
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ο πρόεδρος των ακτοπλοϊκών εταιρειών Δ. Θεοδωράτος μιλά για την ακτοπλοϊα
Παρά την αύξηση στην τιμή των καυσίμων από 1η Μαΐου, η ελληνική ακτοπλοϊκή αγορά προτίθεται να διατηρήσει σταθερές τις τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, όπως τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), Διονύσης Θεοδωράτος, επισημαίνοντας παράλληλα ότι «κανείς δεν λέει ότι τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια είναι φθηνά, αλλά οι ακτοπλοϊκές εταιρείες έχουν ήδη εφαρμόσει εκπτώσεις όπως την περιοδο του Πάσχα, ιδιαίτερα σε οικογένειες».
Ο ίδιος τονίζει πως τα ταχύπλοα ενδέχεται να προσφέρουν επιπλέον εκπτώσεις, καθώς δεν επηρεάζονται από το νέο καύσιμο καθώς ήδη το χρησιμοποιούν ενώ παράλληλα, πρότεινε τη μείωση του ΦΠΑ στα εισιτήρια επιβατών και οχημάτων από το 13% και το 24% αντίστοιχα, υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι στη δεύτερη περίπτωση το όχημα που συνοδεύει τον επιβάτη δεν αποτελεί εμπορευματικό αγαθό. Η πρόταση αυτή τόνισε ενισχύεται και από τη νέα κοινοτική οδηγία, που δίνει τη δυνατότητα εφαρμογής μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στην επιβατική ακτοπλοΐα και στα συνοδευόμενα οχήματα από 1η Ιανουαρίου 2025.
Ο κ. Θεοδωράτος σε ερώτηση ότι πολλοί υποστηρίζουν ότι αν η κυβέρνηση μειώσει τον ΦΠΑ οι εταιρείες δεν θα περάσουν τη μείωση αυτή στον καταναλωτή, ο πρόεδρος του ΣΕΕΝ καλεί το Υπουργείο Ναυτιλίας να ελέγξει αν οι μειώσεις αυτές μετακυλίονται στους επιβάτες μέσω του παρατηρητηρίου τιμών. Είπε ότι η Ελλάδα παρότι είναι το 2% του Ευρωπαϊκού πληθυσμού και έχει το 18% της ακτοπλοϊκής κίνησης της Ευρώπης, εξακολουθεί όμως να έχει τον υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ στα εισιτήρια της ακτοπλοΐας 13% σε επιβάτες και 24% σε οχήματα, όταν σε άλλες χώρες της Ε.Ε είναι ήδη μειωμένος (10% στην Ισπανία και τη Φινλανδία, 6% στη Σουηδία, 5% στην Ιταλία και 0% στη Μάλτα και τη Δανία). Όπως ανέφερε, μια τέτοια αλλαγή από το οικονομικό επιτελείο θα μπορούσε να εφαρμοστεί εύκολα, με περιορισμένο δημοσιονομικό κόστος, καθώς θα μπορούσε να καλυφθεί από την τόνωση της επιβατικής κίνησης.
Η πρόταση εδράζεται στη νέα ευρωπαϊκή Οδηγία (ΕΕ) 2022/542, η οποία από 1η Ιανουαρίου 2025 επιτρέπει τη μείωση του ΦΠΑ όχι μόνο για την επιβατική ακτοπλοϊκή μεταφορά, αλλά και για τη μεταφορά οχημάτων και σχετικών υπηρεσιών, δίνοντας περιθώριο προσαρμογής στα κράτη μέλη ανέφερε ο ίδιος.Σημείωσε επίσης ότι το 40% των εισιτηρίων αυτή τη στιγμή δίνονται με εκπτώσεις, είτε μέσω των υποχρεωτικών κοινωνικών παροχών είτε μέσω εμπορικών προσφορών. Υπενθύμισε τέλος ότι, σε αντίθεση με άλλα μέσα μεταφοράς όπως τα ΚΤΕΛ, η ακτοπλοΐα δεν λαμβάνει αποζημιώσεις για τις υποχρεωτικές εκπτώσεις καλύπτοντας από μόνη της το κόστος.
Πράσινη μετάβαση
Ο πρόεδρος του ΣΕΕΝ σχετικά με το πρόγραμμα ανανέωσης του ακτοπλοϊκού στόλου είπε ότι η μετάβαση σε ένα πιο φιλικό προς το περιβάλλον μοντέλο, σύμφωνα με τους στόχους της ευρωπαϊκής δέσμης μέτρων «Fit for 55», προχωρά, χωρίς ωστόσο να έχουν ανοίξει ακόμα τα απαραίτητα χρηματοδοτικά εργαλεία.
«Παρότι η προηγούμενη πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ναυτιλίας είχε ξεκινήσει την επεξεργασία προτάσεων για την ανανέωση του στόλου και είχε αναθέσει μελέτες για να εκτιμηθεί το απαιτούμενο επενδυτικό ύψος, μέχρι σήμερα δεν έχει ανοίξει καμία χρηματοδοτική γραμμή, ούτε επενδυτικός ή δημοσιονομικός κύκλος για την κατασκευή ή την προμήθεια «πράσινων» πλοίων», ανέφερε. Η πρόκληση τόνισε είναι διπλή: τόσο η ανανέωση του γηρασμένου στόλου, με τον μέσο όρο ηλικίας να φτάνει τα 36 έτη έως το 2030, όσο και η τεχνολογική αναβάθμιση των νεότερων πλοίων για να ανταποκριθούν στα νέα πρότυπα κατανάλωσης καυσίμων όπως LNG και μεθανόλη.
Για τις πολυετείος συμβάσεις
Αναφέρθηκε επίσης στη σημασία της θεσμοθέτησης πολυετών συμβάσεων για τις άγονες γραμμές, αλλά και στη δημιουργία ενός ειδικού ταμείου “Fund & Reward” που θα επιστρέφει στον κλάδο τα έσοδα από το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (EU ETS). Όπως τόνισε, η προκήρυξη 12ετών συμβάσεων στις άγονες γραμμές θα αποτελούσε ισχυρό κίνητρο για επενδύσεις σε νέα πλοία.
«Όταν ένας πλοιοκτήτης γνωρίζει ότι θα εξασφαλίσει σταθερή δραστηριότητα και αποζημίωση για πάνω από μια δεκαετία, μπορεί να προχωρήσει με ασφάλεια στην ανανέωση του στόλου του», ανέφερε χαρακτηριστικά.