«Θα σου δώσω λεφτά να πάρεις καινούργιο πανταλόνι, μα σα δουλέψεις σκληρά και το ξεπληρώσεις μαζί με τα παλιά χρωστούμενα, και τους τόκους, μόνο τότε θα πας σπίτι σου που περιμένουν τα παιδιά σου», είπε σκληρά και σφάλιξε την πόρτα πίσω του ο Νώντας που ρούφαγε όλο και πιότερο αίμα.
Ελεύτεροι
και πεινασμένοι,
παρά δούλοι
υποσιτισμένοι.
Γ.Κ.
«Θα σου δώσω λεφτά να πάρεις καινούργιο πανταλόνι, μα σα δουλέψεις σκληρά και το ξεπληρώσεις μαζί με τα παλιά χρωστούμενα, και τους τόκους, μόνο τότε θα πας σπίτι σου που περιμένουν τα παιδιά σου», είπε σκληρά και σφάλιξε την πόρτα πίσω του ο Νώντας που ρούφαγε όλο και πιότερο αίμα.
Πολύ όμως το χάρηκε ο σπάταλος ετούτος υπηρέτης, κι ευτύς έστησε χορό μια κι απέκτησε το ποθούμενο. Ολάκερο πανταλόνι!
Κι απόμεινε στη δούλεψη του σατράπη αφέντη, να καθαρίζει τον κήπο, το στάβλο με τα άλογα ιππασίας, την αποθήκη του υποστατικού, και δώσ’ του υποκύψεις, τεμενάδες και σπιουνιές για να τον ευχαριστήσει.
Δεν ήθελε να φύγει ο Αρτέμης. Του άρεσε, γιατί έκανε και μπαγαμποντιές χωρίς να τον παίρνουν χαμπάρι. Μια - δυο όμως, τον τσάκωσαν να κλέβει το σανό από τα άλογα κι η τιμωρία ήτανε σκληρή. Δέκα μαστιγώματα στη γυμνή πλάτη, απαγόρευση εξόδου και στέρηση της ελευτερίας του.
Μα τούτο τού άρεσε για την ώρα, γιατί βολεύτηκε στο στάβλο δίπλα στα άλογα να συνομιλεί και να κοιμάται μαζί τους. Και να τεμπελιάζει.
«Δε βαριέσαι. Κανένας δεν ξέρει τι κάνω», μουρμούριζε κι έπαιζε το κομπολόι.
Ο Νώντας όμως δεν έτρωγε άχυρο. Δεν τον έδιωξε, μια και τον είχε του χεριού του, αλλά έμπηξε καινούργιες φωνές.
«Στο εξής θα έχεις το Μίλτο πάνω στο κεφάλι σου, που δε χαρίζει κάστανα.»
Μα ο Αρτέμης πάλι ήταν χαρούμενος και καυχότανε πως για ένα χρόνο δε θα είχε καμμιά έγνοια, αφού ο γιος του αφέντη θα του έδινε εντολές και καμιτσιές για να κάνει το σωστό, μέχρι να ξεπληρώσει τρεις φορές το καινούργιο πανταλόνι.
Κι έλεγε στη φαμίλια του πως όπου να ’ναι θα είχε πολλά λεφτά και θα γύρναγε πλούσιος στο καλύβι τους. Κι αυτοί τον πιστεύανε, κάνανε υπομονή, και πεινούσαν. Μπορεί και να χειροκροτούσαν.
Μέχρι που δίχως να το καταλάβει, απόμεινε χωρίς δουλειά, χωρίς παντελόνι και το χειρότερο, δίχως ελευτερία.
Η φαμίλια του δεν τον ήθελε πια, κι ένα πρωινό, στο στάβλο, ένα μουτζουρωμένο χαρτί με κολλυβογράμματα απάνω, έγραφε:
«Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι ούτε τους αφέντες σου.»
Παραπέρα, δίπλα στη μαύρη φοράδα, κρεμόταν ένα σκοινί από το κεντρικό δοκάρι και στην άλλη άκρη μια θηλιά, με τον Αρτέμη μελανιασμένο.
Ο ελληνικός λαός όμως δεν αρέσει τις υποκύψεις, μηδέ τις τεμενάδες. Δεν μπορεί να δεχτεί τα μαστιγώματα, κι ας το πάρουν απόφαση. Δε θα οδηγηθούμε στο βρόχο. Όσο κι αν το θέλουν, ξένοι και ημέτεροι, συνειδητά κι ασυνείδητα.
Ο βρόχος αρμόζει στο αποτυχημένο πολιτικό μας γίγνεσθαι. Χρόνια τώρα τα ίδια λάθη, κι ο χορός εις βάρος μας συνεχίζεται.
Σκορπάνε θριαμβολογίας πομφόλυγες πως φέρανε τη λύση και την ευημερία χωρίς δυνάστες κι αφέντες, παρά μόνο με διπλής βάρδιας συνεργάτες. Μια λέξη που μου στέκει εδώ, στο λαρύγγι. Επιβάλλουν, μαθές, οι συνεργάτες μέτρα σκληρά, κι εποπτεύουν με χρυσό φραγγέλι για την πιστή τήρηση κι έγκαιρη εφαρμογή τους;
Τους βλέπεις περιχαρείς, γελαστούς που μας έφεραν τα κοράκια να μας σώσουν, με τα νύχια τους, απ’ τον γκρεμό.
Θα τους γράψει, καυχώνται, η ιστορία, χωρίς να σκέφτονται ότι έχει και μελανές σελίδες η ιστορία.
Είναι αλήθεια πως όλοι φταίμε για το χάλι μας, αλλά από το κεφάλι βρομάει το ψάρι.
Οι μικροί φάγανε, πληρώνουν σκληρά το τίμημα. Πληρώνουν κι οι ολίγοι που είναι μια ζωή τίμιοι και νηστικοί. Οι άλλοι, οι βουτηγμένοι ως το κεφάλι στη λάσπη, πάλι επιπλέουν στα βρομόνερα.
Χρειαζόμαστε συσπείρωση, αλληλεγγύη κι ειρηνική επανάσταση, φίλοι μου, να βρούμε πάλι την περηφάνεια μας.
Να αγαπήσουμε την πατρίδα μας, να δουλέψουμε, και να αγοράζουμε ελληνικά προϊόντα, γιατί εμείς είμαστε η Ελλάδα.
Και να τιμωρήσουμε τους υπαίτιους. Προτού την ιστορία.