Η αστοχία του αρδευτικού έργου στα «Μάτια» Κάμπου Αντίσσης

25/10/2016 - 14:05

Για την επιτυχία και μακροημέρευση ενός τεχνικού έργου, κατά το σκοπό της δημιουργίας του, χρειάζεται τούτο να χτιστεί σε αδιατάρακτο, σταθερό, κοντολογίς στέρεο έδαφος. Αλλιώς «χτίζεις στην άμμο». Έτσι αργά ή γρήγορα αυτό σωριάζεται ως χάρτινος πύργος.

 

Για την επιτυχία και μακροημέρευση ενός τεχνικού έργου, κατά το σκοπό της δημιουργίας του, χρειάζεται τούτο να χτιστεί σε αδιατάρακτο, σταθερό, κοντολογίς στέρεο έδαφος. Αλλιώς «χτίζεις στην άμμο». Έτσι αργά ή γρήγορα αυτό σωριάζεται ως χάρτινος πύργος.

Ο αείμνηστος καθηγητής μου στο Πολυτεχνείο Γιάννης Παπασταματίου, ο επονομαζόμενος «παππούς» (εκ της αφηγηματικότητάς του στην παράδοση), διδάσκοντάς μας Τεχνική Γεωλογία στο να μη «χτίζουμε στην άμμο», όπως χαρακτηριστικά έλεγε, τόνιζε πως πρέπει πριν αποφασίσουμε να διαθέσουμε έστω και μία δραχμή σ’ ένα έργο, να έχουμε μελετήσει αυτό σφαιρικά. Αν υπάρξει παράβλεψη και πολύ περισσότερο παράλειψη έστω και μιας παραμέτρου του, τότε οι συνέπειες είναι συνήθως μοιραίες και τραγικές.

Έδιδε παραδείγματα πολλών «αστοχιών» (ως λογίως λέγονται τέτοιες καταστροφές), ξεκινώντας απ’ το φράγμα Περδίκ(κ)α στη Μακεδονία. Τούτο κατασκευάστηκε αρχές του ’60. Μετά τα εγκαίνια και την πλήρωσή του με νερό, σούρωσε απ’ τη μια μέρα στην άλλη. «Χάθηκε το νερό στους υπό αυτό υπόγειους οχετούς, που θα είχαν εντοπισθεί αν είχε γίνει η απαιτούμενη έρευνα και ολοκληρωμένη μελέτη, κυρίως διά γεωτρήσεων.

Να φανταστεί κανείς ότι οι κατασκευαστές ήταν Γερμανοί! Αγνόησαν πως η ευρύτερη περιοχή του είναι ασβεστολιθική. Οι ασβεστόλιθοι περιέχουν συνήθως οχετούς, σπήλαια κ.λπ., τα επιστημονικώς αναφερόμενα ως καρστικά έγκοιλα (ο όρος και το πώς αυτά δημιουργούνται εξηγήθηκαν στο άρθρο μου για τα «Αγιάσματα» στο Γαβαθά (ΕΜΠΡΟΣ/«Αιολίας λόγος», 13.09.2016).

Η εκ των Γερμανών αποφυγή δαπάνης μερικών εκατομμυρίων δραχμών για τις ερευνητικές γεωτρήσεις οδήγησε στην «αστοχία» αυτή και στην απώλεια πολλών, πολλών εκατομμυρίων της κατασκευής του. Το κυριότερο, ουδέποτε πια καλύφθηκε η ανάγκη της δημιουργίας του. Για την ιστορία, για 60 τόσα χρόνια το ατυχές αυτό θέμα δεν έχει ακόμα λήξει. Διάβαζα πρόσφατα ότι «οι οικονομικές διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς παραμένουν μέχρι σήμερα ατακτοποίητες». Γερμανοί, βλέπεις, οι οφειλέτες!

Συνήθιζε, τέλος, να μας ερωτά ο καθηγητής αν γνωρίζαμε κάποια «αστοχία» τεχνικού έργου στον τόπο μας. Τότε σχεδόν πρόσφατη ήταν η περιπέτεια της κοινότητας Αντίσσης, η εκ του αρδευτικού έργου «τσιμενταύλακες» απ’ τα «Μάτια» (Κάμπος - Γαβαθάς), που «αλμύρισαν» τα εκεί κτήματα ως σκωπτικά λεγόταν. Το περιέγραψα, προσθέτοντας ότι η περιοχή είναι ασβεστολιθική, κοντά στη θάλασσα. Ο καθηγητής αναγνώρισε το προφανές της «αστοχίας». Αιτιολογία; Η ίδια με αυτήν του φράγματος Περδίκ(κ)α. Καρστικοί οχετοί. Ρώτησε αν είχε γίνει ενδελεχής έρευνα και μελέτη πριν αποφασισθεί το έργο. Μη γνωρίζοντας κάτι, δεν απήντησα.

Περί τίνος πρόκειται; Τη δεκαετία του ’50 αποφάσισε η Κοινότητα να αξιοποιηθεί η πεδιάδα Κάμπου - Γαβαθά (~ 2.500 στρέμματα) αρδεύοντάς την απ’ τα νερά των εκεί δύο πηγών, α) «Τ’φλού» -απ’ όπου σήμερα υδρεύεται το χωριό-, για το ανατολικό τμήμα αυτής, β) «Μάτια», για το δυτικό. Έτσι κατασκεύασαν δίκτυο τεχνιτών αυλάκων (τσιμενταύλακες), ολικού μήκους ~5 χιλιομέτρων.

Τα «Μάτια» είναι ένα φυσικό πηγάδι στην περιοχή Άγιος Γεώργιος. Λεγόταν ότι το νερό του ήταν αστείρευτο. Είχαν τελειώσει οι τσιμενταύλακες της πρώτης και μετά άρχισε η κατασκευή αυτών για τα «Μάτια». Προκειμένου αυτοί να έχουν αλφαδιά, ώστε το νερό να ρέει ομαλά, αλλού κατασκευαζόταν άμεσα στο έδαφος και αλλού κτιζόταν αναλόγου ύψους επίμηκες τοιχίο, στην κορυφή του οποίου κατασκευαζόταν το αυλάκι. Έτσι, χρειάστηκαν μεγάλες ποσότητες τσιμέντου (εξού το όνομα «τσιμενταύλακες»), πολλές χιλιάδες ημερομίσθια και βέβαια μεγάλη χρηματική δαπάνη.

Για να αποφύγω το όποιο λάθος, μίλησα με τον ιδιοκτήτη του κτήματος όπου βρισκόταν το πηγάδι, σήμερα πια υπέρ ενενηκοντούτη. Είπαμε πολλά. Μόνο αρνητικές ήταν οι σχετικές αναμνήσεις του. Τελικά είπε: «Εμείς ξέραμε ότι το νερό ήταν αλμυρό». Πιο παραστατικά αυτό μου το περιέγραψε ο κουνιάδος του, που μεγάλωσε σ’ αυτό το κτήμα: «Όταν ήταν νοτιάς ή είχε άπνοια, το νερό ήταν σχετικά γλυκό, όταν το γύριζε βοριάς, το νερό αλμύριζε».

«Μόνο ζημιές είχα απ’ την υπόθεση αυτή», είπε. Πρόσθεσε δε ότι ήταν άνοιξη όταν έκαναν τις δοκιμές άντλησης και τα νερά έπεφταν στο κτήμα του που το ’χε σπείρει σιτάρι. Τούτο ήταν πάνω στο «δέσιμό» του, αλλά απ’ την αλμύρα του νερού σπυρί δεν «έδεσε». «Έμειναν μόνο οι αράπες της καλαμιάς του», και συμπλήρωσε με παράπονο, «ουδείς με αποζημίωσε».

Όταν άρχισε να λειτουργεί τελικά το μεγάλης σπουδαιότητας αυτό έργο, δεν άργησαν να απογοητευθούν οι κάτοχοι των κτημάτων, που ενόψει της αρδεύσεώς τους τα είχαν καλλιεργήσει με ξεχωριστή επιμέλεια. Αρχικά είδαν τις καλλιέργειες να «μαραζώνουν» και τελικά τα φυτά (μελιτζανιές, ντοματιές κ.ά.) ξηράθηκαν με τον καρπό μαζί.

Το αίτιο, απλό. Το γλυκό νερό (απ’ τη βροχή) το εντός της παλαιάς γεωλογικής εποχής οχετού εκβάλλει υποθαλάσσια μεταξύ νησιού Γαβαθά και Ανεμογ(β)ουνίου (στο προαναφερόμενο άρθρο μου εξηγώ σχετικά). Πολλοί συγχωριανοί μού είπαν ότι μετά την «αστοχία» ρίχθηκε μπογιά στο πηγάδι και η θάλασσα χρωματίσθηκε στην εκβολή του οχετού. Με την άντληση, τέλειωσε το γλυκό νερό και, μετά εκ της εξ αυτής υποπιέσεως, γινόταν άντληση θαλασσινού νερού.

Η ερώτηση που γεννάται είναι η εξής: Αφού ήταν γνωστό πως το νερό του πηγαδιού αυτού ήταν αλμυρό, ποιος μελετητής έκανε ποια μελέτη και έδωσε το «καλώς έχειν» για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο δαπανηρό έργο;!

Τελικά και η αξιοποίηση των τσιμενταύλακων του «Τ’φλού» δεν μακροημέρευσε. Λίγα χρόνια μόνο χρησιμοποιήθηκαν αυτοί και ατυχώς μετά αχρηστεύτηκαν. Τούτο γιατί διατίθεντο πια φτηνά μοτόρια στο εμπόριο και ο κάθε ιδιοκτήτης χωραφιού άνοιξε δικό του πηγάδι. Το κυριότερο όμως, εκ της μετανάστευσης που είχε αρχίσει τότε μαζικά, έφυγαν τα φτηνά εργατικά χέρια.

Το έργο στα «Μάτια» θα αποτελεί μνημείο ανεγκέφαλης απόφασης (εφόσον δεν υπήρξε επιστημονική μελέτη, ακόμα χειρότερο βέβαια αν υπήρξε). Θα μαρτυρούν δε οι τσιμενταύλακές του, που θα υπάρχουν και ως δύσμορφα φίδια θα «σέρνονται» ανά τους αιώνες εκεί που βρίσκονται, ότι η έλλειψη απλής λογικής τούς δημιούργησε.

Η αχρήστευση και των τσιμενταύλακων του «Τ’φλού», ως εξήγησα, ιστορικά ίσως μπορεί να αποτελεί κάποιο άλλοθι, που δικαιολογεί την ύπαρξη και αυτών απ’ τα «Μάτια».

 

* Ο Τάκης Χαραλ. Ιορδάνης (Ph.D.) είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Προβληματισμού & Παρέμβασης για την ανάπτυξη της Λέσβου «Πιττακός ο Μυτιληναίος», τ. διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Βιομηχανίας Όπλων και τ. πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλ. Μεταλλειολόγων Μηχανικών.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey