Ο Λημνιός μαθητής του Κόντογλου

01/07/2012 - 05:56
Υπεράξιος μαθητής και «δεξί χέρι» στο μεγά­λο δάσκαλο Φώτη Κόντογλου στάθηκε ο πολυταλαντούχος καλλιτέχνης, λογοτέχνης και ποιητής Ράλ­λης Κοψίδης, όπου την παραμονή στην «Κοίμηση της Θεοτόκου», η Παναγιά τον κάλεσε κοντά Της να ξεκουραστεί.
Υπεράξιος μαθητής και «δεξί χέρι» στο μεγά­λο δάσκαλο Φώτη Κόντογλου στάθηκε ο πολυταλαντούχος καλλιτέχνης, λογοτέχνης και ποιητής Ράλ­λης Κοψίδης, όπου την παραμονή στην «Κοίμηση της Θεοτόκου», η Παναγιά τον κάλεσε κοντά Της να ξεκουραστεί, ύστερα από τις πολλές εικόνες που ιστόρησε την άχραντη μορφή Της με απέραντη αγάπη, κατάνυξη, βαθιά συγκίνηση και σεβασμό. (Είχε ζωγραφίσει τη Γλυκοφιλούσα για μένα και μου την έκλεψε η βάρβαρη.)

Στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ελευθερία» διάβαζα τα κείμενα που έγραφε ο Κόντογλου για την παρά­δοση, την αγιογραφία, τη θεολογία, τη λαογραφία, την ιστορία, τα ταξίδια, τα διηγήματα με τις ανατολικές βυζαντινές ρίζες του, κι άλλα περίεργα, όπως το αξεπέραστο «Πέντρο Καζάς» (η πρωτάκου­στη ιστορία του Εσπανιόλου κουρσάρου που είτε έζησε τρακόσα χρόνια είτε γύρισε απ’ τον Άδη), ανάγνωσμα με ριψοκίντυνο, περιπετειώδες γράψιμο, με «μαστοριά» στη γλώσσα που φιλοτεχνεί σαν ψη­φιδωτό.
Στο σπίτι του στην Αθήνα, στα Πατήσια (οδός Βιζυηνού 16), κάπου στα 1955, μας μιλούσε για τη θρησκευτική τέχνη της Ορθοδοξίας, που είναι «λειτουργική κι ευαγγελιζόμενη». Τέχνη που δεν έχει σκοπό να προκαλέσει ευχαρίστηση ή απλά να θυμίσει τ’ άγια πρόσωπα και περιστατικά, αλλά ν’ ανυψώσει την ψυχή στον μυστικό κόσμο της πί­στης και της κατάνυξης, με διάμεσο τη «χείρα» του τεχνίτη-καλλιτέχνη, που οδηγείται από τη θεία Χάρη. Μέσα απ’ αυτή τη μυστικιστική τοποθέ­τηση ο Κόντογλου δεν έπαψε ν’ ασκείται και να «ρωτά ταπεινά» τα προγονικά αγιογραφικά έργα, με σκοπό ν’ απελευθερωθεί από τα δεσμά της ύλης και της τεχνικής και να ζητά να γίνει άμεσος δέκτης και φορέας της ουσίας του λόγου. Μαχότανε με φανατισμό τη δυτική τέχνη, που θεωρούσε κατώτερη σε αξία, τάξη ή ποιότητα.

Στο σπίτι του γνώρισα τον μαθητή του Ράλλη Κοψίδη και γίναμε αδελφικοί φίλοι. Το 1957 είδα ­τον Κόντογλου να ζωγραφίζει τον Παντοκράτορα στην εκκλησιά, του Αγίου Νικολάου, στα Κάτω Πατή­σια, με τους μαθητές του Ράλλη Κοψίδη, Γιώργη Χοχλιδάκη και Πέτρο Βαμπούλη. Παντοκράτορα γί­γαντα, με διάμετρο 5,10 μέτρα. Μεγάλες διαστά­σεις το κεφάλι, ο λαιμός, η μύτη, τα φρύδια, τα μαλλιά, το μουστάκι, τα χέρια, τα δάχτυλα (75 πόν­τους μάκρος), οι ώμοι (πλάτος 4,40 μ.), ο φωτοστέφανος (πλάτος 40 πόντους). Σκαρφαλωμένοι στις σκαλωσιές, και με τα κεφάλια γυρισμένα προς τα πάνω, κουραστικά συνέχεια, σημαδέψανε τον «αφαλό», το κέντρο του τρούλλου, και με σπάγκο σχεδιάσα­νε το κεφάλι, τους ώμους, τα χέρια, το ιμάτι, το ευαγγέλιο. Πολλά κιλά το χρώμα, ο «προπλασμός», που στράγγιζε στα χέρια και στα πρόσωπά τους, καθώς δουλεύανε στη σκαλωσιά οι τεχνίτες. Στο ρούχο, το χωρίσανε σε πτυχώσεις με διάφορα σχήματα, τρίγωνα, τετράγωνα, γωνιές, τα «λάματα», που τα ζωγραφίσανε με ζωηρά χρώματα, ώστε να φαίνουνται σωστά από κάτω. Πολύ κουραστική εργασία. Ο Ράλλης μικρόσωμος, υπέφερε, αλλά, καθώς τοιχογρα­φούσανε ψέλνανε διάφορα τροπάρια για να τους φεύγει η κούραση κι ο παιδεμός. Νωπογραφία, ζωγραφική σε νωπό κονίαμα με χρώματα διαλυμένα στο νερό, φρέσκο.

Για πρώτη φορά…
Το Μάρτη 1963 ο Ράλλης θέλησε να παρουσιάσει για πρώτη έργο του στη Ζ΄ Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση, στο Ζάππειο, κι είχε περάσει μια μέ­ρα από την ημερομηνία κατάθεσης έργων, κι έμενε απ’ έξω. Μ’ ένα φίλο που είχα στο υπουργείο και του μίλησα, το περάσανε. Τίτλος του «Λιμάνι», που είχε ζωγραφίσει το 1962, με λάδι πάνω σε πανί (0,61 ύψος, 0,78 εκατοστά πλάτος). Είναι «μοντέρνο» έργο (αυτά περνούσανε τότε), με γερανούς και διάφορα αντικείμενα, σα μεγάλα κιβώτια με πολλά σχήματα και χρώματα. Η τιμή του ήτανε 3.000 δρχ.. Όταν τέλειωσε η έκθεση, το έργο αυτό μου το χά­ρισε (δεν μου το κλέψανε).
«Μ’ όποιο δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις», λέει η σοφή λαϊκή παροιμία. Κι απ’ αυτά που μας έλεγε και δασκάλευε ο Κόντογλου, αποφασίσαμε ο Ράλλης κι εγώ να βγάλουμε το «Κάνιστρον». Το 1964 με πρώτο θέμα «Εξοχή». Το κείμε­νο έγραψα εγώ και τις 19 ξυλογραφίες χάραξε και τύπωσε ο Ράλλης. Ανάμεσά τους και μια χρωματιστή. Σ’ αυτό γράψαμε «Στους φίλους μας»: «Αναζητώντας τρόπο για να εκφράσουμε τον γύρω μας κόσμο και τον γνήσιο εαυτό μας, πιστεύουμε πως ο καλύτερος δρόμος είναι ν’ ακολουθήσουμε τον ελληνικό μας χαρακτήρα, που είναι αφετηρία κι εγγύηση γνησιότητας, ακόμα και με τον κίνδυνο να κατηγορηθούμε “οπισθοδρομικοί”. Τούτος είναι ο λόγος, που μας οδήγησε στην προσπάθεια για την έκδοση του “Κάνιστρου”, χωρίς να δίνουμε έτσι κάποια “συνταγή”, γιατί δεν πιστεύουμε στις “συνταγές”, αλλά στην ελευθερία του καλλιτέχνη και του πνευματικού ανθρώπου. Μας κάνει χαρά να βλέπουμε έναν ήλιο ελληνικό να φωτίζει τα πράγματα με τρόπο αλλιώτικο απ’ ό,τι θα φώτιζε ένας ήλιος ξένος.


Αφίσα

Η έκδοση αυτή θα γίνεται κάθε τόσο, οπότε μπορούμε, μ’ ένα θέμα ξεχωριστό, παρμένο από τις πηγές μας και βασισμένο στην παράδοσή μας, που πιστεύουμε για δύναμη “ζωοποιό”. Ελ­πίζουμε, η αγάπη πώχουμε για τον τόπο μας να μας οδηγήσει σε σωστά βήματα, ώστε να ξαναδούμε και να γνωρίσουμε τον εαυτό μας μέσα σ’ έναν καθρέφτη ελληνικό.» Όταν πήρε το «Κάνιστρον» ο Κωστής Μπαστιάς, έγραψε ύμνο στην αθηναϊκή «Βραδυνή».
Με το Ράλλη πορευτήκαμε στ’ Αγιονόρος, στα Με­τέωρα, στο Μυστρά, στη Μάνη, στην Αίγινα και στην Παληαχώρα της, οπότε αποφασίσαμε να βγάλουμε το δεύτερο «Κάνιστρο» το 1965, με τίτλο «Προσκυνητάρι της Αίγινας». Κείμενα: Ν.Κ. Μουτσόπουλος (καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), Ράλλης Κοψίδης, Βασίλης Πλάτανος. Ξυλογραφίες 43 Ράλλη Κοψίδη (3 χρωματιστές). Ανάμεσα στα θέματα που θα πα­ρουσιάζαμε στο «Κάνιστρο» ήτανε: Μεταμορφώσεις του Θεόφιλου, Σκιάχτρα, Στολίδια σ’ ελληνικά πλεούμενα (ακρόπρωρα, γοργόνες κ.λπ.), Τατουάζ, Τάματα, Συνθηματικές γλώσσες (χτίστες, μαρμαρογλύπτες, σα­μαράδες, ψαράδες, σιδεράδες κ.λπ.), Κασέλες, Λαϊκά δρώμενα, Λαϊκά παιδικά παιχνίδια, Λαϊκό θέατρο, Ελληνικό Καραγκιόζη, Πλεούμενα (σκαριά), Διάλεκτοι (Καρπαθιακή, Μάνης, Απουλίας, Καλαβρίας, Τσακώνικη), Τσιγγάνοι-γύφτοι, Κουδούνια κι άλλα, οπότε τον Απρίλη 1967 μας πλάκωσε η χούντα, μας πλάκωσε η σκλαβιά. Για να βγάζαμε το «Κάνιστρο» θα ‘πρεπε να περνούσαμε οπωσδήποτε από λογοκρισία. Είπα στο Ράλλη να το σταματήσουμε και να περιμέναμε τι θα γινότανε με τη δικτατορία. Ο Ράλλης θέλησε να συνεχίσουμε, οπότε ξέκοψα σα συνεκδότης. Το ‘βγαζε μόνος του, μ’ ερωτηματικά (;). Στα δυο πρώτα τεύχη ήμουνα συνεργάτης στο «Κάνιστρο» του Ράλλη, μ’ ένα κείμενό μου για το Θεόφιλο (φύλλο 1, χειμώνας 1972), και «Στολίδια σ’ ελληνικά πλεούμενα», στο άλλο (2, 1972), όπου σημείωνε:

«Οι συνεργασίες περνάνε από κριτική επιτροπή (αντί λογοκρισία). Οι γράφοντες είναι υπεύθυνοι για τα κείμενά τους». Στο ίδιο φύλλο, στην «Ανοιχτή επιστολή προς τους αναγνώστες» σημειώνει: «Για μας πάντως σημασία έχει το ότι θα βγαίνει το περιοδικό. Κι ας αφήσουν κάποιοι τα “σοφά”, της πνευματικής στειρότητάς των λόγια ότι πρέπει να σταματήσει, εθισμένοι ως είναι στην άρνηση. Δεν θα τους γίνει το χατήρι». Το «Κάνιστρο» από το Ρ.Κ. βγήκε ως το 6 φύλλο, 1974, οπότε σταμάτησε. Σαν παραρτήματα έβγαλε: «Μάνη η Πολύπυργος», κείμενο-ξυλογραφίες Ρ.Κ. (1, Αθήνα 1972), «Σπίτια» (Απ’ την Ελλάδα, συλλεγέντα με πόνο για την επικείμενη εξαφάνισή τους, κείμενο-ζωγραφιές Ρ.Κ.), (αρθ. 2, Αθήνα 1973). Ακόμα χωριστά έβγαλε: «Σταυροί στον Άθωνα», 1963, «Ο εξαίσιος Άθωνας», 1964, «Η μο­νή Κερνίτσας και τα περίχωρά της», 1968, «Το Άδυτον, δεκαπέντε ξυλογραφίες για το Άγιον Όρος», 1968. Έκανε ακόμα κοσμήματα-στολίδια, σφραγιδόλιθους.
Δούλεψε με τον Κόντογλου στις εκκλησιές, για τοιχογραφίες, Άγιο Γεώργιο Κυψέλης (1958), Άγιο Χαράλαμπο, Άγιο Ανδρέα, στην Αθήνα, στην ορθόδοξη εκκλησιά στο Σεβετόν, στο Βέλγιο, και στο μοναστήρι της Κερνίτσας, κοντά στην Τρίπολη, το 1966, μαζί με τον Γ. Χοχλιδάκη, όπου ζωγραφίσανε τον τρούλλο στην εκκλησιά του.
Έκανε σχέδια χρωματιστά, ξυλογραφίες στα βιβλία μου «Ο χορός των αλόγων» (Αθήνα 1962, χρωματιστό ξώφυλλο, τίτλο και περιεχόμενο τα ‘κλεψε κάποιος Χ. Βούπουρας και το ‘κανε κινηματογραφική ταινία ο ξευτίλας), και τα «Ελληνικά λαϊκά πανηγύρια» (Πρόλογος Στράτη Μυριβήλη, ξώφυλλο χρωματιστό, ασπρόμαυρες ξυλογραφίες 31, Αθήνα α΄ έκδοση 1963, β΄ έκδοση Φιλιππότη, 2002). Εικονογράφησε επίσης «Συναξάρι» και θρησκευτικά σχολικά βι­βλία, όπως την «Παλαιά Διαθήκη», για την τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου.

Κατασταλαγμένος
Ο Ράλλης Κοψίδης είχε κατασταλάξει σε προσωπικό ζωγραφικό ρυθμό, βασισμένο στην παραδοσιακή λαϊκή μας τέχνη, με βυζαντινά και μεταβυζαντινά στοιχεία και με άριστη γνώση στο σχέδιο. Ο ίδιος αυτοπαρουσιάζει την τέχνη του:
«Οι ζωγραφιές μου είναι μικρά ερημονήσια. Ο μέγας ήλιος σπίτια ρακένδυτα φλογίζει. Δυσοίωνα λόγια γράφουν σκοτεινές ταμπέλες. Άνθρωποι που έγιναν φώτα και φέγγουν, την αμίλητη θάλασσα φω­τίζουν. Οι ζωγραφιές μου είναι μικρά ερημονήσια. Όπου τα λόγια γίνονται κομμάτια. Μορφές αγαπητές συχνοδιαβαίνουν, τους φράχτες του καιρού, και με κυτάζουν. Και κάτι λεν που μόνο εγώ τ’ ακούω. Και μέσα από σπασμένους τσιμεντόλιθους, και μέσα από σκουπίδια βγαίνουνε τ’ αγκάθια. Και φωτοστέφανα αγκαθένια πλέκουν, για τα μακρυνά τ’ αθώρητα είδωλά μου. Αυτά που κατοικούνε μεσ’ το κάστρο των παιδικών μου χρόνων. Που η μελανή σκιά του σκεπάζει το “τώρα” και το σβύνει... Τα είδωλά μου είναι νησιά του μύθου. Και μέσα σε καπνούς θανατερούς τα βλέπω. Πανικόβλητα να φεύγουν να σωθούνε... Τα χρόνια εκείνα τα δίσεχτα που θέλησα κάποτε να τα ξεχάσω. Για ξένες εμπειρίες. Για δάνεια λόγια... Γιατί; Δεν ήταν εκείνα το αληθι­νό μου φως; Τώρα που ήρθε η στιγμή να ζωγραφίσω πια τον εαυτό μου, εγκαταλείποντας τα ξένα και τα λογικά, ξαναγυρίζω στις γρηές τις μαυρομαντηλούσες. Στα παιδικά βεράνια μου ξαναγυρίζω. Στα κάστρα, στα χαλάσματα στ’ αγκάθια. “Έλα”, μου λένε, “να μας εικονίσεις. Κι αν έφυγες εκεί που τρέχουν οι άλλοι, εμείς στιγμή δεν φύγαμε από κον­τά σου.” “Έκανες λάθος. Οι ξένες διδαχές δεν σου ταιργιάζουν.” Έτσι, με όση λαχτάρα πήγα στη βυζαντινή ζωγραφική, μ’ άλλη τόση έφυγα από κοντά της. Το ίδιο κι απ’ τις φτηνές σειρήνες του “Λαϊκι­σμού”. Πρέπει να πω και τώρα που κάνω κάτι σαν απολογία, πως η Ελλάδα είναι πάντα για μένα το στημόνι. Όχι γιατί “πρέπει”. Συχαίνομαι πια τα πάσης φύσεως “πρέπει”. Που τα λένε συνήθως, συ­νετοί γέροι, με λόγια ευλαβή, νουνεχή και γεμάτη “σωφροσύνην”. Τα παληά μισοσβυσμένα είδωλα μου έρχονται τώρα. Σα νάμαι φωτογράφος, και μου λένε: “Βγάλε μας μια φωτογραφία για ‘ενθύμιον’”.


Γελοιογραφικό χάραγμα για το Βασίλη Πλάτανο από το Ράλλη Κοψίδη

Με οδηγούν. Με υποχρεώνουν. Δεν γίνεται να τους αρ­νηθώ. “Περπάτα μεσ’ τον εαυτό σου”, μου φωνάζουν. “Σε θερισμένα χωράφια, σε αγκαθερές αμμουδιές, σ’ έρημους γιαλούς, σε τρυγημένα αμπέλια, σε σκουπίδια, μέσα σε χαλάσματα ισκιερά στάσου να ξαποστάσεις.” Στην άδεια έξοχη δίπλα στα πεταμένα σίδερα του πολέμου, κοντά στα όστρακα, στις αγριοσυκιές στις σκουπιδοκατοικίες. Εκεί που ήταν άλλοτε τα αβέβαια, τα ελπιδοφόρα βήματά σου... Τώρα συμφιλιώθηκα με τα σπαράγματα εκείνης της αιχμηρής εποχής. Τα δύσβατα τοπεία της πια δεν με διώχνουν... Έμαθα, ακόμα, το ίδιο να μισώ και ν’ αγαπώ. Σ’ αυτά τα δυο στήριξα την ζωγραφική μου. Μισώ τους χορτασμένους. Αυτούς με το επίσημον ένδυμα που λένε θέσφατα από καθέδρας. Που τις σκληρές εμπειρίες τις έμαθαν απ’ τα στόματα των άλλων. Αυτούς που λένε τα λόγια τα ηχηρά. Αλλά επιμελώς τυλίγονται σε βαμβάκια για να μην τσακίσουν τις γωνιές τους, για να μην τους αγγίζουν οι βρύσες της ζωής που δεν την έχουν ζή­σει. Τους πρώην φίλους. Αυτούς που κλείνουν την θέα. Που πιστεύουν στην σκοπιμότητα. Αυτούς που φωνάζουν τα εύκολα ζήτω. Αυτούς που δίνουν τις ανέξοδες συμβουλές κι όλο μιλάν για ταπεινοφροσύνη... Αυτούς που σ’ όλη μου τη ζωή σαρκάσανε τα είδωλά μου, κραυγάζοντάς μου εκείνο το γνήσια ελληνικό: “Στην ψάθα θα πεθάνης.”

Το άλλο μισό της ζωγραφικές μου είναι η αγάπη: Σ’ αυτούς που αδικούνται, που πεινούν, που δεν βρίσκουν δικαιοσύνη, που τους εξαπατούν, τους αποκοιμίζουν, τους περιφρονούν, τους σκοτώνουν. Αγάπη στα καθέκαστα του γύρω μας κόσμου. Θέλω να κάνω ένα μικρό κατάλογο απ’ αυτά: Τα νησιά, η θάλασσα, τα χαλάσματα, οι έρημοι βράχοι, τα αίμα­τα, τα σπίτια, τ’ αγάλματα, οι σκουριές, οι γρηές, τα πουλιά, τα σπαθιά, οι κοπέλλες, οι αμμουδιές, τα κάστρα, τα όστρακα, τα ξερά κλαδιά, τα βιβλία, οι πνιγμένοι, οι τρελλοί, τα καράβια, οι σοβαρές μορφές στις παληές φωτογραφίες. Όλα όσα έχει ο απάνω κόσμος εκτός απ’ τα τέρατα, τους υποκριτές, τους δολοφόνους και τους προδότες. Κι αυτούς που μπαίνουν στον ναό της τέχνης λέγοντας: “Κα­λημέρα κύριε Διευθυντά”... Γύρω μου εγωπαθείς, απατεώνες, λεφτάδες, ψεύτες με δίκαιες σημαίες, φανατικοί, βλάκες, μεγαλομανείς, χυδαίοι, κακόψυχοι, κοιλιόδουλοι, άρπαγες, λύκοι. Οχυρωμένος κάθομαι πίσω απόνα μετερίζι. Γιατί είναι πόλεμος η ζωή κι είναι ντουφέκι η ζωγραφική. Απ’ όσα βάσα­να έχει ο ντουνιάς είχα και γω ένα μεγάλο μερ­τικό. Κι αυτό το μετερίζι με φύλαξε, αλλοιώς θα μ’ έτρωγαν οι λύκοι με τη γραβάτα της τελευταί­ας μόδας. Δυο βήματα από κει σταματούσαν. Δεν μπορούσαν άλλο να προχωρήσουν. Γιατί δεν φαντά­ζεσαι τι μεγάλη δύναμη είναι η ζωγραφική. Οι σαρκαστικές ιαχές κι οι λογοκρατικές προφητεί­ες τους δεν τον περάσανε τον φράχτη.

Πολλοί που αγόρασαν ένα έργο μου ούτε καν υποψιάζονται, τι αίμα και δάκρυα κρέμασαν στον τοίχο... Και τώρα στις ηλιόλουστες μακρυνές αμμουδιές μου θέλω να γυρίσω. Στους έρημους βράχους μου. Κοπάδια πουλιά περνάν και πάνε κατά κει και μου φωνάζουν: “Ελα μαζύ μας.” Ωστόσο ο δρόμος της τέχνης έχει πάντα τη Σκύλλα και την Χάρυβδή του, και δεν κάνει να τις ξεχνάμε. Η μια είναι το να φύγεις απ’ το Σήμερα, που είναι ρωμαντική, ανέφι­κτη και λαθεμένη ιδέα. Η άλλη, να μείνεις στο τώ­ρα κάνοντας φτηνές ζητωκραυγές. Καταντώντας την ιερή σου τέχνη έναν υπηρέτη, για να ωφεληθούνε άλλοι με σκοτεινές σκοπιμότητες. Έτσι είσαι πάν­τα στην κόψη του ξυραφιού. Γιατί η αναδρομή στα “παληά” και στα “πάτρια” μας δίδαξε, αλλά μας στέρησε και πολλά. Πέρασα απ’ αυτήν την αναδρομή και τώρα βλέπω πόσο θανάσιμη παγίδα είναι. Αυτό δεν μ’ έκανε όμως να πάω στην άλλη άκρη, κάνοντας σαν να μην γνώρισα - Έλληνας εγώ - παρά μονάχα τα άχρωμα Λονδίνα... Και να γίνω ένας ακόμα θλιβερός μιμητής των ξένων, που πάνε σ’ εκείνους όχι για να μάθουν, αλλά για να φορέσουν την ίδια με κείνους φορεσιά, πουλώντας την ψυχή τους.»

Και μια μαρτυρία
Από το «Εμπρός» κάνω μια αποκλειστική μαρτυρία. Ο Ράλλης Κοψίδης έχει δημιουργήσει ένα μνη­μειακό έργο, αδημοσίευτο και άγνωστο. Έχει ζωγραφίσει, με εντελώς δικό του ρυθμό και σύνθεση, ολόκληρο κοιμητηριακό ναΐσκο στη Χίο, για την οικογένεια του Χιώτη καθηγητή και άλλοτε προ­έδρου του διοικητικού συμβουλίου και διοικητή στις Τράπεζες Εμπορική, Ιονική και Λαϊκή, Στρα­τή Ανδρεάδη. Ο ναΐσκος είναι χτισμένος ολόκλη­ρος με λαμπρά μάρμαρα. Ο Ράλλης αυτοσχεδίασε στις συνθέσεις και στα εικονιζόμενα πρόσωπα. Δυστυχώς, στο ασκηταριό μου εδώ, δεν έχω τις σημειώσεις μου και το φιλμ που φωτογράφησα το μνημείο. Όμως, θυμάμαι πως στην τοιχο­γραφία μνημονεύει τη γυναίκα του, Μαρία, την κόρη του, Σοφία. Ο Σ. Ανδρεάδης είχε γεννη­θεί το 1905 στη Χίο. Υπήρξε καθηγητής σε πανε­πιστήμια και μεγάλη προσωπικότητα στο νομι­κό, τραπεζικό και ναυτιλιακό-εφοπλιστικό τομέα.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey