
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ευστρατία Τσοκάρου - Μητσιώνη
Γ’ οχτροί (μυθιστόρημα στην αγιασώτικη ντοπιολαλιά)
Μυτιλήνη 2016, σελ. 132
Η Ευστρατία Τσοκάρου - Μητσιώνη γεννήθηκε το 1934 και μεγάλωσε στην Αγιάσο της Λέσβου. Εκεί τελείωσε το γυμνάσιο και την Οικοκυρική Σχολή. Στα 1955 παντρεύτηκε με τον καθηγητή Φυσικής Αγωγής και προπονητή ποδοσφαίρου, Χρήστο Μητσιώνη, με τον οποίο απέκτησαν δύο παιδιά, ένα γιο και μια κόρη.
Τη δεκαετία του 1960 μετακόμισαν οικογενειακώς στην Αθήνα, ποτέ όμως δεν απομακρύνθηκε από τη γενέτειρά της.
Μοιράζει το χρόνο της μεταξύ Αθήνας και Αγιάσου, γράφει βιβλία στην αγιασώτικη ντοπιολαλιά με θέματα αντλημένα από την Αγιάσο, ασχολείται με την αναβίωση ξεχασμένων εθίμων, γράφει στίχους για το Αγιασώτικο Καρναβάλι, κινητοποιεί νέους και νέες στην κατεύθυνση της διάσωσης της παράδοσης του χωριού της.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1997 με το βιβλίο «Παλιές Ιστορίες απή τ’ν Αγιάσο» (Β΄ Έκδοση 1998, Γ΄ Έκδοση 2006). Ακολούθησαν άλλα εννιά βιβλία: «Χαλκάς» (1999, Β΄ Έκδοση 2010, Πρώτο βραβείο από τη Γλωσσική Εταιρεία στο διαγωνισμό συλλογής γλωσσικού υλικού), «Τα θηρία βγάλαν το τιμάρντουν» (2001), «΄Εγ(ι)τσινα τα έρμα τα χρόνια. Από το ημερολόγιο μιας εξόριστης» (2002), «Ιστορίες & παραμύθια απ’ τν’ Αγιάσου» (2004), «Μια φουρά τση έναν τσηρό… Αγιάσσος» (2005), «Γ΄ Αλεξάνδρα τ’ Χατζηκούτσ’» (2007), «Γη τελευταία βόμβα» (2008), «Έκτακτο δελτίο θύελλας» (2010), «Τα φρόκαλα» ( 2012).
Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε ένα ακόμη βιβλίο της, μια ιστορία στην αγιασώτικη ντοπιολαλιά με χώρο δράσης την Αγιάσο και τίτλο «Γ’ οχτροί». Να ένα μικρό δείγμα γραφής: «Σάνι φτάξαν κουντά στου χουριό ούλα ξιπ’δούσαν απού μέσα ντουν. Μάνα, πατέρας, Σαμφώ, φίλ’, χουριό πανέμουρφου, ούλου ζουγή, τσιρός ήλαξι, ήλιος ξεφίτ’σι. -Αχ! ας όψουντι γ’ ουχτροί! κάθα φουρά που φέρνιν τ’ απάνου κάτου, μουρμούρ’ζι μες τα δόντια ντ’ Σουκράτ’ς. Ύστιρα βουβαμάρα, ένι ξουνουμίλ’ξι κανείς τσακ που φτάξαν στου χουριό. Ένι φαίν’ντου ψ’χή, ήνταν μισ’μέρ, γη μέρα όμουρφ’ ούλους κόσμους λιώντου πα στα β’νά, μες του ‘λιώνα. Μαζώναν τς ιλιούδις ντουν. Του βράδ’ πιδιά θα δείτι του παναγύρ’, θα βουγίζ’ κόσμους, θα σας πάγου απού κάτου ‘πί του γιουφύρ’ να δείτι ‘μουρφιά.
Απουχηριτ’στήκαν μι τ’ Σμαρίδα τσι ίσια για του συνοικισμό. Έφτου ήνταν του σπίτ’ τ’ Σουκράτ’, τίπουτα δεν άλλαξι. Έφτου ήνταν γοι ισ’τσοί ντ’ γ’ αθρώπ’, δρόμ’ σπίτια στέκαν σα π’ τ’ αφή’τσι νιαρουχρισμένα σα ντου πάγου. Έφτοι γοι πρόσφυγις που ‘ρταν απ’ τα θ’κά μας τα μέρη φέραν τσι πουλιτισμό μαζί ντουν, μάθαν του κόσμου μια κ’βάρα πράματα. Στν αρχή γοι ισ’τσοί μας βλέπασί τζ σα παρακατιανοί («Προσφυγούλα μαυρομάτα μου», του τραγούδ’ έγιουτου λέγ’ ντα ούλα). Ύστιρα αγάλ’ αγάλ’ αρχίσαν α τς παραδιχόντι, αλλά πάντα πρόσφυγις τς φουνάζαν. Για δείτι μουρά τσι γιου τσισμές έφνα, άλλ’ φουρά κ’βάνιουμ νιρό μι τα λαγίνια τσι τς κουβάδις. Αχ άμανι έβαζι μπ’γάδα γη μάνα μ’ ξιπάτουνί μι τσι ύστιρα σ’ τν Αχλαραδέλ’64 νιρό για πιώσ’μου. Έφτου προυτουείδι τσι του Σαμφώ σάνι ξιπέταξι. Τώρα τσισμές στέκουντου βουβός γιατί ήρτι πλια του νιρό στα σπίτια. -Α! να τσι του σπίτ’ μας, είπι. Τα μάτια ντ’ θουλώσαν, ένι μίλα αλλά μέσα ντ’ είχι φουρτούνα μιγάλ’. Ούλα τα παλιά ήρταν στου νου τ’. Κάτσι πα σντ πιζούλα τς Σουλτάνας».