
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Εγγύς Ανατολή! Τόσο, ώστε αρκεί ένα φτηνό εισιτήριο για να σε μεταφέρει στα απέναντι παράλια! Πέμπτη πρωί επικρατεί το αδιαχώρητο στο τελωνείο! Εννοείται ότι η γειτονική μας χώρα δεν τα πηγαίνει καλά με την οργάνωση!
Εγγύς Ανατολή! Τόσο, ώστε αρκεί ένα φτηνό εισιτήριο για να σε μεταφέρει στα απέναντι παράλια! Πέμπτη πρωί επικρατεί το αδιαχώρητο στο τελωνείο! Εννοείται ότι η γειτονική μας χώρα δεν τα πηγαίνει καλά με την οργάνωση!
Το ταξί είναι άσπρο, γράφει από πάνω Dolmuz ή κάτι παρεμφερές. Κοστίζει μόνο ένα ευρώ κάθε μεταφορά. Στριμώχνεσαι σε ένα μικρό βανάκι με άλλους πέντε, εδώ δεν κινδυνεύεις μάλλον να σου κόψει κλήση ο τροχονόμος. «Μοσχονήσι», λέω, «Α, Τσούντα» (ή κάτι τέτοιο) μου απαντά, οι περισσότεροι καταλαβαίνουν ελληνικά άλλωστε. Φτάνουμε σε πέντε λεπτά. Σ’ ολόκληρη τη διαδρομή παρατηρώ: σπίτια ελληνικής αρχιτεκτονικής των αρχών του περασμένου αιώνα, παραμορφωμένα από πρόσθετα φουρούσια, σιδεριές, άσπρα, αλουμινένια πορτοπαράθυρα, σκούρα πράσινη πέτρα στις αυλές κι απίστευτα πολλές ετερόκλητες πλαστικές γλάστρες…
Διασχίζουμε την αγορά με κατεύθυνση την εκκλησία των Ταξιαρχών, που σήμερα έχει μετατραπεί σε … ναυτικό μουσείο.
Η εξωτερική περίμετρος της περιοχής είναι περιποιημένη, μόλις στρίψω αριστερά στα σοκάκια… οι δρόμοι πέτρινοι και λερωμένοι από τις ακαθαρσίες των ζώων, μου θυμίζουν απομακρυσμένο χωριό των πρώτων παιδικών μου χρόνων.
Ζέστη και φτώχεια, βρόμικα παιδάκια, μυρωδιές από τις κουζίνες, ένα μίνι παζάρι έξω από την εκκλησιά. Παναμαδάκια ειδική προσφορά μόλις για 10 λίρες, δηλαδή περίπου 3 ευρώ! Η ζέστη τέχνας κατεργάζεται! Στον περίβολο μια αρχαία Τουρκοκρητική έχει μετατρέψει την αυλή της σε ταβέρνα, απαγγέλει στιχάκια και λέει ιστορίες, λίγο από πατριωτισμό, κάτι για να βγαίνει ο επιούσιος.
Ένιωσα απέραντη συγκίνηση περνώντας τον προθάλαμο της εκκλησίας: δεν πήρα τα μάτια μου από την τοιχογραφία τού Γαβριήλ, μάτια γεμάτα δάκρυα από την ανακούφιση μιας συνάντησης που λες κι ήταν ειμαρμένη να λάβει χώρα.
«Τι λουλούδι είναι αυτό;», ρωτώ στο ταξί της επιστροφής. «Κρίνος». «Τι να τον κάνει τον κρίνο ο Αρχάγγελος;» «Για κούνα το κεφάλι σου!»
Αϊβαλί την Πέμπτη σημαίνει παζάρι κατά μήκος όλης της μεγάλης αγοράς, που η κολλητή μου επιμένει να το διασχίσουμε, ανασκάπτοντας επιμελώς κάθε πάγκο. Χαζεύω τρελά στις υπαίθριες αγορές, αλλά ποτέ μου δεν κατάφερα να αγοράσω κάτι.
Με εξαίρεση τα χύμα μπαχαρικά στα λαχανάδικα. Με ζάλισαν οι μυρωδιές και τα χρώματα. Αγόρασα πάπρικα σε πέντε διαφορετικά χρώματα. Και κάρυ και κουκουνάρι και κύμινο. Αγοράσαμε και φίνα βαμβακερά σεντόνια από ένα επώνυμο μαγαζί της αγοράς, δική μου ανακάλυψη αυτό, φάγαμε κοτόπουλο με κους-κους σε αρωματική σάλτσα κι ήπιαμε τσάι ζεστό μέσα στην κάψα του μεσημεριού στον Κανέλλο, απολαμβάνοντας τη δροσιά της θάλασσας.
Τελευταίο στριμωξίδι στον τελωνειακό έλεγχο. Κόσμος από δύο καραβάκια άπλωνε τις αγορές του πάνω στον πάγκο: κάπου εκεί με διαγκώνισε, τσαλαπατώντας με, ένας πάτερ με το καλυμμαύκι του, που διαπληκτίστηκε οικτρά με τους τελωνειακούς για δυο κούτες τσιγάρα! Θυμήθηκα τα μάτια τού Γαβριήλ. Το καθαρό του βλέμμα δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.
Ο πάτερ πάλι διαφεντεύει το σαρκίο του. Ανάμεσά τους, οι πιστοί, οι άθεοι κι οι δοκιμαζόμενοι.
Φορτώνω τις σακούλες στο βρόμικο Βρούτο, παρκάρω στα Τσαμάκια. Ο ήλιος έχει βασιλέψει. Κάνω ένα μακροβούτι στα ήρεμα νερά της θάλασσας.
Το νερό με αναζωογονεί, παίρνει μαζί του τον ιδρώτα, την κούραση, τη νύστα. Σε ελεύθερο ύπτιο μέσα στη θάλασσα αναρωτιέμαι τι με ενώνει και τι με χωρίζει με την απέναντι στεριά. Βρίσκω τις απαντήσεις. Βγαίνω από τη θάλασσα, περασμένες δέκα, οι πρώτοι θαμώνες έχουν ήδη πάρει θέση για ποτό στα τραπεζάκια. Το καλοκαίρι φοράω συνήθως ένα παρεό στα βαθιά χρώματα της Ανατολής. Επιστροφή στο αυτοκίνητο και στο σπίτι που μας φιλοξενεί.
Αργά το βράδυ στην προκυμαία, ανακαλύπτω, κοιτάζοντας και πάλι τη σκοτεινή θάλασσα, πόσο καλομαγειρεμένη είναι η μανέστρα με πορτσίνι και μανιτάρια, πόσο ταιριάζει η σάλτσα γιαουρτιού με το κοτόπουλο και πόσο πολύτιμο μπορεί να είναι το παγωμένο άσπρο κρασί.
Γεννήθηκα σε μια πατρίδα που πατά σε δυο βάρκες. Έχω σταθεροποιήσει το πόδι μου στη μια, αλλά ποτέ δεν αποφασίζω να το αποσύρω από την άλλη.