
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Με αφορμή την 25η Μαρτίου 1821
Γράφει η Μάγδα Αναγνωστή
«Εμείς...ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμε ελεύθεροι από από γενεά σε γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα...Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά». Αυτά τα λόγια είπε ο Γέρος του Μωριά στον άγγλο ναύαρχο Χάμιλτων, όταν εκείνος, μπροστά στον κίνδυνο από τον Ιμπραήμ, του πρότεινε να συμβιβαστούν με τους Τούρκους.
Διαβάζοντας στα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη το παραπάνω περιστατικό, συνειδητοποίησα πως το νόημα της θυσίας του Κωσταντίνου Παλαιολόγου δεν περιοριζόταν στο ελευθερία ή θάνατος, αλλά κυρίως στο «Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε». Ο θάνατός του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου δεν αποτελούσε απλά παράδειγμα προς μίμησιν. Έδινε και την ισχυρή νομιμοποίηση σε οποιαδήποτε μελλοντική εξέγερση των Ελλήνων. Νομιμοποίηση στην οποία βασίστηκε και η επερχόμενη Εθνεγερσία, η απελευθέρωση της Ελλάδας, και η διεθνής αναγνώρισή της ως ελεύθερο κράτος, έπειτα από 400 σχεδόν χρόνια. Κι αυτό να μην το λησμονούμε ποτέ.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσουμε με έμφαση κάτι που δυστυχώς εύκολα ξεχνάμε, αν δεν το αγνοούμε ολότελα. Κάτι το οποίο ο Κολοκοτρώνης γνωρίζει σωστά και τεκμηριωμένα. Όταν λέει: «Εμείς...ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμε με τους Τούρκους...η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον...και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα...η Μάνη και το Σούλι», είναι απολύτως ιστορικά ακριβής. Από την πτώση της Κωνσταντίνου Πόλης μέχρι την ίδρυση του νεώτερου Ελληνικού κράτους δεκάδες, εκατοντάδες εξεγέρσεις σημειώθηκαν στον ελλαδικό χώρο, από τις οποίες 31 υπήρξαν τόσο σημαντικές σε διάρκεια και έκταση ώστε να μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε επαναστάσεις. Ήδη στα 1457 υπήρξε η πρώτη αντίδραση στη Μάνη, που διάρκεσε 15 χρόνια, και τελευταία πριν το 1821 η επανάσταση του παπα-Θύμιου Βλαχάβα στα Τρίκαλα στα 1808. Πρακτικά δηλαδή κάθε 11 χρόνια υπήρξε μία τουλάχιστον σημαντική εξέγερση ενάντια στους δυνάστες. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των επαναστάσεων εκτυλίχτηκαν στην Πελοπόννησο και στην Ηπειρο-Θεσσαλία, γεγονός που ο Κολοκοτρώνης συμπυκνώνει ως Μάνη και Σούλι. Κάποιες όμως, όπως η εξέγερση μετά την ναυμαχία της Ναυπάκτου στα 1571, οι εξεγέρσεις του Μητροπολίτη Τρίκκης Διονυσίου του Φιλοσόφου στα 1600 και 1611, τα Ορλωφικά στά 1766 - 1770, η επανάσταση με τον Λάμπρο Κατσώνη στα 1788, είχαν ευρύτερη απήχηση, έως και πανελλήνια.
Ωστόσο χρειάστηκε να περάσουν ακόμη κοντά 90 χρόνια από την επιτυχημένη Επανάσταση σταν1821, και να χυθεί πολύ επιπλέον αίμα ελληνικό, για να οριστικοποιηθούν τα σύνορα της χώρας μας στη σημερινή τους μορφή. Χρειάστηκε να γίνει ο κάθε Έλληνας ένας Παλαιολόγος, για να υπερασπίσει αυτά τα σύνορα όποτε κι αν τα επιβουλεύτηκαν στη συνέχεια. Αυτό δεν οφείλεται ούτε σε κάποιο θαύμα, ούτε αποκλειστικά στην έτσι κι αλλιώς ανυπόταχτη ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Ο πατριωτισμός ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία, για πάνω ενάμιση αιώνα στο νεώτερο ελληνικό κράτος, καλλιεργήθηκε συστηματικά μέσα από την εκπαίδευση και την ενδοοικογενειακή διαπαιδαγώγηση, τις τέχνες και τα γράμματα, ακόμη και την εκκλησία. Το διευκρινίζουμε ειδικά: ο πατριωτισμός, όχι η εθνικιστική μισαλλοδοξία. Γιατί όπως έγραψε ο Ξενόπουλος στη «Διάπλασιν των παίδων», πάνω από 100 χρόνια πριν: «η αληθινή αγάπη για την πατρίδα...δεν γεννά μίσος για τες άλλες πατρίδες, αλλά ζητεί πρώτ' απ' όλα να σέβεσαι και τον ξένο πατριωτισμό». Διαταξικά οι Έλληνες βάζαν την πατρίδα πάνω από τη ζωή τους και την υπαρξή τους. Στο πλήθος των εθελοντών που συνέρρεε, κάθε που η ανάγκη το καλούσε, συμμετείχαν νέοι και ηλικιωμένοι, πλούσιοι και φτωχοί, διανοούμενοι και αγράμματοι, έλληνες και φιλέλληνες. Ας αναλογιστούμε τους εθελοντές της Λεσβιακής φάλαγγας, τους Γαριβαλδίνους και τον Λορέντζο Μαβίλη που σκοτώθηκε στις μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, το έπος του αλβανικού μετώπου, την παλλαϊκή εθνική αντίσταση ενάντια στη γερμανική κατοχή.
Οι καλλιτέχνες εξυμνούσαν την πατρίδα και τους ήρωες της. Ας θυμηθούμε π.χ. το περίφημο κρυφό σχολειό του Γύζη, (του οποίου εσχάτως αμφισβητείται η ιστορική υπόσταση), ή τον έφιππο ανδριάντα του Κολοκοτρώνη από τον Λάζαρο Σώχο και προπάντων τα αφηγηματικά ανάγλυφα, στο βάθρο του αγάλματος, στις αρχές του 20ου αιώνα, την αλλέα των μαρμάρινων ηρώων του '21 στο πεδίον του Άρεως, κατά τον μεσοπόλεμο. Μπορούμε μήπως να σκεφτούμε το '21 χωρίς να πλυμμυρίσει η όραση και η ψυχή μας από τα υπέροχα χρώματα του δικού μας Θεόφιλου, που το ύμνησε ζωγραφικά όσο κανείς; Ας θυμηθούμε ακόμη ολόκληρη τη γεννιά του '30 που έκανε την ελληνικότητα έμπνευση, αναζήτηση και εν πολλοίς τρόπο ζωής. Τους λογοτέχνες, από τον Σολωμό, τον Παλαμά και τον Παπαδιαμάντη, μέχρι τον Μυριβήλη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο, που είχαν την Ελλάδα ως κυρίαρχο θέμα στο έργο τους.
Τα παιδιά μάθαιναν και μέσα απ' τα σχολικά βιβλία της ιστορίας και των νέων Ελληνικών κυρίως, μα και των εξωσχολικών αναγνωσμάτων λογοτεχνίας, να εκτιμούν και να σέβονται κάθε ανιδιοτελή προσφορά στην πατρίδα και το Γένος. Τα σχολεία στολίζονταν με πορτραίτα και γύψινες προτομές ηρώων, αλλά και άλλων σημαντικών μορφών, καθώς και εικαστικές αναπαραστάσεις μεγάλων στιγμών του έθνους στην μακραίωνη ιστορία του. Οι παλιότεροι θα θυμούνται τις περίφημες λιθογραφίες του Σωτήρη Χρηστίδη (1858 - 1940) με ιστορικές στιγμές της Ελληνικής επανάστασης του 1821, βασισμένες στις αντίστοιχες του Peter von Hess (1792 - 1871), ή τις μεταγενέστερες, από τη δεκαετία '60, των εκδόσεων Πεχλιβανίδη, φιλοτεχνημένες από περίφημους ζωγράφους όπως ο Αλέκος Κοντόπουλος, (1904 - 1975), ο Κώστας Μαλάμος (1913 - 2007) και άλλοι. Θα αναφέρουμε σαν θαυμαστό παράδειγμα την αγορά από το κράτος ενός εξαίρετου αναγλύφου του Τήνιου γλύπτη Κώστα Φώσκολου (1875 - 1941) με τίτλο: Η ύψωσις της σημαίας. Έχει κεντρική μορφή τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που περιβάλλεται από πλήθος κλεφτών, οι οποίοι ορκίζονται στο λάβαρο της Επανάστασης. Ο σκοπός ήταν να παραχθούν αντίγραφα τα οποία να μοιραστούν στα σχολεία, συμβάλλοντας ταυτόχρονα και στην αισθητική καλλιέργεια των μαθητών. Τα αντίγραφα αυτά χάθηκαν, και για πολλά χρόνια το έργο θεωρούνταν ως απωλεσθέν, όπως με πληροφόρησε ο καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Ε.Κ.Π.Α., Δημήτρης Παυλόπουλος. Σήμερα έχουν εντοπιστεί μόνο 2 σε ιδιωτικές συλλογές, και έτσι έρχεται ξανά στο φώς.
Τι γίναν όλα αυτά; Έχουν αποκαθηλωθεί όχι μόνο συμβολικά αλλά και κυριολεκτικά. Οι τοίχοι των σχολειών, με ευθύνη των διευθυντών και συχνά με προτροπή της διοίκησης, έχουν αποψιλωθεί, στο όνομα υποτίθεται του εκμοντερνισμού της εκπαίδευσης. Στα βιβλία τα κείμενα του Βλαχογιάννη έχουν αντικατασταθεί από μικρές αγγελίες και διαφημίσεις για καφετιέρες. Οι εικόνες έχουν στην καλύτερη περίπτωση κρυφτεί σε μια αποθήκη, στη χειρότερη έχουν πεταχτεί στο δρόμο. Η διάσωσή τους έχει αφεθεί στο φιλότιμο των συλλεκτών, που πασχίζουν «να σώσουν ο,τιδήποτε αν σώζεται». Πράγμα που μου φέρνει στον νου το περίφημο καταληκτήριο άρθρο 114 του Συντάγματος του 1952 που έλκει την καταγωγή του από το άρθρο 107 του Συντάγματος του 1844. «Η τήρησις του παρόντος Συντάγματος επαφίεται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων». Όσο λοιπόν υπάρχει έστω και ένας Έλληνας αποφασισμένος να μην υποκύψει, τίποτα δεν έχει χαθεί. Κι όπως έγραψε πάλι ο Κολοκοτρώνης στον Ιμπραήμ: «Μόνο ένας Έλληνας να μείνει πάντα θα πολεμάμε και μην ελπίζεις πως την γην μας θα την κάνεις δική σου. Βγάλ' ντο από τον νου σου».