Εκκλησία και κοινωνία στην Τουρκοκρατία (Μέρος Β΄)

06/11/2015 - 14:54

Γράφαμε πριν από δεκαπέντε ημέρες σε αυτήν εδώ τη στήλη ορισμένες ιστορικές πραγματικότητες σχετικά με τη θέση της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής του ελλαδικού χώρου και κατά επέκταση και του νησιού μας. Σε αυτές τις σκέψεις μας πρέπει να προσθέσουμε και το επίσης σημαντικό στοιχείο της αποδοχής της ως οιονεί πολιτικού παράγοντα εκ μέρους των Οθωμανών.

Γράφαμε πριν από δεκαπέντε ημέρες σε αυτήν εδώ τη στήλη ορισμένες ιστορικές πραγματικότητες σχετικά με τη θέση της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής του ελλαδικού χώρου και κατά επέκταση και του νησιού μας. Σε αυτές τις σκέψεις μας πρέπει να προσθέσουμε και το επίσης σημαντικό στοιχείο της αποδοχής της ως οιονεί πολιτικού παράγοντα εκ μέρους των Οθωμανών.

Δηλαδή αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο ικανότατος και πανέξυπνος σουλτάνος Μεχμέτ (Μωάμεθ) Β΄ ο Πορθητής ανάμεσα στις πρώτες κινήσεις του ενέταξε και την πλήρωση του οικουμενικού θρόνου της Πόλης, που ήταν ακέφαλος, με τον τελευταίο πριν από την άλωση πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο να έχει αποσυρθεί στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου των Σερρών. Αυτόν τον πρώην πατριάρχη λοιπόν αποκατέστησε και πάλι στο αξίωμα του οικουμενικού πατριάρχη, πράξη με την οποία έχει συναφθεί και η θρυλούμενη παροχή προνομίων στην ορθόδοξη Εκκλησία.

Πρέπει όμως να σταθούμε λίγο στην κίνηση αυτή του σουλτάνου, δεδομένου ότι στην αντίληψη, ίσως, των αναγνωστών δε φαίνεται να αποτελεί μια ομαλή εξέλιξη, αφού οι μουσουλμάνοι θεωρούνται -χωρίς στην ουσία αυτό να αποδεικνύεται πειστικά- ως οι κυριότεροι διώκτες του χριστιανισμού.

Όπως λοιπόν και να εξετάσουμε τα πράγματα, η πράξη αυτή αποτελεί στην ουσία την αναγνώριση της χριστιανικής Εκκλησίας ως ενός αξιόπιστου εκπροσώπου του γένους των ραγιάδων χριστιανών. Ή, να το πούμε ακόμα πιο απλά: ο σουλτάνος Μωάμεθ βρήκε έναν έτοιμο μηχανισμό εξουσίας, την οργανωμένη Εκκλησία, την οποία έχρισε ως πολιτική εξουσία των χριστιανών, αφού μέσω αυτής θεώρησε ότι μπορεί να εξυπηρετήσει το εξουσιαστικό πλέγμα που σκεπτόταν να εγκαθιδρύσει και όντως εγκατέστησε.

Εφεξής, λοιπόν, η Εκκλησία με την κεντρική οργάνωσή της -το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πλαισιωμένο και από τα άλλα πατριαρχεία της Ανατολής- και το δίκτυο της περιφερειακής οργάνωσής της σε μητροπόλεις, αρχιεπισκοπές, επισκοπές, θα αποτελέσει το μόνο πραγματικό οργανωμένο πυρήνα εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας. Κατά συνέπεια, μέσω αυτού η οθωμανική διοίκηση θα απαιτήσει τις φορολογικές καταβολές, τη συμμόρφωση στην κεντρική διοίκηση, τη διακίνηση εντολών που αφορούσαν τους χριστιανούς ραγιάδες.

Παράλληλα, όμως, την Εκκλησία θα καταστήσει άμεσα υπεύθυνη για τυχόν στασιαστικές ενέργειες ή άλλες πράξεις ανυπακοής και τα στελέχη της Εκκλησίας είναι οι πρώτες ανθρώπινες υπάρξεις εναντίον των οποίων θα στραφούν οι Οθωμανοί σε πράξεις αντιποίνων και καταστολής ενεργειών, που αμφισβητούσαν την εξουσία τους είτε σε πολιτικό είτε σε οικονομικό ή άλλο επίπεδο.

Τα παραδείγματα είναι πυκνά και βέβαια η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό, όταν θα πραγματοποιηθεί ο απαγχονισμός του οικουμενικού πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ αλλά και άλλων σημαινόντων ιεραρχών καθώς και η ομηρία πολλών περιφερειακών μητροπολιτών (Πελοποννήσου, Χίου κ.λπ.) ώστε να αποτραπεί η επέκταση και διάδοση της επαναστατικής δράσης.

Αφού μοιραία και το παρόν σημείωμά μας θα περιοριστεί σε γενικές θεωρήσεις και εκτιμήσεις για τη μελέτη της θέσης της Εκκλησίας εντός της αυτοκρατορίας των Οθωμανών, δεν πρέπει να παραβλέψουμε και έναν άλλο παράγοντα που προϋπήρχε αλλά ενδυναμώθηκε -και αυτός- κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής. Αναφέρομαι στον πυκνό πλέγμα μοναστηριών που καλύπτει σύμπαντα τον ελλαδικό χώρο αλλά και τη Μ. Ασία καθώς και άλλες περιοχές των Βαλκανίων όπου υπήρχαν χριστιανικοί πληθυσμοί.

Βέβαια, μοναστήρια υπήρχαν και κατά τη βυζαντινή περίοδο και μάλιστα αποτελούσαν οργανωμένα σύνολα με ευρύτατες δικαιοδοσίες. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής εκατοντάδες νέα μοναστήρια θα πλαισιώσουν τα προϋπάρχοντα και κυρίως θα αναδειχθούν σε πολύ αξιόλογες μονάδες μιας άλλης εκδοχής της εκκλησιαστικής εξουσίας, δεδομένου ότι τα περισσότερα από αυτά αποκτούσαν την απευθείας εξάρτησή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (σταυροπηγιακά μοναστήρια) και κατά συνέπεια τον άλλο πόλο εξουσίας έναντι αυτής του τοπικού μητροπολίτη.

Το πράγμα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή έτσι είχαν τη δυνατότητα να αναδεικνύονται σε αυτοδύναμες κοινότητες οργανωμένης ζωής, η οποία πέρα από τη λατρεία του θεού δε σήμαινε και την πλήρη απόσυρση από τα εγκόσμια, όπως φαινομενικά το πράγμα αφήνει να εννοηθεί τουλάχιστον σε δογματικό επίπεδο. Αντίθετα, η καλλιέργεια κτημάτων, η ενσωμάτωση σε αυτά ανθρώπων που εργάζονταν για τα μοναστήρια, η επαφή με την τοπική οικονομία θα αναδείξουν τα μοναστήρια σε μια οικονομική οντότητα, που επηρέαζε και επηρεαζόταν άμεσα και έμμεσα τουλάχιστον από τις τοπικές κοινωνίες.

Το παράδειγμα της λεσβιακής μονής του Λειμώνος, που ιδρύθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα, νομίζω ότι εξεικονίζει με τον πλέον πειστικό τρόπο τη λειτουργία ενός μοναστηριού κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ωστόσο, για όλα αυτά θα εξακολουθήσουμε να γράφουμε και σε επόμενα σημειώματά μας.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey