
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ράθυμη και πλαδαρή, υπνωτισμένη μάγισσα, θαρρείς, η χειμωνιάτικη θάλασσα, άστραφτε πολύχρωμη κι αγκάλιαζε το χλομιασμένο ήλιο, που αποχαιρετούσε το εφήμερο βασίλειό του, όταν ένα στεριανό αεράκι, σαν χάδι, ανέμιξε τα μαλλιά της Αντρομάχης, εκεί στην άκρα του πεζουλιού που αρματώναμε το παραγάδι.
Ράθυμη και πλαδαρή, υπνωτισμένη μάγισσα, θαρρείς, η χειμωνιάτικη θάλασσα, άστραφτε πολύχρωμη κι αγκάλιαζε το χλομιασμένο ήλιο, που αποχαιρετούσε το εφήμερο βασίλειό του, όταν ένα στεριανό αεράκι, σαν χάδι, ανέμιξε τα μαλλιά της Αντρομάχης, εκεί στην άκρα του πεζουλιού που αρματώναμε το παραγάδι.
- Ψαροβραδιά, μπαμπά. Θα το ξενυχτήσουμε απόψε, μου λέει.
- Πάμε γρήγορα προτού αλλάξει ο καιρός.
- Δε δολώσαμε όλα τ’ αγκίστρια…
- Δεν πειράζει. Θα δολώνουμε και θα τα στέρνουμε στ’ ακρόκυμα.
Πεταχτήκαμε απάνω, αρπάξαμε λουξ, πανέρα με παραγάδι μισαρμάτωτο, δολώματα, ψαροκλωστές, ένα ατσαλoμάχαιρο αρχαίο, μια καλαθούνα για τη μελλούμενη σοδειά μας και με τις σαγιονάρες κι ένα ποτισμένο αρμύρα παντελόνι κινήσαμε για τη χαλικιένια ακρογιαλιά.
Είχε σουρουπώσει για καλά άμα φτάξαμε, ίσα που ξεχωρίζαμε τα ψαροσύνεργά μας, κι ο άνεμος, γιατί το αεράκι άνεμος είχε γενεί, δε μας άφηνε περιθώρια για χασομέρια. Να προλάβουμε έπρεπε τα διαβατάρικα ψάρια.
Διακρίναμε κι ένα κοπάδι μελανούρια να αφροδιαβαίνουν και να μας προκαλούν στον Δαρβινικόν αγώνα, κι η χαρά μας στο κατακόρυφο, που απόψε θα γιομίζαμε την καλαθούνα ψάρια. Μα ως είχαμε λησμονημένη τη ρήση πως ο ψαράς κι ο κυνηγός δεν πρέπει να καυχώνται για τη σοδειά τους από τα πριν γιατί γρουσουζεύει το πράμα, σταμάτησε η Αντρομάχη το δόλωμα κι έδειξε πέρα, στο πέλαγος, ένα ψαροκάικο και μέσα τον ψαρά μόλις να διακρίνεται, με ένα πανί δεμένο σε κοντάρι σα λάβαρο επανάστασης να το κουνάει απάνω - κάτω, δεξά και ζερβά και ν’ ανεμίζει στον αγέρα που φρεσκάρισε κι εγίνηκε τώρα μπουρίνι δυνατό.
Θαρρέψαμε πως κάποιον εχαιρέταγε, μα παράξενο φαινόταν. Και τα μελανούρια είχανε πέσει με τα μούτρα στα δολωμένα αγκίστρια και η μάνα του παραγαδιού να τρέμει από το σπαρτάρισμά τους.
Αποφασίσαμε να τραβήξουμε όξω το παραγάδι, να μαζώξουμε τα αγκιστρωμένα ψάρια και να το ξαναρίξουμε, μα ήρθε αμυδρά στ’ αυτιά μας ο βουκολικός υπόκωφος ήχος που τρυπά τον αγέρα, σα φυσάει, με το δικό του τρόπο ο ψαράς άμα κιντυνεύει, μέσα στη μεγάλη κοχύλα. Καταλάβαμε, κοιταχτήκαμε, ρίξαμε μια πέτρα στο πανέρι με το παραγάδι κι άλλη μια στην καλαθούνα με τα σύνεργα μην τα πάρει ο αγέρας που όλο και δυνάμωνε, παίξαμε μια φωτοβολίδα να μας δει ο ψαράς που κιντύνευε, βάλαμε τα πόδια μας στον ώμο και ξέπνοοι φτάξαμε στο κοντινό μας λιμάνι.
Γνωστές οι βάρκες των συγχωριανών, πηδήξαμε στην «Αργώ» που πάντα ξεκλείδωτη είναι, βάλαμε μπρος τη μηχανή, βρεθήκαμε στο πέλαγος με τα γκάζια πατημένα και το μπουρίνι να φυσομανά προς τη μεριά της Σαρντηνίας. Ξεκρίναμε την άλλη βάρκα, παλέψαμε με τα κύματα, πλησιάσαμε, ήτανε ο αιώνια επιπόλαιος Στεφανογιώργης που όλο παραμελεί τα στοιχειώδη και καλούσε σε βοήθεια με την παράξενη σημαία που ήτανε η πουκαμίσα του δεμένη στην καμακιέρα.
Γρήγορα χέρια, τον δέσαμε, τον σύραμε, τον βγάλαμε στο λιμάνι κι ήτανε σαν το λεμόνι κίτρινος, σαν το σαργό τρεμάμενος. Του δώκαμε ένα φλασκί νερό κι ένα με τσικουδιά, ήδιασε το δεύτερο, ήπιε και δυο γουλιές νερό, συνέφερε, μας διηγήθηκε τα κατορθώματά του.
- Μου τέλεψε η μπεζίνα, κοπέλια.
- Και έριξες άγκυρα;
- Όι. Επαέ στο λιμάνι την έχω.
- Πώς και δε σε πήρε το μπουρίνι.
- Στα δίχτυα κρατιόμουνα. Μια τα έσερνα και μια τα αμόλαγα να μένω στον ίδιο τόπο.
- Όμως ‘κόμα λίγο και θα σε κλαίγαμε.
Σοβάρεψε τότες αυτός, μας φχαρίστησε κι υστερνά, ως έδενε τη βάρκα του στην άγκυρα και το μόλο, έβαλε κάτι γέλια, να σκάσει.
Φύγαμε κι εμείς, γυρίσαμε στο παραγάδι μας, δεν υπήρχε τίποτα.
Την παράλλη, πρωινές ώρες, σα γυρνάγαμε μεθυσμένοι απ’ το γλέντι που είχε στήσει αποβραδίς ο Στεφανογιώργης να γιορτάσουμε τη σωτηρία του, βρήκαμε στην Καταβάθρα μεριά την πανέρα σπασμένη κι ένα κουβάρι καμωμένα ψαροκλωστές, αγκίστρια, φελά και βαρίδια. Και βάλαμε κάτι γέλια, μα τι.
Α. Μας έταξε ο Καναρινάς πως δεν ξαναβγαίνει μηδέ για βόλτα αν δεν έχει όλα τα πρεπούμενα για την ασφάλειά του εργαλεία.