Αθανάσιος Κοτσιναδέλλης, ο τελευταίος λυράρης της Λήμνου

01/07/2012 - 05:56
«Με λύρας τα πατήματα, με κόρδες του λαγούτου ξελησμονώ τα βάσανα του ψεύτη κόσμου ετούτου». Έτσι λέει μια παλιά μαντινάδα. Τα βάσανα βέβαια του κόσμου και του καθενός μας είναι πολλά και δύσκολα ξεχνιούνται.
«Με λύρας τα πατήματα, με κόρδες του λαγούτου ξελησμονώ τα βάσανα του ψεύτη κόσμου ετούτου». Έτσι λέει μια παλιά μαντινάδα. Τα βάσανα βέβαια του κόσμου και του καθενός μας είναι πολλά και δύσκολα ξεχνιούνται. Έχει όμως φορές μέσα στη μουσική που έστω και για λίγο οι καημοί αλαφραίνουν και ο ανθρώπινος νους γλυκαίνει, ξεγελιέται. Είναι αυτό που έχει τραγουδήσει ο Ξυλούρης: «Ώρες-ώρες ημερεύομαι με τη χορδή της λύρας, δεμένος πισθάγκωνα στο μεσιανό κατάρτι».
Ένα βραδάκι ο δρόμος μάς έβγαλε στα Τσιμάνδρια της Λήμνου. Ήτανε κάπως περασμένη η ώρα, μα θέλαμε να συναντήσουμε έναν μεγάλο λυράρη, από τους παλιούς, τον Αθανάσιο Κοτσιναδέλλη. Τον βρήκαμε εκεί στην πλατεία με τις μουριές, στην ταβέρνα του. Δούλευε ακόμα, είχε ψητά να ψήσει, παρέες να σερβίρει. Έπρεπε να κάνουμε υπομονή, δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα να του μιλήσουμε, πώς να ενοχλήσεις έναν άνθρωπο με τόσα στο κεφάλι του; Μπήκαμε μέσα στην ταβέρνα όπου υπάρχουν στολισμένες καμμιά δεκαριά λύρες. Όλες τους πολύ όμορφες, όργανα παιγμένα που ποιος ξέρει τι γλέντια και τι χορούς έχουν κάνει. Μα στα αριστερά όπως μπαίνουμε, εκεί μας περίμενε κάτι ξεχωριστό: κρεμασμένο στον τοίχο ένα μικρό λυρί, κεμεντζές από τα απέναντι παράλια. Ήρθε και αυτό, τότε το ‘22, φερμένο από μερακλή που δεν μπόρεσε να αποχωριστεί την τέχνη του, το μεράκι του, έστω και μπροστά στο πρόσωπο της καταστροφής.
Επιτέλους σε κάποια στιγμή όλοι οι θαμώνες είχαν κεραστεί, η θράκα δεν θα έψηνε άλλο. Ο Κοτσιναδέλλης ήρθε και κάθισε δίπλα μας. «Μαθαίνω λύρα», του είπα, «και ήρθα να σε δω». «Καλά έκανες, καλωσόρισες», μου απάντησε. Έτσι ξεκίνησε η συζήτησή μας, έτσι σε λίγο έφερα την λύρα από το αμάξι και είχαμε όλοι την τιμή να ακούσουμε τον τελευταίο λυράρη της Λήμνου. Με τα ρούχα της δουλειάς, με τα χέρια του χοντρά και ροζιασμένα, ο Κοτσιναδέλλης μάς έπαιξε ένα από τα πιο όμορφα μακάμια που έχω ακούσει. Για όσους δεν ξέρουν τι είναι το μακάμι, φανταστείτε το σαν ένα σόλο, ένα ταξίμι, πιο απλά, έναν αμανέ παιγμένο στη λύρα που φανερώνει την δεξιοτεχνία του οργανοπαίχτη. Από τον Κοτσιναδέλλη θέλαμε να ακούσουμε και το λημνιό «Πάτμα», έναν σκοπό που χορεύεται κάπως σαν σούστα. Δεν μας χάλασε το χατίρι, μας έπαιξε και «Πάτμα» και «Τσακαγιά» και μας τραγούδησε. Σαν μεγάλος λυράρης ο Κοτσιναδέλλης αποφεύγει συνειδητά να εκφράζει τις ιδέες του σε ρέοντα λόγο. Χρησιμοποιεί δικά του δίστιχα αλλά και στροφές ολόκληρες που έχει γράψει και έχει με εκπληκτικό τρόπο απομνημονεύσει.
Ο Κοτσιναδέλλης έχει παίξει παντού στον κόσμο. Ευρώπη, Αυστραλία, Αμερική, σε τόσα μέρη που πια και ο ίδιος δεν θυμάται, σε τόσα φεστιβάλ. Μαζί με τον θρυλικό Κώστα Μουντάκη στο Ηρώδειο και τώρα τελευταία στην Κρήτη, σε πανελλήνια συνάντηση λυράρηδων. Έχει ηχογραφήσει πολλούς δίσκους. Μα βρίσκεται ακόμα εκεί στα Τσιμάνδρια για να καλοδεχτεί όποιον αγαπάει την παραδοσιακή μουσική.
Από την συνάντηση μαζί του μάθαμε πολλά πράγματα και φύγαμε λίγο καλύτεροι άνθρωποι. Η μουσική είναι κάτι που μας ενώνει γιατί μας κάνει να μιλάμε μια απλούστερη και συνάμα βαθύτερη γλώσσα. Από καρδιάς ευχόμαστε η τέχνη του Κοτσιναδέλλη να μην ξεχαστεί. Να ξεπεραστούν τα εμπόδια που μας περιέγραψε, έτσι ώστε, βοηθούμενος από τους τοπικούς φορείς να μην γίνει ο τελευταίος λυράρης της Λήμνου. Κάποτε αυτό το νησί αντιλαλούσε από τις χορδές τις λύρας, στα πανηγύρια του, στους γάμους, και στα γλέντια. Το λαγούτο και το νταούλι συνόδευαν τον λυράρη και τότε τα πόδια και οι καρδιές των γλεντιστάδων δεν ήταν πια στην γη. Ποιο είναι το τίμημα για να μην χαθούν για πάντα οι σκοποί και τα τραγούδια της Λήμνου;

*Ο Τυρίκος Εργάς Γιώργος είναι φιλόλογος με D.E.A. στη Συγκριτική Λογοτεχνία, υποψήφιος διδάκτορας Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey