«Επιλέγω να μη σιωπήσω…»

01/07/2012 - 05:56
Η εικαστική του διαμαρτυρία με τίτλο «Ταξιδεύοντας το Όνειρο», την οποία παρουσιάζουμε σήμερα στη στήλη του Πολιτισμού, είναι μια «γροθιά στο στομάχι» για όσους έχουν αρχίσει να ξεχνούν τα γεγονότα της Παγανής το περασμένο καλοκαίρι και φθινόπωρο.

Η εικαστική του διαμαρτυρία με τίτλο «Ταξιδεύοντας το Όνειρο», την οποία παρουσιάζουμε σήμερα στη στήλη του Πολιτισμού, είναι μια «γροθιά στο στομάχι» για όσους έχουν αρχίσει να ξεχνούν τα γεγονότα της Παγανής το περασμένο καλοκαίρι και φθινόπωρο. Ο Στρατής Μιχαήλ, γιος του χειρούργου από τα Μυστεγνά, Άλκη Μιχαήλ, γεννημένος στην Αθήνα και έχοντας ζήσει 12 χειμώνες στο Παρίσι συλλέγοντας καλλιτεχνικά ερεθίσματα, και άλλα 12 χρόνια στην Αθήνα δουλεύοντας ως σκηνογράφος, από το 1998 ζει μόνιμα στα Μυστεγνά, όπου ασχολείται αποκλειστικά με την τέχνη, όπως αυτός θέλει. Σήμερα, μιλάει στο «Ε» για την πορεία της ζωής του και για τις εκθέσεις που έχει κάνει στο Αρχοντικό Γεωργιάδη.

Έχεις καταγωγή από τη Λέσβο, ωστόσο μεγάλωσες και πήγες σχολείο στην Αθήνα…

«Μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη, έχει διαφορά. Τότε η Νέα Σμύρνη ήταν “γκέτο”, για να μπει Αθηναίος έπρεπε να δείξει… διαβατήριο. Όλη η συνοικία ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, από τη Σμύρνη. Οι παππούδες οι δικοί μου, από την πλευρά της μητέρας μου, ήταν από το Αδραμύτι».
Είχες καλλιτεχνικές ανησυχίες ή επαφή με το χώρο της τέχνης ήδη από τότε;
«Όσο ήμουν μαθητής, έφτιαχνα διάφορα πραγματάκια με τα χέρια μου. Σκάλιζα τις κιμωλίες με μια καρφίτσα και έκανα τα πορτρέτα των καθηγητών. Το θρανίο γέμιζε σκόνη, άλλοι καθηγητές με έβγαζαν έξω, άλλοι με άφηναν, αφού δεν ενοχλούσα κανέναν. Γνώριζα, πάντως, το χώρο της τέχνης από μικρός, αφού οι περισσότεροι φίλοι του πατέρα μου και της μητέρας μου στην Αθήνα, ήταν καλλιτέχνες: η Βάσω Κατράκη η χαράκτρια, ο Ορέστης Κανέλλης, κ.ά. Τους γνώριζα όλους από μικρός και τους θαύμαζα, μου άρεσε ο τύπος αυτός των ανθρώπων».

Η εμπειρία του Παρισιού

Και στη συνέχεια έφυγες για το Παρίσι. Εκεί ήταν που άρχισες να ασχολείσαι πιο συστηματικά με την τέχνη;
«Πήγα στο Παρίσι για να σπουδάσω αρχιτεκτονική. Εκεί μου “άνοιξαν” τα μάτια με τις εκθέσεις και τις γκαλερί. Οι σπουδές ήταν έξι χρόνια και όταν τελείωσα, αποφάσισα να μείνω άλλα έξι χρόνια, για να δω τι γίνεται. Άρχισα έτσι να δουλεύω με διάφορους καλλιτέχνες ως βοηθός, ζωγράφους, γλύπτες, χαράκτες, φωτογράφους. Με αρχιτεκτονική ασχολήθηκα ελάχιστα, φτιάχνοντας ορισμένα σχέδια για σπίτια φίλων, για μαγαζιά. Με τράβηξε περισσότερο η τέχνη, άλλωστε αργότερα αλλάξανε και τα συστήματα στον τομέα της αρχιτεκτονικής - πολλή γραφειοκρατία, η φαντασία τέθηκε υπό περιορισμό, είναι από την άλλη και η μεγαλομανία του αρχιτέκτονα, πρέπει να είσαι και λίγο μεγαλομανής. Και, ούτως ή άλλως, για να φτάσεις να φτιάξεις κάτι δικό σου, που θα το βλέπεις και θα το θαυμάζεις, πρέπει να περάσουν πάρα πολλά χρόνια. Το καλό ήταν πως η αρχιτεκτονική ανήκε στη σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, οπότε μπορούσα να πηγαίνω σε όλα τα εργαστήρια μόνο με την ταυτότητά μου, είτε ως θεατής, είτε να συμμετέχω ως φιλοξενούμενος, με την άδεια του καθηγητή. Στη συνέχεια, ένας μονόχειρας γλύπτης, πολύ καλός μου φίλος, με τράβηξε περισσότερο στο χώρο».

Η σκηνογραφία

Ωστόσο, στην Αθήνα ασχολήθηκες για χρόνια με τη σκηνογραφία. Πώς κατέληξες σε αυτόν τον τομέα;

«Όσο ήμουν ακόμη στο Παρίσι, είχα εργαστεί για τρία χρόνια σε ένα στούντιο φωτογραφίας, όπου έμαθα και τα βασικά για το φωτισμό, κλπ. Οι γνώσεις αυτές, μου χρησίμευσαν στη συνέχεια, στα σκηνικά που έκανα δουλεύοντας στην Αθήνα, στο χώρο της τηλεόρασης, αφού χωρίς να έχω σπουδάσει, ως αυτοδίδακτος, έβγαινε όμορφο αποτέλεσμα και πληρωνόμουν γι’ αυτό. Κάποια στιγμή, έδειξα κάποια έργα μου σε έναν επαγγελματία του χώρου και μου έφερε ένα σενάριο, ζητώντας μου να κάνω ένα σκηνικό γι’ αυτό. Τους πήγα μια τρισδιάστατη μακέτα με το σκηνικό σε κλίμακα, όπως είχα μάθει στην αρχιτεκτονική, και ενθουσιάστηκαν. Από εκείνη την ημέρα, συνέχισα να δουλεύω για 12 χρόνια στο χώρο της διαφήμισης, αλλά και για εκπομπές της τηλεόρασης. Έχω κάνει τα σκηνικά για εκπομπές που είχαν αξιολογηθεί καλά για τα σκηνικά τους, όπως το “7+7” του Θοδωρή Ρουσόπουλου, το “Τσάι με Κανέλλη” και το “Μη μου τη μέρα τάραττε” της Λιάνας Κανέλλη, το “Ενώπιος Ενωπίω”, του Νίκου Χατζηνικολάου, ειδήσεις στο “MEGA”, κ.ά. Προς το τέλος, μου ζήτησαν να κάνω τα σκηνικά για τους “10 Μικρούς Μήτσους” και τα έκανα. Το ταξί, το έχω φτιάξει στο εργαστήριό μου, στο σπίτι μου».

Επιστροφή στη Λέσβο

Πότε ήρθες μόνιμα στο νησί και γιατί αποφάσισες να αφήσεις την Αθήνα;
«Πάντα ήθελα να έρθω να μείνω εδώ. Πιο μικρός ερχόμουν εδώ με τον πατέρα μου, με τη γιαγιά μου και βρίσκαμε την υπόλοιπη οικογένεια. Περνούσαμε πολύ ωραία, είχα πολύ ωραίες εικόνες και γι’ αυτό όταν τελείωσα το σχολείο, έλεγα πως θα έρθω να μείνω μόνιμα. Τότε, βέβαια, δεν τα έβλεπα πιο ευρεία τα πράγματα, σκεφτόμουν μόνο ότι μου αρέσει το μέρος. Και σαν φοιτητής, αλλά και μετά που έμεινα στο Παρίσι, κάθε χρόνο έλεγα μόλις τελειώσω, θα πάω να μείνω στη Λέσβο. Γύρισα όμως στην Αθήνα και έπεσα “με τα μούτρα” στις δουλειές, κάτι που στην αρχή μού άρεσε, αφού η δουλειά μου ήταν δημιουργική, είχα ωραίες ιδέες, χρησιμοποιούσα και τα υλικά όπως τα ήθελα εγώ: ρετάλια με τα οποία μετά έκανα γλυπτά. Κόντεψα όμως να τρελαθώ. Ήταν πολύ μεγάλη ευθύνη και άγχος και ένιωθα ότι πουλάω… την ψυχή μου στο διάβολο για το τίποτα. Συνειδητοποίησα, κάποια στιγμή, ότι συμμετείχα σε ένα χώρο που το μόνο που έκανε, ήταν να πουλάει προϊόντα και να δημιουργεί καινούριες ανάγκες στον κόσμο, κάτι με το οποίο εγώ είμαι τελείως αντίθετος. Και έτσι, το 1998 ήρθα στο νησί, χωρίς να ξέρω κανέναν».

Φαίνεται πως η 12ετία σε ακολουθεί όπου πηγαίνεις... Στα Μυστεγνά, πώς περνάς το χρόνο σου; Διατηρείς επαφή με τη δουλειά σου ή ασχολείσαι μόνο με την τέχνη;
«Δεν έχω καμία επαφή με τη δουλειά που έκανα στην Αθήνα. Ασχολήθηκα πολύ με το να φτιάξω το πατρικό μου σπίτι στα Μυστεγνά και παράλληλα έφτιαξα και ένα εργαστήριο, για να κάνω όσα μου αρέσουν. Δούλεψα μια σειρά κατασκευών με σύρμα, που είχα ξεκινήσει πριν φύγω από την Αθήνα. Καθυστέρησα λίγο με ένα σοβαρό ατύχημα που είχα το 2000, αλλά τα τελευταία χρόνια, έχω βρει τους δικούς μου ρυθμούς».

Τι υλικά χρησιμοποιείς για τις κατασκευές σου;
«Αυτό που μου αρέσει πολύ, είναι η ελιά. Δουλεύω με ρίζες, τις οποίες παρατηρώ και πράττω ανάλογα με αυτό που βλέπω. Με καθοδηγούν τα νερά του ξύλου, η μορφολογία του. Δεν επεμβαίνω δραστικά πάνω του, το αποσπώ από τον υπόλοιπο κορμό με μια διαδικασία που δεν περιλαμβάνει τσεκούρι, αλλά σφήνες».


Για τις δύο εκθέσεις στο Αρχοντικό

Στο Αρχοντικό Γεωργιάδη, είχες κάνει έκθεση και τις προηγούμενες δύο χρονιές. Το περσινό θέμα ήταν «Πάλη σιγά κι αθόρυβα». Γιατί «πάλη»;
«Γιατί παλεύουμε μια ζωή. Είχα κάνει κάποια ζωγραφικά έργα και κάποιες κατασκευές που αφορούσαν τις διαφημίσεις - ζωγραφιστές τηλεοράσεις που έγραφαν “lies” (σ.σ. ψέματα) ή έσπαγε αυτό και από μέσα έβγαιναν καρδούλες. Ήθελα να στραφώ ενάντια στην τηλεόραση, την τρομοκρατία που προβάλλει, η οποία καταστρέφει τον έρωτα και προωθεί το θάνατο. Έτσι έδενε και με τη θεματική, που ήταν “Έρωτας και Θάνατος”». 
Πες μας λίγο για τη φετινή έκθεση. Για τι διαμαρτύρεσαι;
«Τη φετινή έκθεση την είχα φανταστεί ήδη από πέρυσι, όταν έγινε στη Μυτιλήνη, το “No Border” και όλα τα γεγονότα στην Παγανή. Πρώτη φορά έβλεπα όλη αυτήν την κατάσταση, αν και έχω δει πολλές φορές μετανάστες να βγαίνουν με τις βάρκες τους στην παραλία μπροστά στο σπίτι μου. Όταν είδα το φετινό θέμα, που ήταν το “Ταξίδι”, μπήκα σε σκέψεις για το πώς μπορούσε να παρουσιαστεί το ταξίδι αυτών των ανθρώπων. Είχα τα υλικά, φουσκωτές βάρκες που έβγαλε η θάλασσα και άλλες που πήρα από μια δημοπρασία, και έτσι έφτιαξα αυτό που βρίσκεται στο Αρχοντικό, με τίτλο “Φτάνοντας στην ακτή”. Με απασχόλησε το ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς ταυτότητα, που φεύγουν και δεν έχουν κλειδί σπιτιού στο χέρι τους, δεν ξέρουν πού πηγαίνουν. Προσπάθησα να αναδείξω τον αγώνα που έγινε πέρυσι στο “Νo Border” και η διαμαρτυρία μου, είναι ενάντια στις πολιτικές των κρατών, που οδηγούν τόσους ανθρώπους στο να μεταναστεύσουν. Και στη δική μας ευθύνη απέναντί τους. Αφού μου δίνεται η δυνατότητα να “φωνάξω”, επιλέγω να μη σιωπήσω».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey