
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
ΜΕΡΟΣ Β΄
Του Αναστάσιου Γ. Ρούσση Κοινωνιολόγου - Εγκληματολόγου
Τα φαινόμενα κοινωνικής βίας όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο εμφανίζονται συχνότερα και με μεγαλύτερη ένταση. Κυρίαρχα στοιχεία στην κοινωνική δραστηριοποίηση είναι η επίτευξη της ατομικής υλικής ευημερίας, η ανταγωνιστική λογική και ο ατομικισμός. Με αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά στο σύστημα οργάνωσης και λειτουργίας των σύγχρονων κοινωνιών, σε συνδυασμό και με την χρησιμοποίηση της γυναίκας για την προώθηση του καταναλωτισμού με σεξιστική οπτική, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ανθρώπινη υπόστασή της και τα δικαιώματα της στο πλαίσιο της ισότητας των φύλων, είναι ερμηνεύσιμη και η ενδοοικογενειακή βία σε μεγάλο βαθμό. Επίσης, είναι αναμενόμενη γενικότερα η βία στο σχολείο με τον εκφοβισμό, που ασκείται για την ανάληψη του ψευδο - ηγετικού ρόλου ή την αποκόμιση υλικού οφέλους, αφού στην πραγματικότητα δεν επιτυγχάνεται μία ουσιαστική κοινωνική ενσωμάτωση με βασικό εργαλείο τις κοινωνικές αξίες, που προωθούν την ενσυναίσθηση και τον κοινωνικό διάλογο ως βασικό εργαλείο για τον ορθολογισμό και το κοινωνικό συμφέρον στη βάση της επίλυσης των διαφορών. Το ίδιο συμβαίνει και με την ανάπτυξη βίαιων στάσεων γενικότερα στις κοινωνίες, οι οποίες δρομολογούνται από την διαφθορά, τις συνεχώς διευρυνόμενες ανισότητες και την αυξανόμενη αίσθηση που δημιουργείται για την μη ύπαρξη κοινωνικής δικαιοσύνης. Στο ίδιο μήκος κύματος θα μπορούσαμε να πούμε ότι κινείται και η αδυναμία οικοδόμησης δημοκρατικού διαλόγου στις τοπικές κοινωνίες με στόχο την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η έλλειψη δομών της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες στο πλαίσιο διαλόγου με το πολιτικό σύστημα θα εκφράσουν την ανάγκη υπέρβασης των ανισοτήτων και γενικότερα των κοινωνικών ανισορροπιών, είναι εμφανής.
Για την υπέρβαση αυτών των συνθηκών, οι οποίες παράγουν βία σε πολλά επίπεδα, από το ενδοοικογενειακό μέχρι το σχολικό και το πολιτικό, καθώς και την προώθηση της αναίρεσης των γενεσιουργών αιτίων πρέπει να αναληφθούν οι κοινωνικές ευθύνες τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο, ώστε να ληφθούν άμεσα οι αναγκαίες αποφάσεις οι οποίες θα αλλάξουν τον προσανατολισμό στην διαχείριση της δυναμικής της εξέλιξης αλλά και στην λειτουργία των τοπικών κοινωνιών με την προώθηση της ενεργοποίησης των πολιτών στις δομές της κοινωνίας πολιτών και την έναρξη διαλόγου με το πολιτικό σύστημα. Θεωρούμε ότι, πολύ σημαντική παράμετρος της αντιμετώπισης της κοινωνικής βίας αποτελεί η υπέρβαση της μονοδιάστατης οπτικής της αυστηροποίησης της νομοθεσίας, ενώ ιδιαίτερο βάρος και προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην πρόληψη για τη δημιουργία κοινωνικών συνθηκών, οι οποίες προωθούν την οικοδόμηση της κοινωνικής συνείδησης και ενσυναίσθησης και αποδυναμώνουν τις βασικές παραμέτρους γέννησης, αναβίωσης και επέκτασης όλων των μορφών κοινωνικής βίας στο εσωτερικό της κοινωνίας. Άλλωστε, η απάντηση μιας φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτείας δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά και μόνον κατασταλτική. Επίσης, θεωρούμε ότι είναι ανάγκη να δοθεί κυρίως μέσα από μια ουσιαστικά αναβαθμισμένη σε όλα τα επίπεδα της παιδείας, που θα αναδεικνύει τις αξίες της δημοκρατίας και του πολιτισμού. Επιπρόσθετα, η πολιτεία οφείλει να επικεντρώσει την προσοχή της στις γενεσιουργές αιτίες του φαινομένου - και όχι στα συμπτώματα - με απώτερο σκοπό την κατάρτιση μιας αποτελεσματικής στρατηγικής για τη συνολική αντιμετώπιση του φαινομένου που θα βασίζεται σε δύο (2) βασικούς άξονες :
(α) Μηδενική ανοχή σε κάθε μορφή κοινωνικής βίας, δεδομένου ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων είτε απουσιάζει παντελώς η εφαρμογή του νόμου είτε η επιβαλλόμενη ποινή είναι μικρότερης σημασίας για τον δράστη, γεγονός που οδηγεί στην εμπέδωση ενός κλίματος ατιμωρησίας. Η ατιμωρησία όμως συμβάλλει καθοριστικά στη διαιώνιση της βίας με κίνδυνο τον εθισμό της κοινωνίας στη βία, ενώ η εφαρμογή του νόμου συμβάλει αποδεδειγμένα στη γενική και ειδική πρόληψη του εγκληματικού φαινομένου, και
(β) Θεσμικές δομές πρόληψης της κοινωνικής βίας, με την υιοθέτηση των αναγκαίων θεσμικών παρεμβάσεων για τον περιορισμό του φαινομένου. Για παράδειγμα, στο Ηνωμένο Βασίλειο λειτουργούν ειδικές υπηρεσίες στους δήμους για την αντιμετώπιση της κοινωνικής βίας. Οι υπηρεσίες στελεχώνονται με κοινωνικούς επιστήμονες, εκπροσώπους της αστυνομίας, των σχολικών κοινοτήτων και των αρμοδίων κρατικών φορέων, με αποστολή την ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών, καθώς και την υλοποίηση στοχευμένων δράσεων για την υποστήριξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Προς αυτή τη θετική κατεύθυνση θα μπορούσε να πει κανείς ότι κινείτε και η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Κοινωνικής Ένταξης, κυρίως μέσα από τις κατευθύνσεις που έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, θέτοντας ως βασικά ζητήματα - στόχους : (α) Την πρόσβαση στην απασχόληση, (β) την κοινωνική προστασία και η πρόσβαση στις βασικές υπηρεσίες, (γ) τη μετανάστευση και την ένταξη των μεταναστών, και (δ) την κοινωνική ένταξη και η καταπολέμηση των διακρίσεων.
Με τη σειρά του, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης έχει υιοθετήσει μία σύνθετη διαδικασία σχεδιασμού Εθνικής Στρατηγικής Κοινωνικής Ένταξης ( από Ιανουάριο του 2013 για πρώτη φορά για τα δεδομένα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής προστασίας), δίνοντας την σκυτάλη της στις Περιφερειακές Στρατηγικές Κοινωνικής Ένταξης.
Τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα από την εφαρμογή της Περιφερειακής Στρατηγικής στο Βόρειο Αιγαίου για την Κοινωνική Ένταξη και την Καταπολέμηση της Φτώχειας και τον Κοινωνικό Αποκλεισμό, διά μέσω της θεσμικής λειτουργίας του Παρατηρητηρίου Κοινωνικής Ένταξης και Συνοχής που λειτουργεί από το 2020, αναμένονται με ιδιαίτερο θετικό πρόσημο και αυτά είναι η μείωση του αριθμού των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, η μείωση του αριθμού των παιδιών που απειλούνται από τη φτώχεια, η πρόληψη και αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού ευπαθών ομάδων πληθυσμού, η πολιτισμική, κοινωνική και οικονομική ενσωμάτωση περιθωριοποιημένων κοινοτήτων, η δημιουργία νέων και η υποστήριξη των υφιστάμενων Κοινωνικών Επιχειρήσεων στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, η ανάσχεση των εμποδίων παρέμβασης σε υπηρεσίες Υγείας και Κοινωνικές Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, η ανάπτυξη ενός Δικτύου Κοινωνικής Ασφάλειας κατά του Κοινωνικού Αποκλεισμού, που περιλαμβάνει δυνατότητα πρόσβασης των πολιτών σε βασικές υπηρεσίες (ιδίως υπηρεσίες πρωτοβάθμιας ιατρικής φροντίδας, στέγασης και εκπαίδευσης), καθώς και η αναζωογόνηση υποβαθμισμένων περιοχών.
Ωστόσο, πέρα από κάθε ευρωπαϊκό, εθνικό ή και περιφερειακό στρατηγικό σχέδιο, απαιτείται πρωτίστως να γίνει μία εμπεριστατωμένη ανάλυση του πολιτισμού της εποχής αλλά και του τρόπου ζωής των ανθρώπων, για να εντοπίσουμε τις σημαντικότερες αιτίες που προκαλούν το κοινωνικό φαινόμενο της κοινωνικής βίας.
Είναι σημαντικό να είμαστε σε θέση να αναλύουμε τα γεγονότα με μία όσο το δυνατόν περισσότερο αντικειμενική ματιά για να καταλήξουμε σε ορθότερα συμπεράσματα. Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές λειτουργούμε ως εξωτερικοί παρατηρητές, καθιστώντας τους εαυτούς μας αδύναμους να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν το κάθε γεγονός που μπορεί να συμβαίνει, αποποιούμενοι τις δικές μας ευθύνες απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.
Η ευθύνη είναι συνολική και ο καλύτερος τρόπος για να μην αφήσουμε την κατάσταση να επιδεινωθεί είναι να καταφύγουμε στον διάλογο και να κατανοήσουμε ανοιχτά τα προβλήματα, μεταβάλλοντας τους εαυτούς μας από «απλούς παρατηρητές» σε «ενεργούς συμμέτοχους».
Κλείνοντας θα ήθελα να σημειώσω ότι, θεωρούμε ότι υπάρχει έντονα η ανάγκη συντονισμού και συνεργασίας των διαφόρων υπηρεσιών του κράτους. Δεν θα πρέπει, σε καμία περίπτωση, να μπλοκάρονται οι κρατικές υπηρεσίες στα σκουριασμένα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Από τη μία είναι η πρόληψη και από την άλλη ο γρήγορος εντοπισμός των περιστατικών βίας, που συμβαίνουν στην κοινωνία. Υπάρχουν λύσεις, αλλαγή νοοτροπίας, αλλαγή ζωής χρειάζεται από όλους. Δεν αρκεί μόνον η αίσθηση ότι ενοχλούμαστε, θυμώνουμε και αντιδρούμε. Κι αυτό για να επιτευχθεί χρειάζεται ένας ορθός σχεδιασμός προληπτικών παρεμβάσεων, που θα υλοποιούνται με συντονισμό, κατάλληλα μέτρα και μέσα εφαρμογής, αξιολόγησης αλλά και επικαιροποίησή τους όπου αυτό κριθεί ως απαραίτητο. Η ευθύνη για την κοινωνική βία, που αναπτύσσεται με ανοδική τάση και αποδυναμώνει την κοινωνική συνοχή, είναι και συλλογική και όχι μονοδιάστατα ατομική. Αυτό σημαίνει, ότι η αντιμετώπιση της μπορεί να είναι αποτελεσματική σε ανάλογο επίπεδο. Αυτή η οπτική στο πολιτικό επίπεδο μπορεί να οδηγεί σε βιώσιμες λύσεις και τα φαινόμενα βίας στις σχέσεις των κοινωνιών στο διεθνές πεδίο και έτσι να αποφεύγεται η διαμόρφωση συγκρουσιακών συνθηκών με την ενεργοποίηση και την συνδρομή κοινωνικών κινημάτων με υπερεθνικές διαστάσεις.
* Ο Αναστάσιος Γ. Ρούσσης είναι Κοινωνιολόγος - Εγκληματολόγος, Διδάκτορας Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και Προϊστάμενος της Γενικής Δ/νσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας Π.Β. Αιγαίου