άγουσαν εις το βάραθρον».
Για το πολιτικό σύστημα.
«Ως οι Ινδοί εις τας φυλάς, ούτω και οι Έλληνες διαιρούνται εις τρεις κατηγορίας: α. εις τους συμπολιτευομένους, ήτοι τους έχοντας κοχλιάριον να βυθίζουσιν εις την χύτραν του προϋπολογισμού.
β. εις τους αντιπολιτευομένους, ήτοι τους μη έχοντας κοχλιάριον και ζητούντας, εν παντί τρόπω, να λάβωσιν τούτο.
Και γ. Εις τους εργαζομένους, ήτοι τους μη έχοντας κοχλιάριον ούτε ζητούντας, αλλ΄επιφορτισμένους να γεμίζουσιν την χύτραν δια του ιδρώτος τους»!
Για τα κόμματα.
«Κόμμα: ομάς ανθρώπων, ειδότων να αναγιγνώσκωσιν και να ορθογραφώσιν, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπό έναν, οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσιν να αναβιβάσωσιν αυτόν, δια παντός μέσου, εις την έδραν του πρωθυπουργού, ίνα παρέχει αυτοίς τα μέσα να ζώσι, χωρίς να σκάπτωσι»!
Τα παλιά και τα νέα «Τζάκια»
Ενδημικό φαινόμενο στην ελληνική πολιτική ζωή είναι η «οικογενειοκρατία», ήτοι η διαχρονική παρουσία στην ελληνική Βουλή των πολιτικών «Τζακιών», όπως είναι γνωστές οι οικογένειες εκείνων των πολιτικών, της οποίας τα μέλη και οι επίγονοι αξιολογούμενοι από τα κόμματα ως επαρκείς και άξιοι,«κληρονομικώ δικαιώματι», έπαιρναν το χρίσμα του υποψήφιου βουλευτή του κόμματος και εκλεγόμενοι με την υποστήριξη των προσκείμενων προς την «οικογένεια» «παραδοσιακών» ψηφοφόρων, ανελάμβαναν- ως συμπολιτευόμενοι ή αντιπολιτευόμενοι- την εκπροσώπηση και εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κομματικής πελατείας τους.
Στην Ιστορία της ελληνικής πολιτικής, από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους , μέχρι και σήμερα, συνεχίζουν οι υιοί και οι θυγατέρες των «πατέρων του έθνους» να διαδέχονται τους «ένδοξους» γενάρχες της πολιτικής οικογένειάς τους, στο βουλευτικό «στασίδι» του Κοινοβουλίου, στον υπουργικό και πρωθυπουργικό θώκο ή στην αναπαυτική και… «γενναιόδωρη» πολυθρόνα κάποιου κρατικού Οργανισμού. Και στην περίπτωση ατεκνίας, η πολιτική κληρονομιά περιέρχεται στους ανεψιούς, στα αδέρφια, στα ξαδέρφια ή και στις συζύγους και « συντρόφους» ( προσφάτως) και η παράδοση της κληροδοτούμενης προγονικής «καθέκλας» στους επιγόνους συνεχίζεται , μέχρι τρίτης και τετάρτης γενεάς!
(Ενα ανέκδοτο, σχετικό με την παράδοση της «παράδοσης και παραλαβής», του πολιτικού αξιώματος από πατέρα στον γιο, είναι αυτό που λέγεται για έναν πολιτευτή του Θεσσαλικού κάμπου: «ένας βουλευτής που συμπλήρωσε μισόν αιώνα στην… «υπηρεσία του λαού», καθήμενος, ανελλιπώς, στα έδρανα της Βουλής, όταν, πλέον, είχε εξαντλήσει το προσδόκιμο της ζωής και δεν μπορούσε ούτε… « καθήμενος να υπηρετήσει τον λαό», αποφάσισε, κατόπιν συμφωνίας με το κόμμα του, να παραδώσει την πολιτική «σκυτάλη» ( ή, κατά τον Ροΐδην, το «κοχλιάριον») στον ανεπάγγελτο υιόν του∙ τον κάλεσε, λοιπόν, όταν ήταν πια ετοιμοθάνατος, και του ανακοίνωσε ότι του αφήνει ως κληρονομιά, τη θέση του στο ελληνικό Κοινοβούλιο και «μερικές χιλιάδες… βόδια». Και όταν ο γιος του έκπληκτος απόρησε για τις «χιλιάδες τα βόδια» που δεν είχε δει ποτέ του, ο πατέρας του, εξοργισμένος για την αφέλεια τού γιου του, απάντησε: «βρε βόδι, τους ψηφοφόρους μου εννοώ, στα χωριά του κάμπου»»!(οι οποίοι με τον ιδρώτα τους γέμιζαν την «Χύτραν του προϋπολογισμού», όπως λέγει ο Ροΐδης∙ και ως «μη έχοντες κοχλιάριον», έτρωγαν σκέτο «σανό»)!
Οι πρώτοι που καθιέρωσαν τον «θεσμό» του «τζακιού» ήταν οι Κοτζαμπάσηδες και οι Μεγαλοπροεστοί, καθώς και μερικοί Φιλικοί και Φαναριώτες που πήραν μέρος στην επανάσταση του 1821. Κατά την επαναστατική περίοδο 1821-1833, πρωταγωνίστησαν στην πολιτική σκηνή ως ηγέτες του αγωνιζόμενου έθνους των Ελλήνων, ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, οι Κοτζαμπάσηδες- Προύχοντες, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Γεώργιος Κουντουριώτης, Ανδρέας Ζαΐμης∙ και το 1828, ο πρώην υπουργός του τσάρου της Ρωσίας, Ιωάννης Καποδίστριας∙ και μετά την δολοφονία του, το 1831, ο αδερφός του Αυγουστίνος Καποδίστριας, μέχρι το 1832.
Κατά την περίοδο της Απόλυτης Μοναρχίας του Όθωνα, 1833-1843, ανέλαβαν ως εντολοδόχοι του βασιλιά την διακυβέρνηση του νεοσύστατου κράτους ο Ιστορικός, Σπυρίδων Τρικούπης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Ιωάννης Κωλέττης και οι Βαυαροί, Κόμης, Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ και Ιγνάτιος φον Ρούντχαρτ. Μετά την επανάσταση του 1843 και την εγκαθίδρυση της Συνταγματικής Μοναρχίας, αφού εκδιώχθηκαν και οι Βαυαροί αξιωματούχοι, τα δημόσια αξιώματα περιήλθαν στις οικογένειες των επαναστατών (Κοτζαμπάσηδων και Προεστών, πολιτικών και στρατιωτικών, κληρικών και λογίων, Φιλικών και Φαναριωτών)∙ πολλοί απ΄ αυτή τη γενιά της Επανάστασης και κάποιοι που είχαν και την εύνοιαν της Αυλής σταδιοδρόμησαν ως πολιτικοί εκπρόσωποι και ηγέτες του ελληνικού έθνους { οι εντόπιοι, μάλιστα, θεσιθήρες, για να αποκλείσουν από τα δημόσια αξιώματα τους«ετερόχθονες» Έλληνες που προέρχονταν από το «εξωτερικό» (Γραμματιζούμενοι, με σπουδές στην «Εσπερία,», Φαναριώτες κ.ά), εισηγήθηκαν στην Βουλή του 1844, την ψήφιση του Νόμου περί «ετεροχθόνων και αυτοχθόνων»}!
Στην περίοδο της Συνταγματικής Μοναρχίας, (επί Όθωνα και Γεωργίου Α΄) από το 1844 έως και το 1910, όσοι διετέλεσαν πρωθυπουργοί προέρχονταν από την γενιά της Επανάστασης του 21, όπως οι :Ανδρέας Μεταξάς, Κωνσταντίνος Κανάρης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Κωλέττης, Γεώργιος Κουντουριώτης, Θρασύβουλος Ζαΐμης, Κίτσος Τζαβέλας, Αντώνιος Κριεζής, Δημήτριος Βούλγαρης∙ ή ήταν άμεσοι απόγονοί τους, όπως οι: Αθανάσιος Μιαούλης, Ιωάννης (Γενναίος) Κολοκοτρώνης, Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Χαρίλαος Τρικούπης, Θεόδωρος Δεληγιάννης, Δημήτριος Ράλλης, Αλέξανδρος Ζαΐμης, Γεώργιος Θεοτόκης.
Από το 1910 με την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου και το νέο πνεύμα που εισήγαγε στην πολιτική ζωή με την ίδρυση του κόμματος των Φιλελευθέρων, μια νέα γενιά πολιτικών, που προέρχονταν από την Αστική Τάξη, πρωταγωνιστεί στην πολιτική σκηνή, τις επόμενες δεκαετίες, με κυρίαρχη την παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, ως πρωθυπουργού, 1910- 15, 1917-20, 1928- 1933,και εθνικού ηγέτη, μέχρι τον θάνατό του,το 1936, τέσσερις μήνες πριν από την οριστική κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και την επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου του 1936,από τον Ι. Μεταξά και τον Γεώργιο Β΄.
( Κατά την περίοδο της κυριαρχίας του Ε.Βενιζέλου και των Βενιζελογενών: Γεωργίου Καφαντάρη, Αλέξανδρου Παπαναστασίου, Θεμιστοκλή Σοφούλη, που διετέλεσαν, πρωθυπουργοί, παρεμβάλλονται και οι πολιτικοί ηγέτες της αντιβενιζελικής παράταξης: την περίοδο του εθνικού Διχασμού, 1915- 1922, ο Δημ. Γούναρης (αρχηγός του «Κόμματος των Εθνικοφρόνων») και πρωθυπουργός του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, και οι Αλ. Ζαΐμης, Δημ. Ράλλης, Σπ. Λάμπρος και Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης∙ και μετά το 1933, ο Παναγής Τσαλδάρης, ιδρυτής του «Λαϊκού Κόμματος», που διαδέχτηκε το κόμμα του Δ. Γούναρη, το 1924, και διετέλεσε πρωθυπουργός, 1932-1933 και 1933- 1835.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, την Κατοχή, την Απελευθέρωση, το 1944,και την λήξη του Εμφύλιου πολέμου, το 1948, από τα πολιτικά κόμματα της περιόδου 1910-1936, προήλθαν οι ιδεολογικοί διάδοχοί τους, που σε γενικές γραμμές ακολούθησαν την πολιτική των γεννητόρων τους: από το Λαϊκό Κόμμα, ο Εθνικός Συναγερμός του Αλέξανδρου Παπάγου, που στη συνέχεια, μετονομάστηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή σε Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (Ε.Ρ.Ε)∙ και από τα Βενιζελογενή Κόμματα, για μια σύντομη περίοδο, η Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου ( ΕΠΕΚ) (1950- 1952 ) του Νικολάου Πλαστήρα, με την οποία συντάχθηκαν το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου και το Δημοκρατικό Κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου και τα οποία, μετά τις εκλογές του 1951- 1952, μετείχαν στην κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα. Μετά τον θάνατο του αρχηγού της ΕΠΕΚ, το 1953, οι εναπομείναντες από την ΕΠΕΚ, υπό το Σάββα Παπαπολίτη συνασπίστηκαν, το 1961, με την Ένωση Κέντρου, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου.
(Συνεχίζεται)