Αλήθεια, τώρα τι κάνουμε;

18/10/2019 - 16:37

Α΄ ΜΕΡΟΣ

Είναι αναμφισβήτητο πως οι σχέσεις μας με την Τουρκία βρίσκονται σε κρίσιμο κι επικίνδυνο σημείο. Η γείτων χώρα μάς «επιτίθεται» σε δύο επίπεδα, το επίπεδο της ΑΟΖ της Κύπρου και στο επίπεδο του μεταναστευτικού που τείνει να εξελιχθεί σε πραγματική «βόμβα» που κανείς δεν ξέρει πότε και πώς θα σκάσει. Δεν είναι άσχετο το γεγονός πως μερικοί μιλούν για «πόλεμο» ή «τρίτο Αττίλα»! Βέβαια, τα κόμματα μας, προς δόξαν τους, επιρρίπτουν το ένα την ευθύνη στο άλλο και έτσι «αποκαθαίρουν» τη συνείδησή τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, φαίνεται να «χαίρεται» με την αύξηση των μεταναστευτικών ροών και την αδυναμία της κυβέρνησης να τις ελέγξει, διότι δικαιώνεται κατά κάποιο τρόπο από αυτή την κατάσταση. Λησμονεί, βέβαια, πως κάθε πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπίζεται, όταν πρωτοπαρουσιάζεται, γιατί, αν το αφήσουμε να γιγαντωθεί, τότε η αντιμετώπισή του δυσκολεύει. Και δεν νομίζω πως υπάρχει κανένας αντικειμενικός κριτής που να πιστεύει πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ευθύνεται, γιατί άφησε ανοιχτές και αφύλακτες τις εισόδους μέσω των οποίων οι περισσότεροι μετανάστες και πρόσφυγες έφτασαν στη χώρα μας.

Τα νησιά μας εκπέμπουν φωνή αγωνίας και το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι το τι κάνουμε από εδώ και πέρα. Ας υποθέσουμε πως έχουμε ένα κακό γείτονα ο οποίος διακηρύσσει πως ένα όμορο οικόπεδό μας του ανήκει και αρχίζει μάλιστα να ανεγείρει και κάποια οικοδομή σε αυτό. Εμείς του γνωστοποιούμε πως αυτό που κάνει είναι παράνομο, πως αντίκειται στον νόμο και διακηρύσσουμε σε όλους τους τόνους και σε όλους πως αυτός δεν σέβεται το δίκαιο που ισχύει. Προσφεύγουμε μάλιστα στις αρμόδιες αρχές, τον καταγγέλλουμε και ζητούμε την παρέμβασή τους και την τιμωρία του. Οι αρχές, όμως, αυτές για κάποιο λόγο «κωφεύουν» και το πολύ που κάνουν είναι να συστήνουν αυτοσυγκράτηση και διαπραγμάτευση για την επίλυση του προβλήματος. Στο μεταξύ ο γείτονας συνεχίζει την παράνομη δράση του περιφρονώντας και εμάς και τις αρχές. Και δημιουργείται το ερώτημα: τι κάνουμε;

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Τουρκία. Αυτή συνεχίζει τις παράνομες ενέργειές της που θέτουν σε κίνδυνο ακόμη και την εθνική μας ασφάλεια και εμείς το μόνο που κάνουμε είναι να επικαλούμαστε το «διεθνές δίκαιο», το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» και ό τι άλλο ανούσιο και άχρηστο υπάρχει. Βέβαια και εμείς είμαστε δέσμιοι κάποιας συμφωνίας που έχουμε υπογράψει, ενός «δικαίου το οποίο πρέπει να τηρήσουμε, γιατί, όπως λέει ο Πλάτων «αυτά που θα συμφωνήσει κανείς ότι είναι δίκαια πρέπει να τα κάνει» (Α αν τις ομολογήση τω δίκαια όντα, ποιητέον). Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει κοινωνία χωρίς το δίκαιο και την τήρησή του. Από τον Πλάτωνα μαθαίνουμε πως για την εδραίωση της κοινωνικής τάξης ο Δίας έστειλε τον Ερμή να πάει στους ανθρώπους την Αιδώ και την Δίκη, ίνα είεν φιλίας συναγωγοί. Και ο Τωβίτ λέει πως είναι «αγαθό το λίγο με δικαιοσύνη παρά το πολύ με αδικία» (ΙΒ 8: Αγαθόν το ολίγον μετά δικαιοσύνης ή το πολύ μετ’ αδικίας).

Το κακό, όμως, είναι πως το λεγόμενο «Διεθνές Δίκαιο» είναι σύμβαση των ανθρώπων και στηρίζεται πάνω σε νόμους στους οποίους ο καθένας δίνει την ερμηνεία που τον βολεύει. Ο Thoreau έλεγε «δεν είναι τόσο επιθυμητό να καλλιεργείται ο σεβασμός για τον Νόμο, όσο ο σεβασμός για το Δίκαιο. Η μοναδική υποχρέωση που έχω δικαίωμα να αναλάβω είναι να κάνω πάντα εκείνο το οποίο νομίζω Δίκαιο». Έτσι πολλοί ηγέτες θεωρούν το Δίκαιο κάτι το υποκειμενικό και το ερμηνεύουν με τον τρόπο που τους εξυπηρετεί. Θέλω να πω πως σήμερα κανείς δεν κοιτά το δίκαιο. Κοιτά το συμφέρον του και, όπως είχα την ευκαιρία να πω και άλλοτε, «το συμφέρον είναι αυτό που καθορίζει το Δίκαιο και γράφει την Ιστορία».

Από παλιά ο Πλάτων με τον Διάλογο των Μηλίων (5.85) μας είχε διδάξει πως η Δικαιοσύνη εξαρτάται από τη δύναμη που έχει κανείς να την επιβάλει. Είχε πει με το στόμα των Αθηναίων πως «κατά την κρίση των ανθρώπων το Δίκαιο υπολογίζεται, όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του και ότι, αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε οι δυνατοί κάνουν όσα επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύνατοι υποχωρούν και συμμορφώνονται» (5. 92). Και ο Μαχ Νορντάου, θεωρώντας τη Δικαιοσύνη «κατά συνθήκη ψεύδος», τη συσχέτιζε με τη δύναμη και έλεγε πως η απόλυτη δικαιοσύνη είναι θεωρητική. Η δικαιοσύνη στην οποία μπορούμε να υπολογίζουμε είναι ένα είδος διαγωνίου γραμμής ενός παραλληλογράμμου, του οποίου οι πλευρές είναι η δύναμη και η ιδεώδης δικαιοσύνη. Και ο Πασκάλ, προωθώντας την ίδια ιδέα έλεγε πως «είναι καλό να ζητούμε τον πιο δίκαιο, αλλά είναι ανάγκη να υπακούμε στον πιο δυνατό. Η δικαιοσύνη χωρίς τη δύναμη είναι ανίσχυρη, αλλά και η δύναμη χωρίς τη δικαιοσύνη είναι τυραννική. Η δικαιοσύνη χωρίς τη δύναμη αμφισβητείται, γιατί υπάρχουν πάντοτε οι κακοί άνθρωποι. Η δύναμη πάλι χωρίς τη δικαιοσύνη κατηγορείται. Πρέπει λοιπόν να ζευγαρώσουμε τη δικαιοσύνη με τη δύναμη και για να το πετύχουμε αυτό πρέπει ο δίκαιος να γίνει δυνατός ή ο δυνατός να γίνει δίκαιος. Η δικαιοσύνη είναι πάντοτε συζητήσιμη, ενώ η δύναμη είναι πάντοτε παραδεκτή και χωρίς συζήτηση. Γι’ αυτό οι άνθρωποι δεν έδωσαν δύναμη στη δικαιοσύνη , γιατί η δύναμη δεν παραδέχτηκε ποτέ τη δικαιοσύνη λέγοντας της πως είναι άδικη και πως η ίδια είναι δίκαιη. Κι έτσι μη μπορώντας να κάνουμε δυνατό το δίκαιο κάναμε δίκαιο το δυνατό».

Αυτή είναι, δυστυχώς, η πραγματικότητα. Ας πάψουμε, λοιπόν, να επικαλούμαστε το «Διεθνές Δίκαιο», γιατί κανείς από αυτούς που μπορούν να το επιβάλλουν δεν είναι διατεθειμένος να το κάνει. Άλλωστε, όλοι οι πόλεμοι που έγιναν αποτελούσαν παράβαση μιας συνθήκης ή του «Διεθνούς Δικαίου». Στον «πόλεμο» με την Τουρκία, πρέπει να το πάρουμε απόφαση, είμαστε «μόνοι». Είμαστε, λοιπόν, ικανοί να επιβάλουμε το δίκαιό μας; Αν όχι, τότε ας προβληματιστούμε για το τι μπορεί να ακολουθήσει και ας ετοιμαστούμε. Εδώ περισσότερο από κάθε άλλη φορά ισχύει το «Οι καιροί ου μενετοί» του Δημοσθένη. Οι καιροί δεν περιμένουν…

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey