Δυσκολοι καιροί

01/07/2012 - 05:56
Κρυφές και φανερές λαβωματιές. διάσπαρτες, αναπόφευκτες, κακοφορμισμένες, πονούν το βασανισμένο σώμα της κοινωνίας. Κάθε οικογένεια έζησε, ζει και θα ζήσει τον οξύ πόνο, που το γαμψό νύχι της μοίρας χαράσσει στην τρομαγμένη ψυχή μας.
Κρυφές και φανερές λαβωματιές. διάσπαρτες, αναπόφευκτες, κακοφορμισμένες, πονούν το βασανισμένο σώμα της κοινωνίας.
Κάθε οικογένεια έζησε, ζει και θα ζήσει τον οξύ πόνο, που το γαμψό νύχι της μοίρας χαράσσει στην τρομαγμένη ψυχή μας.
Μικρές ή μεγάλες ιστορίες θλίψης, απελπισίας, συμφοράς, ζωντανεύουν στο σκηνικό της οικογένειας, των ανθρώπων της, του διάτρητου κουρελιασμένου κοινωνικού ιστού.
Ο πόνος δρασκελίζει το ασθενικό χαράκωμα της κοινωνικής πρόνοιας, της αλληλεγγύης, της μοναξιάς και της αλληλοβοήθειας και εισβάλλει ακάθεκτος, τραυματίζοντας ανελέητα ανθρώπινα ζευγάρια, παιδιά, κοινωνίες, ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Είν’ η αρρώστια, που σαν κεραυνός εν αιθρία χαράσσεται στη φυσιογνωμία του γιατρού, φρικτή γκριμάτσα, με τα βαριά σαν όνειρο λόγια του αμήχανου διαγνώστη.
«Κάτι βλέπω εδώ», λέει καθώς κοιτάζει την πρόσφατη ακτινογραφία.
Ένα οξύ στιλέτο καρφώνεται στο στήθος, στην καρδιά του ανήσυχου αρρώστου. «Και τώρα;» Αυτές οι δυο λέξεις σφυροκοπούν το μυαλό του. Τι θα γίνει ο ίδιος, η δουλειά του, η οικογένεια; Πώς θα συντηρηθούν τα ολόδροσα πλασματάκια, τα παιδάκια του, που γουργουρίζουν ανέμελα, σκαρφαλώνουν στον καναπέ και φωλιάζουν στην ανοιχτή θερμή αγκαλιά του; Σε ποιο νοσοκομείο θα καταλήξει, πώς θα βρει τα χρήματα να λαδώσει αυτό το αδηφάγο γρανάζι της μηχανής, που παράγει απανθρωπιά και εκμετάλλευση; Ποιος θα ξενυχτήσει κοντά του μετά την εγχείρηση; Ποιος θα φυλάξει τα παιδιά;
Ποιος θα πληρώσει τα δάνεια;
Βουβή, αδιάφορη κυλά η ζωή στα πεζοδρόμια, στους διαδρόμους, στα κτήρια, στις τράπεζες, στα υπουργεία, ντυμένη με νόμους-φαντάσματα, που μας κυβερνούν γελώντας αδιάντροπα γύρω μας.
Ο πόνος τρυπώνει στα βλέμματα των παιδιών του τρίτου κόσμου και τα στιγματίζει, με κοινό το παράξενο βλέμμα της τρυφερότητας, της κραυγής για βοήθεια, μαραίνει τα δροσερά μαγουλάκια, αποσαρκώνει το κουκλίστικο σωματάκι και τα ντύνει με την πνοή του χάρου που καρτερεί κρυμμένος πίσω από την ασιτία, τη δίψα, τη λοίμωξη, την καχεξία. Τρέμει η καρδιά της μάνας, της κάθε μάνας, μπροστά στην απάνθρωπη εικόνα. Μια κατάρα, μια ουρανομήκης βρισιά κι ένα αδύναμο παράπονο κι οργή γιγαντώνονται μέσα της για κείνους τους λύκους, εκεί στις παρυφές του χιονισμένου τοπίου, τις ανθρώπινες ύαινες που τρέφονται από την ανθρώπινη δυστυχία. Ποτάμι η αδικία που ξεχύνεται, μα δεν πνίγει τ’ αρπακτικά που κατάντησαν τον κόσμο μας μια κόλαση.
Φυσά η ανάσα του Εγκέλαδου και σκεπάζει με χαλάσματα σεισμού χιλιάδες ανθρώπους με όνειρα, ελπίδες και ζωή. Ρυτιδώνει η γη με τις απαίσιες ρωγμές της. Η γη που ανοίγει να καταπιεί εκδικητικά τα παιδιά της, τα όντα που γέννησε. Θυμωμένη κι αυτή, τιμωρεί με τυφώνες και καταιγίδες όσους την αγνόησαν. Της έλειωσαν τους πάγους, της διατάραξαν την αιώνια ισορροπία για να εξορύξουν τον πλούτο της, να μαυρίσουν τον ουρανό της με τα απόβλητα των καμινάδων του διοξειδίου.
Μαυρίζει η ψυχή των νέων κι ένας απέραντος θυμός, που κανείς δεν ξέρει πού θα ξεσπάσει, ακολουθεί την εμπειρία της ανεργίας. Διαγράφει με μανία την αγγελία «Ζητείται νέος με 5 πτυχία και 3 ξένες γλώσσες. Μισθός 400 ευρώ, για 8 ώρες εργασίας».
Πονά η ψυχή του νεαρού αστυνομικού που πετά κατάμουτρα στο πρόσωπο τιμημένων γέρων, του ίδιου του πατέρα του, του παππού του, που διαδηλώνουν, τα δακρυγόνα.
Και κείνα τα κακέκτυπα αντίγραφα από χιλιάδες «Χίτλερ» στους θώκους των εκάστοτε θέσεων της εξουσίας δε βλέπουν ανθρώπους με μια φωτεινή σατανική λάμψη από τη μετωπίδα του «νέου» που τονίζει με ολοκάθαρα γράμματα «Τηρήστε την τάξη», «Σώστε τους θεσμούς» «Περιφρουρήστε τα μέτρα σταθερότητας».
Ανατινάζεται η λογική του ανθρώπου μπροστά στη δολοφονία του άτυχου ταξιτζή, του υπαλλήλου του βενζινοπωλείου, το ξυλοφόρτωμα, το βιασμό της γριάς, κι αναρωτιέται ο νους. Γιατί τόση αγριότητα; Από ποιες σκοτεινές γωνιές του ατομικού και συλλογικού ασυνειδήτου ξεπετιούνται οι λυκάνθρωποι, τα τέρατα, τα άγρια θηρία, που αλωνίζουν τον κόσμο κακοποιώντας και σκοτώνοντας;
Ποιος άνοιξε τις πύλες της κόλασης για να ελευθερώσει όλες αυτές τις μορφές των κακοποιών; Ποιος συντηρεί την επιθετικότητα των «βαμπίρ»; Ποιος γιγαντώνει την τρέλα της ετεροκαταστροφής;
Οι συνθήκες, λένε οι κοινωνιολόγοι. Αυτή η κοινωνία που δημιουργήσαμε έγινε μάντρα κακίας και εγκληματικότητας. Η πείνα, η εξαθλίωση, ο φθόνος, η αδικία, τα χαμένα ταμπού και οι χαμένες κοινωνικές αναστολές, σιγοντάρουν. Σ’ αυτό το εφιαλτικό τοπίο του ψηφιακού κοινωνικού χάρτη, που όλα έχουν γίνει αριθμοί και δείκτες στατιστικής, φθίνει η ελπίδα και ξεθωριάζει. Και μεις, όπως λέει ο Βάρναλης,
«δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα
προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey