Μέρες που είναι, ας γράψω κάτι πατριωτικό. Για την Επανάσταση του 1821, να πούμε. Βέβαια να εξηγούμαστε. Γιορτάζουμε την έναρξη της Επανάστασης στις 25 Μαρτίου, αλλά οι περισσότεροι δεν ξέρουν πως στις 25 Μαρτίου 1821 στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας δεν είχε γίνει απολύτως τίποτα.
Μέρες που είναι, ας γράψω κάτι πατριωτικό. Για την Επανάσταση του 1821, να πούμε. Βέβαια να εξηγούμαστε. Γιορτάζουμε την έναρξη της Επανάστασης στις 25 Μαρτίου, αλλά οι περισσότεροι δεν ξέρουν πως στις 25 Μαρτίου 1821 στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας δεν είχε γίνει απολύτως τίποτα. Ούτε οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν, ούτε ορκίστηκαν σε κανένα λάβαρο, που ποτέ δεν υψώθηκε εκεί και τότε. Ποιος τα λέει αυτά; Όχι κανένας αντεθνικώς σκεπτόμενος ανθέλλην, αλλά ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο οποίος στα Απομνημονεύματά του γράφει πως εκείνη τη μέρα, στις 25 Μαρτίου 1821, βρισκόταν στα Νεζερά, αρκετές ώρες δρόμο από την Αγία Λαύρα.
Η Επανάσταση άλλωστε είχε ήδη αρχίσει, με την επίθεση κατά Τούρκου φοροεισπράκτορα στα Καλάβρυτα, κυρίως όμως με την εισβολή ενόπλων τμημάτων Μανιατών στην Καλαμάτα. Στις 18 Μαρτίου από την απελευθερωμένη πρωτεύουσα της Μεσσηνίας ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υπογράφουν την πρώτη επαναστατική προκήρυξη, με την οποίαν αναγγέλλουν την έναρξη του αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Ο συνδυασμός της έναρξης της Επανάστασης με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου έγινε πολύ αργότερα, τον καιρό του Όθωνα, και καθαρά για λόγους σκοπιμότητας. Ανήκει στους λεγόμενους «εθνικούς μύθους», όπως και το «κρυφό σχολειό» (που λειτουργούσε ολοφάνερα) και τόσους άλλους. Στην ίδια σκοπιμότητα ανήκει και ο βαθμιαίος παραμερισμός του όρου «Επανάσταση» και η αντικατάστασή του με τον όρο «Παλιγγενεσία». Βλέπετε, ο όρος Επανάσταση παρέπεμπε σε κάτι κακό. Θύμιζε την επάρατη γαλλική, ενώ η Παλιγγενεσία παρέπεμπε στην ανάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στο «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι», στο «Κωνσταντίνος έδωσε, Κωνσταντίνος θα πάρει», στο μαρμαρωμένο βασιλιά και άλλους παρόμοιους μύθους.
Φυσικά αυτοί που προετοίμασαν της Επανάσταση, τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας δηλαδή, και οι αγωνιστές που την πραγματοποίησαν, δεν είχαν τέτοια στο νου τους. Στο νου τους είχαν τις προτροπές του Ρήγα, τις συμβουλές του Κοραή και τα λόγια του Σολωμού. Αυτό που θέλανε ήταν να στήσουν στη θέση μιας οθωμανικής επαρχίας, που την κυβερνούσε η αυθαιρεσία των πασάδων, των αγάδων και των κοτζαμπάσηδων, ένα κράτος ευρωπαϊκό, με νόμους και με οργάνωση σύγχρονη, ικανό να εξασφαλίσει τη μόρφωση και την προκοπή στους πολίτες του.
Αυτό το διαπιστώνουμε αν διαβάσουμε τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, τις επιστολές του Κοραή από το Παρίσι, αλλά και αν μελετήσουμε το νομοθετικό πλαίσιο, που θέσπισαν οι επαναστατικές Εθνοσυνελεύσεις. Σε μιαν Ευρώπη γεμάτη με δούκες, μαρκησίους και κόμηδες, το Σύνταγμα της Επιδαύρου (και όλα τα επόμενα) διακήρυττε: «τίτλοι ευγενείας ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται εις Έλληνας πολίτας». Σε μιαν εποχή που η δουλεία ήταν νόμιμη στις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Αυστροουγγαρία και σε όλες τις αποικίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων, το Σύνταγμα της Επιδαύρου (και όλα τα επόμενα) διακήρυττε «πας δούλος ευρισκόμενος επί ελληνικού εδάφους, ανακτά αυτομάτως την ελευθερίαν του».
Το Σύνταγμα της Επιδαύρου (και όλα τα επόμενα) καθιέρωνε επίσης την ανεξιθρησκία, που πρώτος είχε ζητήσει ο Βολταίρος. Δε θέσπισε για σημαία του νέου κράτους καμμιά που να θυμίζει το βυζαντινό παρελθόν, ούτε την κόκκινη σημαία με το χρυσό σταυρό, των Μακεδόνων, ούτε την κίτρινη με το δικέφαλο αετό, των Παλαιολόγων, αλλά τη γαλανόλευκη, οι οριζόντιες λωρίδες της οποίας παραπέμπανε ευθέως στη σημαία της μόνης δημοκρατίας που υπήρχε τότε, των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ανεξάρτητα από την πορεία που πήραν κατόπιν τα πράγματα, με την ωμή επέμβαση των «Προστάτιδων Δυνάμεων», με την επιβολή του Όθωνα και μύρια όσα, η Επανάσταση του ‘21 έβγαλε καλά βλαστάρια. Αυτό το διαπιστώνουμε συγκρίνοντας την πορεία του ελληνικού κράτους με τα λοιπά βαλκανικά. Με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, που κέρδισαν την ανεξαρτησία τους μαζί με μας και με τη Βουλγαρία και τη Μολδοβλαχία (τη Ρουμανία δηλαδή) που λευτερώθηκαν 50 χρόνια μετά. Σε κανένα από τα κράτη αυτά δε λειτούργησε ο κοινοβουλευτισμός, έστω κι έτσι στραβά κι ανάποδα που λειτούργησε στην Ελλάδα. Σε κανένα από τα γειτονικά μας κράτη δεν αναπτύχθηκε η Εκπαίδευση όπως εδώ. Μην ξεχνάμε πως το Πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1837 και το Πολυτεχνείο το 1843.
Έχοντας κερδίσει την ανεξάρτητη ζωή του με Επανάσταση και όχι με διπλωματικά παιχνίδια των Μεγάλων Δυνάμεων ή με μεγαλόθυμες παραχωρήσεις των κατακτητών του, ο ελληνικός λαός έμεινε από τότε ανυπάκουος και δυσχειραγωγούμενος κι αυτό ενοχλούσε πολύ. Είχαν βεβαίως ευδοκήσει να ανεχθούν τη δημιουργία του κράτους, αφού κουτσούρεψαν δεόντως τα σύνορά του και αφού του επέβαλαν ξένους βασιλιάδες - όργανα της πολιτικής τους, αλλά πάλι δεν το χώνευαν. Και την αποστροφή τους αυτήν τη διατύπωσε καθαρά ο Άγγλος υπουργός των Εξωτερικών, λόρδος Κάσλρεϊ (Castlereigh- Καστελρήγος εις τα καθ’ ημάς) λέγοντας πως «πρέπει να καταστή η Ελλάς όσον το δυνατόν ολιγότερον επικίνδυνος και ο λαός της μικρόψυχος ως τα έθνη του Ινδοστάν και τούτο θα επιτευχθεί εάν κτυπηθεί εις την γλώσσαν, την θρησκείαν, τας παραδόσεις και τα έθιμά του». (Και βεβαίως αυτό δεν το είπε ο εξ ίσου αντιπαθής Κίσινγκερ, όπως τον κατηγόρησε η κ. Λιάνα Κανέλη σε αγαστή σύμπνοια με τους γνωστούς Ελληναράδες.)
*O Δημήτρης Σαραντάκος γεννήθηκε στη Mυτιλήνη, σπούδασε χημικός μηχανικός και μετά τη συνταξιοδότησή του εκδίδει το σατιρικό περιοδικό «το Φιστίκι» και κάνει τον συγγραφέα. Το τελευταίο (δέκατο στη σειρά) βιβλίο του «Μαθητές και δάσκαλοι» -Μυτιλήνη 2008 - κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "το Φιστίκι".