«Κι οι μεγάλοι έχουμε ανάγκη τα παραμύθια»

01/07/2012 - 05:56
 Η Λένα Μαντά μίλησε στο «Ε» για το νέο της βιβλίο «Έρωτας σαν βροχή». Τη συναντήσαμε λίγες ώρες πριν την παρουσίαση του βιβλίου της στη Μυτιλήνη και μας μίλησε για το νέο της «παιδί» και για πολλά άλλα.
Η Λένα Μαντά γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ήρθε στην Ελλάδα σε μικρή ηλικία. Σπούδασε νηπιαγωγός χωρίς ποτέ να θελήσει να ασκήσει το συγκεκριμένο επάγγελμα. Για τρία χρόνια είχε δικό της θίασο κουκλοθέατρου, ενώ τα έργα που ανέβαζε ήταν δικής της συγγραφής. Για τις ανάγκες του θιάσου, μάλιστα, διασκεύασε πολλά λαϊκά παραμύθια. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε τοπικές εφημερίδες και για δύο χρόνια διετέλεσε διευθύντρια προγράμματος σε ραδιοφωνικό σταθμό των βορείων προαστίων. Παράλληλα, είχε δική της καθημερινή ενημερωτική εκπομπή με μεγάλη ακροαματικότητα και ήταν υπεύθυνη για την επιμέλεια των διαφημιστικών σποτ του σταθμού, ενώ πολλά από τα κείμενα ήταν δικά της. Είναι παντρεμένη, έχει δύο παιδιά και μένει μόνιμα στο Καπανδρίτι. Στη Μυτιλήνη τη συναντήσαμε λίγες ώρες πριν την παρουσίαση του βιβλίου της και μας μίλησε για το νέο της «παιδί», το «Έρωτας σαν βροχή», και για πολλά άλλα.

Ξεκινώντας, να μιλήσουμε για το καινούργιο σας βιβλίο «Έρωτας σαν βροχή», που πριν μερικές μέρες παρουσιάσατε στη Μυτιλήνη. Τι ακριβώς πραγματεύεται;

«Κατ’ αρχάς αυτό το βιβλίο αφορά τον έρωτα. Φαίνεται από τον τίτλο άλλωστε, ακόμα κι από το χρώμα του εξωφύλλου. Να πούμε ότι η ιστορία μας ξεκινάει από την Κέρκυρα, ενώ η ηρωίδα μου, η Κλαίλια, έχει πάρει το όνομά της από την Κλαίλια του Ξενόπουλου. Στο βιβλίο μου, λοιπόν, η μητέρα της ηρωίδας μας αγαπούσε πάρα πολύ το βιβλίο αυτό, την “Αναδυομένη”, κι έτσι δίνει στο παιδί της αυτό το όνομα, αλλά ταυτόχρονα της κληροδοτεί και τη μοίρα, με αποτέλεσμα η Κλαίλια να έχει τον Παύλο της όπως και η Κλαίλια του Ξενόπουλου, έναν Παύλο ερωτευμένο μαζί της. Η Κλαίλια όμως ψάχνει να βρει το μεγάλο έρωτα, γιατί τον Παύλο τον βλέπει μόνο σα φίλο. Βρίσκει λοιπόν το μεγάλο έρωτα, αλλά είναι ο λάθος έρωτας κι ο Παύλος μου, αντίθετα από τον Παύλο του Ξενόπουλου, επιλέγει να μείνει κοντά στην αγαπημένη του, να μη φύγει από τη ζωή και να μαζεύει τα συντρίμμια που γεμίζει τη ζωή της ο λάθος έρωτας. Εμείς βρίσκουμε την Κλαίλια στην Κέρκυρα, απομονωμένη, στην Παλιοκαστρίτσα, κι εκεί κάνει μια περίεργη συνάντηση με ένα κοριτσάκι οκτώ χρονών, με την οποία έχουν το ίδιο όνομα. Από εκεί αρχίζουν και οι ανατροπές στο βιβλίο… Μέχρι εδώ, η συνέχεια επί του βιβλίου.»

Αφορμή για να γράψετε το βιβλίο αυτό τι στάθηκε;

«Αφορμή στάθηκε, όπως γράφω και στον πρόλογο του βιβλίου, η εξομολόγηση ενός ανθρώπου, ο οποίος μου εμπιστεύτηκε, στη δύση πια της ζωής του, ότι είχε απατήσει τη γυναίκα του. Είναι ιστορία συνηθισμένη, αλλά εμένα μου έδωσε το έναυσμα να γράψω μια τέτοια ιστορία, αλλά από την πλευρά του τρίτου προσώπου, της αντροχωρίστρας όπως λέμε. Κι έτσι όλη αυτή η ιστορία φωτίζει πια τη γυναίκα που έγινε αιτία να διαπραχθεί απάτη, αλλά πριν, είχε απατηθεί η ίδια. Να πω ακόμα ότι επειδή ο Ξενόπουλος ήταν ο αγαπημένος μου στην εφηβεία μου κι επειδή την “Αναδυομένη” την ξεχώριζα, σκέφτηκα να δώσω το βιβλίο μου σαν αντίστιξη στην παλιά και αγαπημένη ιστορία του Ξενόπουλου και της “Αναδυομένης”.»

Θεματολογία
Αλήθεια, τι είναι αυτό πού θέλετε να δώσετε στους αναγνώστες σας μέσα από το καινούργιο σας βιβλίο;

«Όλα μου τα βιβλία δεν είναι με το ίδιο θέμα, δεν πραγματεύονται όλα δηλαδή έναν έρωτα. Άλλα είναι ύμνος στη φιλία, άλλα στην οικογένεια. Η φιλία και η οικογένεια συνήθως μέσα στα βιβλία μου υπάρχουν πάντα. Εδώ όμως αυτό που θέλω να δώσω καθαρά - και με όλα τα βιβλία μου συμβαίνει αυτό - είναι ταξίδια ψυχής. Τα έχουμε όλοι ανάγκη στην εποχή που ζούμε, είναι ένα διάλειμμα για να “ταξιδέψουμε” κι αυτό που λέω πάντοτε είναι ότι τα παραμύθια δεν είναι μόνο για τα μικρά παιδιά. Θέλουμε κι εμείς οι μεγάλοι το παραμύθι μας, θέλουμε το χάδι τη στιγμή που περνάμε δύσκολα. Να ξεφύγουμε λίγο, να αποστασιοποιηθούμε από τα προβλήματά μας για να επιστρέψουμε σε αυτά με καθαρό μυαλό.»

Είναι γεγονός πως έχετε βρει ένα μοναδικό τρόπο να «φτιάχνετε» παραμύθια για μεγάλους. Πολλοί είναι οι αναγνώστες σας που αναφέρονται συχνά σε αυτό το ταλέντο σας.
«Γράφω πάντα αυτό που θέλω να διαβάζω και χαίρομαι γιατί τελικά το αναγνωστικό κοινό ταυτίζεται, παίρνει δηλαδή αυτά ακριβώς που εγώ θέλω να του δώσω. Παίρνουν τα ίδια πράγματα, μόνο που εγώ τα παίρνω πρώτη γιατί τα γράφω, αλλά βλέπω ότι και το κοινό ανταποκρίνεται και υπάρχει ένα πολύ δυναμικό… “fan club” με το οποίο υπάρχει πολύ τακτική και ζεστή επικοινωνία. Ευλογημένο διαδίκτυο…!!! Είναι σπουδαίο μέσο και λυπάμαι πολύ που άργησα να εγκύψω σε αυτό. Ήμουν αρνητική στην αρχή, αλλά τα τελευταία χρόνια είναι πάθος. Δύο με τρεις ώρες καθημερινά ασχολούμαι με το να απαντώ σε μηνύματα αναγνωστών μου.»

Πώς νιώθετε που τόσος κόσμος αγαπά το συγγραφικό σας έργο και νιώθει παράλληλα την επιθυμία να επικοινωνήσει μαζί σας;
«Υπάρχει μεταξύ άλλων πολλή μοναξιά και πολλοί μου λένε πως μέσα από τα βιβλία μου βρίσκουν απαντήσεις. Και γι’ αυτό πιστεύω πως τα μηνύματα των αναγνωστών μου έρχονται ανά εκατοντάδες. Τώρα προχωρήσαμε και στην παλιά κλασσική μέθοδο, το ταχυδρομείο, και λέω πάντα στους αναγνώστες μου ότι μπορώ να αργώ λίγο να απαντήσω, αλλά απαντώ σε όλους.»

Το γεγονός ότι μπαίνετε στη διαδικασία να απαντήσετε σε όλους είναι εκπληκτικό. Δεν το κάνουν πολλοί.

«Όταν γίνεται μια κατάθεση ψυχής δεν μπορείς να την αφήσεις έτσι, είναι αγένεια. Ο άλλος σού γράφει για να εκδηλώσει κάποια συναισθήματα και δεν πρόκειται να σταματήσω να απαντώ σε αυτά τα γράμματα. Πολλοί με ρωτούν αν έχω βοήθεια. “Όχι” είναι η απάντηση. Θεωρώ πως όταν απευθύνονται σε μένα δεν μπορεί να απαντάει άλλος.»

Δε σας ρώτησα πώς προέκυψε η συγγραφή στη ζωή σας.
«Από μικρή είχα πολύ καλή σχέση γενικά με ό,τι είχε να κάνει με το χαρτί και το μολύβι. Στο δημοτικό για πρώτη φορά ένιωσα την ανάγκη να γράψω ένα παραμυθάκι και μάλιστα πρέπει να πω ότι έχω γράψει τον “Τιτανικό” πολύ πριν γίνει ταινία [γέλια]. Στη συνέχεια τα παραμυθάκια έγιναν ιστορίες, μικρά διηγήματα. Έπειτα όμως, επειδή ήρθαν οι σπουδές, η οικογένεια, μάλλον τα παράτησα, έμεινα ωστόσο τακτική αναγνώστρια. Όταν μεγάλωσαν τα παιδιά μου, κάποια στιγμή αποφάσισα να γράψω. Πώς και γιατί; Καμμιά φορά, λόγω συγκυριών αν το θες, διαβάζεις λάθος βιβλία. Έτσι, θέλησα να γράψω για να διαβάσω κάτι που το ευχαριστιέμαι εγώ. Έτσι κι έγινε, με τη διαφορά πως όταν το διάβασε ο άντρας μου θεώρησε ότι ήταν πολύ καλό για να μείνει στο συρτάρι. Επειδή εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να το πάω σε εκδότη, ντρεπόμουν, το πήρε εκείνος κι έκανε τον κύκλο των εκδοτών. Ξεκίνησε μια συνεργασία, με τις εκδόσεις “Λιβάνη”, γιατί εκεί εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο. Mετά όταν χρειάστηκε να αλλάξω εκδότη, πάλι ο άντρας μου το “έτρεξε” κι έτσι το 2004 ξεκίνησε η συνεργασία μου με τις εκδόσεις “Ψυχογιός”. Αλλά ήταν μάλλον μια συγκυρία πραγμάτων που ώθησε στο να βγει η αγάπη μου για το γράψιμο προς τα έξω, κάτι που είχα θάψει πάλι λόγω συγκυριών. Είναι αυτό που λέμε ορισμένες φορές, ότι το σύμπαν συνωμοτεί για να γίνει αυτό που πραγματικά θες.»

Σήμερα, καταξιωμένη πια στο χώρο σας, πώς αισθάνεστε γι’ αυτή την επιτυχία;

«Φυσικά πετάω από τη χαρά μου που η δουλειά μου βρίσκει ανταπόκριση, αλλά και αγάπη από τον κόσμο. Το χαίρομαι, χαίρομαι την επικοινωνία με το κοινό και τίποτα άλλο. Όταν γράφω όμως, δε θα σκεφτώ τι αρέσει στο αναγνωστικό μου κοινό. Θα γράψω αυτό που θέλω εγώ.»

Έχετε σπουδάσει νηπιαγωγός. Πώς και δεν ασχοληθήκατε ποτέ με αυτό;
«Για το καλό των παιδιών δεν ασχολήθηκα [γέλια], δεν έχω καθόλου υπομονή. Οι σπουδές ήρθαν, όπως ήταν εκείνη την εποχή, έπειτα από την παρότρυνση των γονιών μου. Πήγα να σπουδάσω λοιπόν, αλλά χωρίς ιδιαίτερη διάθεση. Όταν γνώρισα καλύτερα το αντικείμενο τότε διαπίστωσα πως δε θα μπορούσα να ασχοληθώ με αυτό.»

Και κουκλοθέατρο
Είχατε, ωστόσο, στο παρελθόν δικό σας θίασο κουκλοθέατρου.

«Το έκανα κι αυτό. Ήταν κάτι που ξεκίνησα να κάνω όταν ήμουν στη σχολή ακόμα. Να σημειώσω ότι είχα καθηγητή μου το Νίκο Πιλάβιο, το μεγάλο παραμυθά. Μας έκανε παντομίμα κι άλλα σχετικά. Σιγά-σιγά λοιπόν άρχισε το μικρόβιο και λειτουργούσε και βρέθηκα να ασχολούμαι με το κουκλοθέατρο χωρίς να το έχω φανταστεί ποτέ στη ζωή μου. Η… καριέρα μου στο κουκλοθέατρο ολοκληρώθηκε σχεδόν με το τέλος των σπουδών μου.»

Ας επιστρέψουμε στη συγγραφή. Ποια είναι η κύρια έμπνευσή σας;
«Οι άνθρωποι. Ό,τι αφορά τους ανθρώπους, είτε είναι η θλίψη είτε η χαρά, η απάτη ή η προδοσία. Και όπως συνηθίζω να λέω, όταν γράφεις για ανθρώπους, πρέπει να ακούς τους ανθρώπους και κυρίως τις σιωπές τους. Γιατί πολλές φορές άλλα λένε κι άλλα εννοούνε. Έμπνευσή μου, λοιπόν, μπορεί να είναι μια ανθρώπινη ιστορία που τυχαία θα ακούσω ή ένα τραγούδι, ακόμα και μια είδηση. Είναι πράγματι πολύ παράξενος ο τρόπος με τον οποίο “παίρνει μπροστά η μηχανή”. Μια λεπτομέρεια για κάποιον για μένα μπορεί να είναι αρκετή.»

Όταν τελειώνετε ένα βιβλίο πώς νιώθετε;
«Εκείνη η στιγμή είναι ένας μικρός θάνατος για μένα. Κι αυτό γιατί τόσο καιρό που το γράφεις μαθαίνεις να ζεις με αυτούς τους ανθρώπους, γιατί για σένα είναι πραγματικές οντότητες. Εκεί ξαφνικά μένεις μόνο σου, κοιτάς την οθόνη του υπολογιστή και τη λέξη “τέλος” και λες “τώρα τι κάνουμε;”. Οι πρώτες μέρες, λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση ενός βιβλίου, είναι κατάλληλες για shopping therapy [γέλια]. Εκείνη την περίοδο δεν κάθομαι σπίτι λεπτό. Πρέπει να είμαι συνέχεια έξω για να το ξεπεράσω και μετά αφήνω κάποιους μήνες να περάσουν για αποτοξίνωση. Δε θέλω να γράφω.»

Για να κλείσουμε, θα μοιραστείτε με τους αναγνώστες μας κάτι που πιστεύετε και εφαρμόζετε ως κανόνα στη ζωή σας;

«Είναι κάτι που είχε γραφτεί στο προηγούμενο βιβλίο μου και το πιστεύω. Λέει λοιπόν: “Μη βγάζεις τον άλλον από τον κόσμο του για να τον φέρεις στο δικό σου, γιατί εκεί που είναι ξέρει τους κανόνες”. Δε μ’ αρέσει να δίνω απαντήσεις στο τι πρέπει ο άλλος να κάνει, γιατί θα του απαντήσω ουσιαστικά τι θα έκανα εγώ στη θέση του. Άρα λοιπόν, αν τον φέρω στα δικά μου χνάρια, δεν ξέρει να το αντιμετωπίσει.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey