Ο πολιτισμός μας!

01/07/2012 - 05:56
Εψές ονειρευόμουνα, πως βρισκόμουνα, λέει, στη μέση του ωκεανού πάνω σε ένα παλιό, γερό σκαρί, που έρμαιο των καιρών κλυδωνιζότανε κι ο καπετάνιος, όχι ένας αλλά πολλοί, κι όχι ντόπιοι που ξέρανε τα ρεύματα, μα ξενόφερτοι, καλεσμένοι ή όχι, μισθοφόροι ή καιροσκόποι, θαρρώ και κερδοσκόποι, πασκίζανε, με τη δική του πυξίδα ο καθείς, και τα συμφέροντά του, να το φέρουν στη σωστή ρότα.
Εψές ονειρευόμουνα, πως βρισκόμουνα, λέει, στη μέση του ωκεανού πάνω σε ένα παλιό, γερό σκαρί, που έρμαιο των καιρών κλυδωνιζότανε κι ο καπετάνιος, όχι ένας αλλά πολλοί, κι όχι ντόπιοι που ξέρανε τα ρεύματα, μα ξενόφερτοι, καλεσμένοι ή όχι, μισθοφόροι ή καιροσκόποι, θαρρώ και κερδοσκόποι, πασκίζανε, με τη δική του πυξίδα ο καθείς, και τα συμφέροντά του, να το φέρουν στη σωστή ρότα.
Κι ακόμα, πως είχανε τούτοι οι καλοθελητάδες που με γυροφέρνανε ανάμεσα τα αφρισμένα κύματα, από ένα τεράστιο σωσίβιο να σωθούνε σα βούλιαζε το περήφανο πλεούμενο (και για να κυριολεχτώ, σα το βουλιάζανε) κι ο μόνος που θα βρισκόταν αντιμέτωπος τα σκυλόψαρα θα ήμουν εγώ, και η ιστορία μου.
Παραδίπλα, σε ένα στροβίλισμα του νερού, θα πετούσανε, λέει, και τις «άχρηστες» αποσκευές, σα βλαβερό φορτίο. Οι αποσκευές, υπερβολικά βαριές αλήθεια, ογκώδεις, πολύ τους ενοχλούσανε, γι’ αυτό και αρπάξανε ό,τι προλάβαινε ο καθένας, και φρουουπ, τα άλλα, στον ωκεανό.
Απόμεινε στον αφρό, μόναχα ένα μικρό κουτί, με ανάγλυφο πάνω τον Παρθενώνα, και μέσα, μια σπίθα, ίσα για να αναπιαστεί, να πληθιάνει και να σκορπίσει σ’ όλη την οικουμένη ξανά, αυτό που έγραφε απάνω:
«Ελληνικός Πολιτισμός»
Και στο βαθύ μου ύπνο, κάποιος μου πιρούνιζε τα μηνίγγια, τον έδιωχνα μα δεν έφευγε, και με πιλάτευε πως πληρώναμε λέει, εμείς οι φουκαράδες, ξένους ανεγκέφαλους σοφούς, που κάποτε συβουλεύανε τον πρόεδρο της Αμερικής και δεν ξέρω ποιον άλλον, για να μας πάρουνε με το χεράκι, «στράτα καλό μου», και να μας βάνουνε στον ίσιο δρόμο. Κι ακούστηκε τότε πολύς θόρυβος, ανοίξαν οι ταφόπετρες και βροντερές φωνές από τα μνήματα, ηχήσανε:
- Τον ποιο δρόμο, ρε παλληκάρια;
- Ποιοι μωρέ;
- Αυτοί που η πατρίδα τους μετράει διακόσια χρόνια ζωής όλα κι όλα;
- Αυτοί που στα μουσεία τους έχουνε τα δικά μας έργα, κι η ιστορία τους είναι γιάνκηδες καβάλα να κυνηγάνε με το λάσο βουβάλια;
- Ποιοι! Αυτοί που καίγανε ανθρώπους να κάνουνε σαπούνι ωρέ;
- Αυτοί που σαν ακούνε πέντε αιώνες π.Χ. δεν μπορούνε να φανταστούν ότι υπήρχε τότε ζωή, ενώ εμείς, χτίζαμε την Ακρόπολη;
- Και ξέρουν, μωρέ κοπέλια, ίντα θα πει Καλλικράτης; Αυτός έβγανε τα σχέδια τότεσου να χτιστεί ο ναός της Αθηνάς.
- Και για τον Παρθενώνα.
- Και τα μεγάλα τείχη ανάμεσα Αθήνα Πειραιά.
Μια βροντή όμως με τράνταξε, και μια υπερκόσμια κραυγή:
- Μη μας τον εμαγαρίσουνε μωρέ, γιατί θα βγούμε ούλοι από δω μέσα!
Στον εφιάλτη μου, με συνέλαβα να παραμιλώ:
- Τι έκτρωμα, αλήθεια, πάνε να μας σκαρώσουν;
Και να, μια αρμάδα ξωμάχοι και ζευγολάτορες, όλοι με φουστανέλες και βράκες, δαφνοστεφανωμένοι, προβάλανε να κουνάνε απειλητικά μαγκούρες σαντούρια και κλαρίνα. Και, χορός σε τραγωδία, φωνάζανε:
- Να τον εκάμετε το «Καλλικράτη» αφού δώκανε διάτα οι τρανοί εφέντες, μα για όνομα του Μεγαλοδύναμου! Μην καταστρέψετε τα έργα και τη κληρονομιά που σας αφήκαμε. Χωρίς εμάς δεν έχετε μέλλον!
- Γροικάτε ίντα σας λέμε! Μην αφήκετε και ρημάξουν τα χωριά. Μηδέ να τα ξεπουλήσετε στους Γερμαναράδες! Δώστε τους αγέρα να πετάξουν. Δώστε ζωή σ’ αυτούς που ξενυχιάζονται στα βράχια για τα χιλιέγγονά μας!
- Κακό πράμα η αρβύλα, που τα ισοπεδώνει ούλα.
- Έτσι κι αλλιώς θα γενούμε νούμερα· σαν τους φυλακισμένους· κι εμείς δω μέσα. Μη ‘γγίζετε όμως τα χωριά! Τα πνεμόνια σας! Θα μπλαντάξετε!
Πρόβαλε κι ένα κοριτσόπουλο, ίδια Σαπφώ με τη λίρα της, να τραγουδεί:
Ψυχή ξεγυμνωμένη
το πνέμα σας προσμένει
ασκλάβωτοι!
Ξύπνησα, ρε παιδιά, και το χνούδι μου ήταν σαν της γάτας που ανταμώνει απρόσμενα το σκύλο. Και το προσκεφάλι, ολόβρεχτο!
Τι σου είναι, αλήθεια, τα ονείρατα καμμιά φορά!!

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey