
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
(1815-1888)- (β)
Γράφαμε, πριν από αρκετό καιρό είναι η αλήθεια, για τον σημαντικό αρχαιολόγο, με καταγωγή από τον Μανταμάδο Λέσβου Παναγιώτη Ευστρατιάδη, με αφορμή την κυκλοφορία Αθήνα 2021) των Πρακτικών ενός Συνεδρίου στη μνήμη του που οργανώθηκε το 2015 στην Αθήνα. Είχα αφιερώσει την πρώτη επιφυλλίδα στην ανάδειξη των στοιχείων της καταγωγής, των σπουδών, της υπηρεσίας του στην εκπαίδευση. Θα κλείσω λοιπόν την ενασχόλησή μου με τον σημαντικό λεσβιακής καταγωγής λόγιο και αρχαιολόγο, με την προσπάθεια παρουσίασης του αρχαιολογικού του έργου, φυσικά αν μπορεί αυτό να γίνει με τις λίγες αυτές γραφές, που καλούνται να περιγράψουν ένα σπουδαίο έργο.
Αν πιάσει κανείς στα χέρια του και φυλλομετρήσει απλώς τα Πρακτικά του συνεδρίου, που αναφέραμε παραπάνω και διαβάσει τους τίτλους των ανακοινώσεων θα καταλάβει αμέσως για το μέγεθος και τη σημασία του έργου του Παναγιώτη Ευστρατιάδη ως αρχαιολόγου και τη συμβολή του στην ανάπτυξη των αρχαιολογικών πραγμάτων. Ωστόσο, όπως ομολογείται από διακεκριμένους αρχαιολόγους, παρά τη συμβολή του στην ανάπτυξη της αρχαιολογικής επιστήμης, το όνομα του Παναγιώτη Ευστρατιάδη εξακολουθεί να παραμένει γνωστό -μαζί με τα ονόματα και άλλων σκαπανέων της επιστήμης αυτής- παρά μόνο στους πολύ εξειδικευμένους με την έρευνα των μνημείων. Μολονότι και εγώ ο τελειώσει το Ιστορικό-Αρχαιολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, η αποκλειστική ενασχόλησή μου με την Ιστορία δεν μου δίνει τα εφόδια για να εκτιμήσω το έργο του Παναγιώτη Ευστρατιάδη, γι αυτό όσα ακολουθούν στηρίζονται στον πρόλογο στον τόμο των Πρακτικών που συνέταξε ένας από τους πλέον ειδικούς με τα ζητήματα αυτά ο Άγγελος Ματθαίου.
Ο Παναγιώτης Ευστρατιάδης, μετά από τον θάνατο του Κ. Πιττάκη, διοίκησε την Αρχαιολογική Υπηρεσία από το 1864-1884. Οι δημοσιεύσεις του για τα ζητήματα των μνημείων δεν είναι τόσο πολλές, όμως αυτός μερίμνησε για την κατάρτιση και τη σωτηρία ενός σπουδαίου έργου, στο οποίο ανατρέχουν ακόμα και σήμερα οι αρχαιολόγοι και αυτό δεν είναι άλλο από το Αρχείο της Υπηρεσίας, του αρχείου των διοικητικών εγγράφων αλλά και του καταλόγου των αρχαίων που είχε συντάξει ο ίδιος. Πέραν τούτων η συμβολή του είναι μεγάλη για την καταπολέμηση της αρχαιοκαπηλίας, που στις μέρες του παρουσίαζε ιδιαίτερη έξαρση, η σύνταξη καταλόγων των αρχαιοτήτων που φυλάσσονταν στις κρατικές συλλογές, η σύνταξη καταλόγων δύο σημαντικωτάτων Μουσείων, του Εθνικού Αρχαιολογικού και της Ακροπόλεως, το οποίο έγινε τότε και μέσα σ᾽ αυτό στεγάστηκαν για πρώτη φορά οι αρχαιότητες της Ακρόπολης.
Στον Παναγιώτη Ευστρατιάδη, όπως παρατηρεί ο Άγγελος Ματθαίου, οφείλεται η φροντίδα των αρχαιολογικών τόπων και των ευρημάτων τους, καθώς και η αρωγή του προς τους δασκάλους, τους επάρχους και των ανδρών της Χωροφυλακής, με επιτόπιες επισκέψεις, προκειμένου αυτοί να αποκτήσουν την απαραίτητη ευαισθησία με τα αρχαία ερείπια. Στο αδημοσίευτο Αρχείο του οφείλουμε τη σωτηρία πολύτιμων πληροφοριών για τις συνθήκες και τους τόπους ανεύρεσης κινητών και ακινήτων μνημείων.
Κάνοντας μια μικρή περιήγηση στους τίτλους των ανακοινώσεων που δημοσιεύονται στα Πρακτικά του συνεδρίου στη μνήμη Παναγ. Ευστρατιάδη, θα σημειώσουμε ακόμη ότι οι διάφοροι μελετητές του έργου του παρουσιάζουν στοιχεία για τη δράση του ως επικεφαλής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, όπως αναφέραμε. Επιπλέον όμως αναφέρονται στοιχεία για τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα επί Π. Ευστρατιάδη για την προστασία των αρχαιοτήτων, την αρχαιοκαπηλείαεπί των ημερών του, οι έρευνες για τον λέοντα της Χαιρώνειας, για τη μέριμνά του υπέρ των μνημείων της Εύβοιας, για τις αρχαιότητες της Δήλου και της Πάρου, για τις ανασκαφές στην Αθήνα επί των ημερών του, για την τοπογραφία της Αθήνας καθώς και τις βυζαντινές αρχαιότητες της Αθήνας επί των ημερών του κτλ.
Θα κλείσουμε τη σημερινή, ελλειπτική επιφυλλίδα με ένα απόσπασμα που δημοσιεύει ο Άγγελος Ματθαίου, που προέρχεται από τη γραφίδα του σπουδαίου Στέφανου Κουμανούδη, που γράφει το 1888 για τον Π. Ευστρατιάδη:
«...Ο εκ Μυτιλήνης Παναγιώτης Ευστρατιάδης, όστις της τάξεως ων των λογίων, αφού έτη πολλά εδίδαξε την νεολαίαν, ύστερον και ως σύμβουλος της ημετέρας Εταιρίας, εν ανωμάλοις μάλιστα του σωματείου τούτου καιροίς, ειργάσθη πάνυ λυσιτελώς τη επιστήμη και ως γενικός έφορος των του κράτους αρχαιοτήτων επί εικοσαετίανόλην εις τα χρειώδη της αρχαιολογικής υπηρεσίας επιστήσας τον νουν, πολλά μεν εις το να είναι προεκάλεσεν, άλλων δε την επί το βέλτιονρύθμισιν επεδίωξε. Τα δε έργα αυτού ταύτα, καθώς και όσα μετ᾽ επιστημονικής ακριβείας έγραψε, δικαίως ετιμήθησαν και παρ᾽ ημίν και παρά τοις εν τη αλλοδαπή αρχαιολογούσι».