«Στους νέους λέω “διαβάστε”, είναι ο σωστός δρόμος»

01/07/2012 - 05:56
Ο επί χρόνια συνεργάτης τού «Ε», Δημήτρης Σαραντάκος, μάς μιλάει σήμερα για τη ζωή του, τους σημαντικότερους δασκάλους του, την επαγγελματική και οικογενειακή του πορεία.
Τα ερεθίσματα που πήρε από το σπίτι και από τους Μυτιληνιούς δασκάλους του, τον έκαναν να «μοιραστεί» ανάμεσα στη Χημεία και τη συγγραφή. Έχοντας αφιερώσει όλη του την επαγγελματική ζωή στην πρώτη μέσα από τη δουλειά του στη βιομηχανία, την τεχνική εκπαίδευση, τον ΕΟΤ και την Αγροτική Τράπεζα, ο Δημήτρης Σαραντάκος έχει ταχθεί, από τότε που συνταξιοδοτήθηκε, στη συγγραφή βιβλίων. Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει τα 12 από αυτά, με τελευταίο την «Αποκρουστέα Μυθολογία» των εκδόσεων «Αιολίδα», ενώ στα σκαριά βρίσκονται άλλα τρία, που κατά πάσα πιθανότητα θα κυκλοφορήσουν μέσα στο χρόνο που διανύουμε. Ο επί χρόνια συνεργάτης τού «Ε» μάς μιλάει σήμερα για τη ζωή του, τους σημαντικότερους δασκάλους του, την επαγγελματική και οικογενειακή του πορεία, απευθύνοντας παράλληλα ένα σημαντικό μήνυμα προς τους νέους ανθρώπους.

Ο Δημήτρης Σαραντάκος γεννήθηκε το 1929 στη Μυτιλήνη. Η μητέρα του, η Ελένη Μυρογιάννη, Μυτιληνιά από το Πληγώνι. Ο πατέρας του, ο Νίκος Σαραντάκος, ήταν Κρητικός από τη Μάνη και δούλευε στη Μυτιλήνη στην Εμπορική και στη συνέχεια στην Αγροτική Τράπεζα.
Ο μικρός Δημήτρης ήταν μοναχοπαίδι και ως εκ τούτου (μεγάλωνε και σε οικογένεια που είχε προκύψει από… έρωτα) έχει όμορφες αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια. «Μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός, είχα πολύ καλούς γονείς και ωραία παιδικά χρόνια», λέει στο «Ε». «Παρ’ όλο που ήμουν μοναχοπαίδι, όμως, δε με κακομάθανε, ο πατέρας μου ήταν πολύ προσεκτικός σ’ αυτά. Βέβαια, ασχολούνταν όλοι μαζί μου. Στη γειτονιά μας, στον Άγιο Συμεών, ήταν όλοι συγγενείς. Όποιο σπίτι άνοιγα, ήμουν σαν πρίγκηπας, ευπρόσδεκτος.»
Πέρασε, μάλιστα, τα χρόνια αυτά μέσα σε ένα λογοτεχνικό περιβάλλον (οι γονείς του έγραφαν και οι δύο ποίηση και διάβαζαν πολύ) και σε ένα σπίτι όπου σύχναζαν πολλοί Μυτιληνιοί του πνεύματος και των γραμμάτων. Η ατμόσφαιρα αυτή, αλλά και τα ιδιαίτερα και σημαντικά ερεθίσματα που πήρε από τους δασκάλους που είχε στο σχολείο, καθόρισαν την ψυχοσύνθεσή του και το δρόμο που ακολούθησε στη συνέχεια.

Τα μαθήματα με το Μίλτη Παρασκευαΐδη…

«Στο σχολείο είχα πολύ καλούς δασκάλους και συμμαθητές, τα λέω όλα αυτά στο βιβλίο μου “Μαθητές και Δάσκαλοι”», λέει ο Δημήτρης Σαραντάκος. «Ήταν μεγάλη μου τύχη το ότι είχα το Μίλτη τον Παρασκευαΐδη για τρία - τέσσερα χρόνια, αλλά και το Γιώργο Βαλέτα και τον Απόστολο Αποστόλου στη Χημεία. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο πολλοί χημικοί και χημικοί μηχανικοί βγήκαν από το σχολείο μας.» Η μορφή και η εκπαιδευτική μέθοδος του Μίλτη Παρασκευαΐδη έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη του. «Ήταν άριστος εκπαιδευτικός», λέει. «Εμείς είχαμε ρεμπελέψει, γιατί μεσολάβησαν τα χρόνια του Αλβανικού Μετώπου και δεν πηγαίναμε σχολείο, και όταν άνοιξαν τα σχολεία μετά την Κατοχή, ήμασταν αγρίμια. Ο Μίλτης Παρασκευαΐδης κατάφερε με την πρώτη να μας πάρει τον αέρα και να επιβληθεί, χωρίς να χτυπήσει ποτέ κανένα μαθητή. Η κυριότερη απειλή του ήταν: “πρόσεξε, θα σε πετάξω έξω” και σταματούσαμε, γιατί το μάθημά του ήταν πολύ ωραίο και δε θέλαμε να το χάσουμε.» Η καθιέρωση των εργασιών από τη Β΄ τάξη του σχολείου, η παρότρυνση και η έμπνευση για συστηματοποιημένο και αποδοτικό τρόπο μάθησης, η ενθάρρυνση του εκπαιδευτικού, «έβγαλε» στην επιφάνεια τις ικανότητες του νεαρού Δημήτρη, που τόσο ο ίδιος όσο και οι συμμαθητές του αγάπησαν πολύ τα γνωστικά αντικείμενα που τους δίδασκε, ιδιαίτερα την Ιστορία. Ειδικά για το Δημήτρη, που στην Δ΄ τάξη έκθεσή του με θέμα «Η βιβλιολατρεία μου» είχε βραβευτεί, ο Παρασκευαΐδης είχε πει: «Αυτός κάποια στιγμή θα γίνει συγγραφέας.»


Σε σύναξη των Καλλονιατών στην Αθήνα (αριστερά). Με τις δύο εγγονές του στην Αίγινα, μαζεύοντας ελιές (δεξιά)

… και η στροφή στη Χημεία
Από την άλλη, το μάθημα που έκανε ο Απόστολος Αποστόλου (παρ’ όλο που η Χημεία από μόνη της ήταν «βαρετό μάθημα», όπως λέει σήμερα ο κ. Σαραντάκος), γινόταν με τέτοιο ενθουσιασμό, ώστε τους μετέδωσε ένα μέρος της αγάπης του καθηγητή τους για τη συγκεκριμένη επιστήμη. Γι’ αυτό, άλλωστε, όλοι τον αποκαλούσαν «ο δάσκαλος», τίτλος που στη Μυτιλήνη ήταν τότε πολύ ανώτερος από αυτόν του καθηγητή.
Έτσι, το 1946, τελειώνοντας το γυμνάσιο, ο Δημήτρης περνάει με εξετάσεις στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου και ζει πλέον στην Αθήνα, συναναστρεφόμενος ανθρώπους ίδιας ιδεολογίας. «Η Αθήνα, όταν ήρθα εγώ το ’46, με μάγεψε. Ήταν μια πανέμορφη πόλη. Μέναμε στην Κυψέλη και είχε δεντροστοιχίες παντού, ήταν μια ανθρώπινης κλίμακας πόλη, χωρίς πανύψηλα κτήρια. Μου άρεσε πολύ η Φοιτητική Λέσχη, είχαμε δημιουργήσει και μια χορωδία, υπήρχε πολύ κέφι, μολονότι άρχιζε ο εμφύλιος· και αυτό δεν ήταν λίγο, δεδομένου ότι ήμασταν αριστερά τοποθετημένοι και υπήρχε ο φόβος της εξορίας. Είχαμε πολύ καλή οργάνωση στη Μυτιλήνη, με σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους που δεν πολιτικολογούσαν, κάναμε πολιτισμό: λέσχες, παραστάσεις, διαλέξεις, όλα αυτά τράβηξαν πολύ κόσμο, πάρα πολλά νέα παιδιά, που τους έλκυε το κέφι που υπήρχε και ο πολιτισμός. Οι ΕΠΟΝίτες της Αθήνας ήταν καταπληκτικοί για το κέφι τους. Η οδός Ακαδημίας 15, όπου ήταν η Λέσχη (τώρα είναι γραφεία της Ένωσης Ξένων Ανταποκριτών), αντηχούσε από γέλια.»
Παράλληλα, παρακολουθούσε τα μαθήματα της Σχολής του, που ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, ασχολούμενος όμως και με το γράψιμο, κι έχοντας για άλλη μια φορά την τύχη να έχει σπουδαίους καθηγητές, που του μετέδωσαν τις γνώσεις και την αγάπη τους για τη Χημεία. «Η Χημεία είναι, πιστεύω, η “Βασίλισσα των Επιστημών”», λέει σήμερα. «Το Πολυτεχνείο ήταν καλό σχολείο, δεν υπήρχε περίπτωση να χρωστάς μαθήματα. Μας μάθαινε να δουλεύουμε, μας έβαζε σε μια τάξη. Βέβαια, οι γνώσεις μας αχρηστεύτηκαν από την εξέλιξη, η μέθοδος και η πειθαρχία όμως ήταν αυτά που κερδίσαμε.»


Η 1η τάξη του οκταταξίου γυμνασίου, με τον καθηγητή Γιώργο Βαλέτα (1938) (αριστερά). Με παλιούς συμμαθητές, στη συνεστίαση των 50 χρόνων από την αποφοίτηση (Αύγουστος 1996) (δεξιά)

Εργαζόμενος ως χημικός

Τελειώνοντας τη Σχολή και στη συνέχεια το στρατιωτικό του, το ’53 - ’55 αντιμετώπισε, όπως όλοι οι χημικοί και οι αρχιτέκτονες της εποχής, το πρόβλημα της ανεργίας, αφού οι απόφοιτοι ήταν πολλοί, αλλά ούτε μεγάλες βιομηχανίες υπήρχαν ούτε η οικοδόμηση της Αθήνας είχε αρχίσει ακόμη. Ο Δημήτρης, όμως, βιαζόταν. Ήθελε να μπορέσει να παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του, την Κική, που είχε γνωρίσει όσο ήταν ακόμη μαθητής, σε μια εκδρομή με φίλους στη Σουβάλα, στη βόρεια Αίγινα. «Ήταν να πάμε εκπαιδευτική εκδρομή στη Φρανκφούρτη, η οποία για διάφορους λόγους δεν έγινε. Μείναμε τρεις φίλοι με τη λαχτάρα και κάτι χρήματα που είχαμε εξοικονομήσει και είπαμε να πάμε στην Αίγινα. Είχε ένα ξενοδοχειάκι εκεί, που πήγαιναν οι γέροι για λουτρά και εμείς από το πρωί μέχρι το βράδυ κολυμπούσαμε σε κορίτσια.» Η Κική ήταν σε μια παρέα με τρία κορίτσια. Μόλις του είπε πως της αρέσει η ποίηση και ήθελε να σπουδάσει χημικός, ο έρωτας ήταν… κεραυνοβόλος. «Είχε πολύ αυταρχική μητέρα και ήταν συνέχεια υπό την επίβλεψη δύο θείων της, που την πήγαιναν συνέχεια στις εκκλησίες. Άρχισα να πηγαίνω κι εγώ για να τη δω και την τρίτη μέρα που πήγα στον όρθρο, την ξεμονάχιασα και της είπα “εγώ σ’ αγαπώ και θέλω να σε πάρω”.» Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία όπως φάνηκε και έτσι η μετέπειτα σύζυγός του κατάφερε να πείσει τη μητέρα της να κάνει φροντιστήριο στην Αθήνα, όπου αργότερα έγινε καθηγήτρια στην Κλινική Χημεία, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Για να τα βγάλει πέρα και να καταφέρει να την παντρευτεί, ο Δημήτρης Σαραντάκος δούλευε σε τρεις δουλειές παράλληλα. Το πρωί πλασιέ σε εταιρεία με σωλήνες άρδευσης, το μεσημέρι σε ένα μικρό εργοστάσιο ανθρακικού ασβεστίου στον Πειραιά, το βράδυ στη νυχτερινή σχολή του «Αρχιμήδη», όπου δίδασκε Χημεία και Αντοχή Υλικών. Τρία χρόνια μετά, διορίστηκε στον ΕΟΤ, που τότε ήταν στην πιο δημιουργική του φάση, αναλαμβάνοντας την προστασία των ξενοδοχειακών μονάδων από διάβρωση κ.λπ.. Το 1964 γράφει και το βιβλίο του «Στεγανώσεις και στεγανωτικά υλικά», το δεύτερο μετά το «Στοιχεία Χημείας», που είχε κυκλοφορήσει το 1958.
Δούλευε με ετήσιες συμβάσεις, όμως, που στη Χούντα δεν ανανεώθηκαν. Δούλεψε τότε ως ελεύθερος επαγγελματίας, στήνοντας ένα μικρό εργοστασιάκι μονωτικών και στεγανωτικών υλικών και μια μικρή εταιρεία με στεγανώσεις. Δεν ήταν, όμως, στην ιδιοσυγκρασία του το να είναι επιχειρηματίας κι έτσι, μετά τη μεταπολίτευση, πιάνει δουλειά στην Αγροτική Τράπεζα. Μαζί με τους συναδέλφους του, που ασχολούνται με επεξεργασία υγρών αποβλήτων, είναι «Οι απόβλητοι» και γυρίζουν όλη την Ελλάδα, δίνοντας έξυπνες και απλές λύσεις με φτηνά μέτρα και ντόπιους εργάτες, που συνδύαζαν τη φαντασία με τη γνώση.


Με τους συμφοιτητές του στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (1949) (αριστερά). Το πρώτο παντελόνι… (δεξιά)

Το λογοτεχνικό έργο

Το 1989, ο Δημήτρης Σαραντάκος συνταξιοδοτείται από την Αγροτική Τράπεζα, έχοντας με τη σύζυγό του τρία παιδιά. Και από τότε ασχολείται μόνο με το γράψιμο. Πέρα από τα δύο πρώτα του, που ήταν τεχνικά, έχει εκδώσει συνολικά μέχρι τώρα 12 βιβλία. Ανάμεσα σ’ αυτά, η βιογραφία του πατέρα του με τίτλο «Οι σταυρωμένοι Σωτήρες», το «Η ζωή και ο θάνατος ενός ανθρώπου» για το Μυτιληνιό γεωπόνο Χαράλαμπο Κανόνη, τον οποίο είχε υπόδειγμα, μια μπροσούρα πολιτικού περιεχομένου, «Τα έπη των Αριπασμών», «Γιατί η θεία μου μπορεί και να πήγε στον Παράδεισο», «Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους», «Τι μας είπαν τελικά οι αρχαίοι Έλληνες;» κ.ά.. Τελευταίο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Αιολίδα», η «Αποκρουστέα Μυθολογία». Υπό έκδοση βρίσκονται άλλα τρία βιβλία, που ο ίδιος ελπίζει να κυκλοφορήσουν μέσα στο 2011.
«Με βοηθάει πολύ το ότι γράφω τα βιβλία μου σε κομπιούτερ. Είμαι ένθερμος οπαδός της πληροφορικής, θεωρώ ότι είναι μεγάλη πρόοδος», λέει ο Δημήτρης Σαραντάκος, που έχει δημιουργήσει δικό του ιστολόγιο, όπως και ο γιος του, που, παρ’ όλο που σπούδασε κι αυτός χημικός μηχανικός, στη συνέχεια έγινε γλωσσολόγος κι έχει γράψει επίσης αρκετά βιβλία. Στο ίδιο μονοπάτι και η σύζυγός του, Κική, που γράφει ποιήματα και έχει εκδώσει ως τώρα τρεις ποιητικές συλλογές. Η οικογένεια σήμερα αριθμεί και πέντε εγγόνια.
Δεν ήρθε ποτέ για να μείνει μόνιμα στη Μυτιλήνη, ερχόταν όμως κάθε καλοκαίρι από το ’50 και μετά. «Είναι ευτύχημα πως, τόσο η γυναίκα μου όσο και τα παιδιά μου, αγάπησαν τη Μυτιλήνη. Είχαμε αποκτήσει και έναν κύκλο, μια πολύ ωραία παρέα στο “Μουσικό Καφενείο”, τους “Καφελόγιους”, που έχουμε κατά κάποιο τρόπο μεταφέρει στην Αθήνα, στο Σύλλογο Καλλονιατών, όπου μαζευόμαστε διάφοροι “λόγιοι” από τη Μυτιλήνη. Ο Σύλλογος μας δίνει δωρεάν το χώρο και το ούζο κι εμείς φέρνουμε από το σπίτι μας υλικό και διαβάζουμε, τραγουδάμε κ.λπ..»


Εκδρομή στο Πυργί, με τον καθηγητή τους Μίλτη Παρασκευαΐδη (αριστερά). Ομάδα της μαθητικής ΕΠΟΝ. Ο Δημήτρης Σαραντάκος καθιστός, δεύτερος από δεξιά (δεξιά)

Το «Φιστίκι»
Εμπνευσμένος από τον τόπο καταγωγής της γυναίκας του, την Αίγινα, συντάσσει εδώ και χρόνια τη σατιρική εφημερίδα «Φιστίκι», που ακολούθησε την έκδοση της πρώτης, όπως λέει ο ίδιος, προοδευτικής εφημερίδας του τόπου, της «Δημοκρατικής Αίγινας». «Το “Φιστίκι” έχει περίεργη ιστορία», λέει. «Είχαμε καθίσει το 1975 μερικοί φίλοι στην Αίγινα, βγάλαμε την πρώτη εκείνη εφημερίδα και στη συνέχεια, όταν κάποιος από τους τρεις αποφάσισε να περάσει στο ΠΑΣΟΚ και μας την πήρε, βγάλαμε τον “Πολίτη της Αίγινας”, που είχε ως ένθετο το “Φιστίκι”, που στην αρχή ήταν σατιρικό. Κράτησε τρία - τέσσερα χρόνια ως ένθετο και στη συνέχεια έβγαινε μόνο του ως εφημερίδα για τέσσερα χρόνια και μετά ως διμηνιαίο περιοδικό. Είχα τρεις λαμπρούς σκιτσογράφους και δεν είχα ποτέ προβλήματα με παρεξηγήσεις, μηνύσεις κ.λπ.. Μου αρέσει να λέω την άποψή μου με θάρρος.» Αφού έβγαλε άλλα 42 τεύχη, αποφάσισε να κάνει το «Φιστίκι» εξαμηνιαία επιθεώρηση, που κυκλοφορεί όμως πλέον μόνο ως ψηφιακή έκδοση, στο www.tofistiki.wordpress.com/, αφού διαβαζόταν περισσότερο ηλεκτρονικά. Από το 1991 συνεργάζεται σχεδόν ανελλιπώς με το «Ε» και τα σημειώματα που έχουν δημοσιευτεί σ’ αυτό, περιλαμβάνονται και στην «Αποκρουστέα Μυθολογία».

Αισιόδοξος για το μέλλον
Ευχαριστημένος από μια ζωή που του χάρισε εκτός άλλων και μια καλή οικογένεια, ο Δημήτρης Σαραντάκος, ένας άνθρωπος που στη ζωή του τον τράβηξε περισσότερο η Λογοτεχνία και ο Πολιτισμός, λέει σήμερα: «Δεν είχα ποτέ μου την έγνοια να βγάλω λεφτά, μόνο να έχω μια άνεση. Νομίζω ότι κατατάσσομαι στους συνηθισμένους ανθρώπους, που προσπαθούν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους και να είναι σωστοί απέναντι στους συναδέλφους τους και στην υπόλοιπη κοινωνία. Αν τα βιβλία μου διαβάζονται, είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά μου: ότι το γράψιμό μου δεν πάει χαμένο.»
Αντίθετος στην τηλεόραση και θερμός υποστηρικτής του διαδικτύου, συμβουλεύει τους νέους ανθρώπους να αποφεύγουν την πρώτη. «Ευτυχώς, βλέπω αντιπαλότητα μεταξύ διαδικτύου και τηλεόρασης και τους νέους να στρέφονται περισσότερο προς το πρώτο, όπου μπορείς να επέμβεις, να συμμετέχεις σε συζητήσεις», λέει. «Το πιο καλό, όμως, είναι το διάβασμα. Τίποτα δεν το αναπληρώνει. Στους νέους λέω: “διαβάστε”. Το παιδί που διαβάζει, είναι σε ένα δρόμο που θα το οδηγήσει σωστά. Σήμερα κινδυνεύουμε από μια βαρβαρότητα κι αυτό πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ξαναγυρίζοντας στις ρίζες μας, όχι με τον εθνικιστικό χαρακτήρα, αλλά με την ελληνική φιλοξενία, τη γλώσσα μας κ.λπ.. Υπάρχει μια αποβιομηχανοποίηση εδώ και πολλά χρόνια, κλείνουν μεγάλες βιομηχανίες που απασχολούσαν πάρα πολύ κόσμο κι επιστήμονες μηχανικούς, κι εμείς δυστυχώς δεν καταφέραμε να φέρουμε σαν αντίβαρο την παροχή γνώσεων, όπως έχουν κάνει για παράδειγμα οι Φινλανδοί, που ευημερούν γιατί πουλάνε γνώσεις. Εμείς θα μπορούσαμε να κάνουμε θαύματα, αφού υπάρχουν δυνάμεις που θα μπορούσαν να στραφούν στην παραγωγή και την πώληση γνώσης. Είμαι αισιόδοξος, όμως, όσον αφορά την κρίση, δε νομίζω ότι θα καταστραφούμε όπως λένε τα Μ.Μ.Ε.. Στα ελληνικά πανεπιστήμια γίνονται θαύματα, που δεν τα αναφέρουν τα Μέσα, γιατί θέλουν να τρομάζουν τον κόσμο. Δε θα τους περάσει, ο ελληνικός λαός είναι λίγο ατίθασος και καλά κάνει. Δεν το χάβει το κουτόχορτο…»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey