
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η προχθεσινή είδηση ότι έσταζε βρόχινο νερό μέσα στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και είχαν στρώσει προστατευτικούς μουσαμάδες και πλαστικά, με ταξίδεψε με μια γλυκόπικρη νοσταλγία εβδομήντα χρόνια πίσω στο χωριό.
Στο πατρικό μας διώροφο σπίτι του χωριού όλες οι τότε «ανέσεις» δεν είχαν καμιά σχέση με τις σημερινές.
Ξυλόσομπα για όλες τις δουλειές και τις χρήσεις, φιγού που άναβε στην αυλή τα κάρβουνα για να μετακομίσουν στο μαγκάλι, ψυγείο με κολόνες πάγου, και τα φώτα να κάνουν το «σήμα» στις 11 η ώρα (αναβόσβηναν δύο φορές) προειδοποιώντας μας ότι έρχεται η νυκτερινή διακοπή.
Πολύ πριν τη διακοπή παίρναμε θέσεις ύπνου.
Με τον αδερφό μου κοιμόμασταν μαζί στο διπλό σιδερένιο κρεβάτι που ήταν τοποθετημένο στη σάλα.
Προτού κοιμηθούμε πότε τραγουδούσαμε και πότε κοιτάγαμε εκστατικά τις εξωτικές εικόνες της μπάντας δίπλα από το κρεβάτι.
Όρθια δυο ελάφια με τα περήφανα κέρατά τους και πιο πέρα μέσα στις φυλλωσιές και κάτω από τους φοίνικες να παραμονεύει ένας νηστικός βασιλιάς του δάσους.
Οι τραβάκες των σπιτιών με τα παλιά κεραμίδια ήθελαν τότε κάθε τόσο έλεγχο και μερεμέτια, και κείνη τη χρονιά ο πατέρας δεν πρόφτασε να τα κάνει.
Στην πρώτη δυνατή βροχή του σαραντάμερου άρχισε, για κακή μας τύχη, να στάζει νερό πάνω στα κρεβάτι μας μέσα στη νύχτα.
Έγινε αμέσως κινητοποίηση για να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα. Αλλάχτηκαν οι ιταλικές κουβέρτες, εντοπίστηκαν οι θέσεις των σταλαματιών και μπήκαν ανάμεσα στα πόδια μας δυο λουμινένιες λεκάνες να μαζεύουν το βρόχινο νερό όσο εμείς κοιμόμασταν.
Τις θυμάμαι εκείνες τις νύχτες σαν και τώρα. Από τη μια οι ναρκωτικές σταγόνες της βροχής να μας σπρώχνουν στην αγκαλιά του Μορφέα, κι απ’ την άλλη η αγωνιώδης αίσθηση να μη μετακινηθούν οι λεκάνες, να μας κρατά καθηλωμένους και ξύπνιους.
Τα χρόνια βέβαια περάσανε.
Η ζωή σήμερα έχει ανεβασμένες απαιτήσεις και άπειρα τεχνικά μέσα, γι’ αυτό και τα όσα συμβαίνουν κάθε τόσο ως δυστυχήματα που δεν προβλέφθηκαν (καταρρεύσεις σε νοσοκομεία και σχολεία, πλημμύρες, μπαζωμένα ρέματα, ανοιχτά φρεάτια και πίδακες λυμάτων, πυρκαγιές, ξυλοδαρμοί, ναυτικά και σιδηροδρομικά ατυχήματα και τόσα τόσα άλλα καθημερινά) δεν περιποιούν καμιά τιμή σε ευρωπαϊκό κράτος του εικοστού πρώτου αιώνα.
Οι γενεσιουργοί λόγοι πάντως παραμένουν οι ίδιοι τότε και τώρα.
Τότε δεν πρόφτασε ο πατέρας για κάποιους λόγους να επισκευάσει τη στέγη.
Σήμερα κανείς δεν ασχολείται με τις ανατεθειμένες υποχρεώσεις του, κανείς δεν δίνει λόγο σε κανέναν επιστάτη του, και όλοι πληρώνονται από τον δημόσιο κορβανά προκλητικά και ανεξέλεγκτα.
Το χειρότερο δε είναι ότι όταν γίνει η μεγάλη ζημιά, τότε διαπληκτίζονται οι λεγόμενοι «φορείς», ποιος δεν θα «φέρει» την ευθύνη …..