
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Το πρώτο θεατρικό έργο της Ρηνιώς Κυριαζή, που παίζεται σε σκηνοθεσία του Νίκου Φλέσσα στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, κυκλοφόρησε και σε βιβλίο.
Το πρώτο θεατρικό έργο της Ρηνιώς Κυριαζή, που παίζεται σε σκηνοθεσία του Νίκου Φλέσσα στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, κυκλοφόρησε και σε βιβλίο.
«Η Μεγάλη Άρκτος» ξεκινάει από μια σχέση που τελειώνει γιατί «οι πόρτες τις νύχτες τρίζουν και κάτω από τα πατώματα των σπιτιών μας τρέχει νερό». Στη διαδρομή της, η Όλγα συναντά ηρωίδες της τραγωδίας και παλιές γυναίκες που θρηνούν, καθώς και τον άντρα της ιστορίας της χαμένο σε εφιάλτες.
Τέσσερις γυναίκες ηθοποιοί, τέσσερα κομμάτια της ίδιας γυναίκας σε διαφορετικούς χρόνους, συναντούν η μία την άλλη, τραγουδούν η μία στην άλλη, ελευθερώνουν η μία την άλλη και προσκαλούν τον άντρα σ’ ένα ανάστροφο οδυσσειακό ταξίδι στη θάλασσα μέσα μας.
Σε μια εποχή όπου νιώθουμε όλοι φάλτσοι, η μουσική, για τη Ρηνιώ Κυριαζή, «δεν είναι οι νότες, είναι οι ιστορίες μας, οι αγάπες, τα σώματα, οι λίμνες και οι θάλασσες μέσα μας».
Το έργο κινείται ανάμεσα στα λημέρια της προφορικής παράδοσης και του σύγχρονου μονολόγου, καθώς η ηρωίδα της, σπασμένη σε κομμάτια, αναζητά τη φωνή της μέσα από την κραυγή, το θρήνο και το μοιρολόι. Η «Μεγάλη Άρκτος» μιλά για άυλες ηρωίδες, για ανάσες που κονταίνουν και για το τι συμβαίνει όταν οι λέξεις χάνουν το νόημά τους.
Μικρό δείγμα γραφής:
«ΟΝΕΙΡΟΥΛΑ: Ρούλα!
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Ρούλα; Από τι;
ΟΝΕΙΡΟΥΛΑ: Ρούλα... απ’ το... Ονειρούλα... για μένα δεν υπάρχει χρόνος...
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ: Τι εννοείτε;
ΟΝΕΙΡΟΥΛΑ: Για μένα δεν υπάρχει χρόνος... δεν υπάρχει τώρα... όλα συμβαίνουν τώρα, όλα τα πριν συμβαίνουν τώρα... δε βγαίνω από το σπίτι -δεν μπορώ- γιατί όλα συμβαίνουν τώρα, όλα τα πριν συμβαίνουν τώρα... καθώς περπατάω, περπατάω, βλέπω τα μέρη απ’ όπου πέρασα και βλέπω τις στιγμές που πέρασαν σα να ‘ναι τώρα... κάνω ένα βήμα και πηγαίνω εκεί που πήγαινα... εκεί που ήμουνα... γι’ αυτό διαλέγω πάντα άλλες καινούριες διαδρομές, αλλά και σ’ αυτές τις νέες διαδρομές πάντα κάτι θα συμβεί που θα μ’ αρπάξει, όπως μια λέξη που θα ακούσω, μια μυρωδιά, ένα χρώμα και πάλι θα ‘ναι σαν τότε και ποτέ σαν τώρα... στέκομαι τότε μπροστά από τη μυρωδιά και την κοιτάω, δεν ξέρω πού να πάω, οι φίλοι που έμεναν σ’ αυτήν τη γειτονιά δε μένουν πια, άλλοι φύγαν άλλοι πεθάναν, ο αγαπημένος δε μου ανοίγει πια και μένω... μένω ακίνητη για πάντα... ώσπου να μου μιλήσει κάποιος, να με σκουντήξει κάποιος, να πέσει πάνω μου βροχή ή χιόνι...»