Ναυαγοί, αλλά για καλό!

01/07/2012 - 05:56
Λοιπόν σήμερα θα μου επιτραπεί να διηγηθώ την περιπέτεια της δικής μου ψαρευτικής παρέας. Έτσι και αλλιώς, μια φορά το χρόνο πάμε μεγάλη διήμερη εξόρμηση, οπότε το δικαιούμαι!
Λοιπόν σήμερα θα μου επιτραπεί να διηγηθώ την περιπέτεια της δικής μου ψαρευτικής παρέας. Έτσι και αλλιώς, μια φορά το χρόνο πάμε μεγάλη διήμερη εξόρμηση, οπότε το δικαιούμαι! Και αν σκεφτεί κανείς τι ταλαιπωρία τραβήξαμε και τι πάθαμε και τι δεν πάθαμε, ε, τότε πιστεύω μάς αξίζουν μια φορά το χρόνο δυο έρμες σελίδες. Καθίστε αναπαυτικά και διαβάστε τα παθήματά μας.
Όπως καταλαβαίνετε, η προετοιμασία είχε πιο μεγάλο ενθουσιασμό και από την εξόρμηση την ίδια. Δυο - τρεις εβδομάδες πριν, τα καλαμπούρια και τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν. Σκεφτείτε ότι η παρέα δουλεύουμε όλοι στο ίδιο μαγαζί, οπότε διαιρεθήκαμε σε δυο ομάδες, με μεταγραφές και σπιουνιές και όλα αυτά τα πιπεράτα υπονοούμενα για το τι έχει να πάθει ο αντίπαλός μας με τις ψαρούκλες που έχουμε να βγάλουμε. Αλίμονο, δεν ξέραμε τι μας περιμένει. Μέχρι και ψεύτικα συμβόλαια τυπώσαμε, ανακοινώσεις στον υπολογιστή και μαζεύαμε υπογραφές από φίλους ψαράδες πως τάχα υποστηρίζουν τη δική μας και όχι την άλλη ομάδα. Πανικός.
Ξεχωριστά, λοιπόν, οι «ομάδες» ξεκινήσαμε να εξοπλιζόμαστε. Τι καινούργια καλάμια, τι καινούργιες πετονιές, παραγγείλαμε παραγάδια να μας φτιάξουν, κανονίσαμε να μας δώσει μια ψευτοβαρκούλα ένας φίλος μας... αφήστε τα να πάνε.
Την παραμονή εγώ πάντως, από τον ενθουσιασμό δεν κοιμήθηκα. Ξημέρωσε το Σάββατο και όλοι ήμασταν υπ’ ατμόν. Τα δολώματα που παραγγείλαμε: διαβάστε να δείτε τρέλα. Τέσσερις φαραώ, δέκα μάνες, δέκα μονοδώλια, δέκα αμερικάνους, ακροβάτες τέσσερα κουτάκια, γαρίδα παστωμένη φρέσκια, σκαρτσίνι, μπιγκατίνι, φρίσα, θράψαλλο, καλαμάρι, σουπιά, μύδι με ολόκληρο κέλυφος, ζύμες με αμινοξέα κ.τ.λ. κ.τ.λ..

Οι ομάδες ξεκινήσαμε σε δυο δόσεις από την Καλλονή προς την αγαπημένη μας παραλία, εκεί που πάμε μια φορά το χρόνο, σαν τάμα θα έλεγε κανείς, για να ξεχάσουμε για λίγο τις έγνοιες μας. Φρέσκιες σεφταλιές, λουκάνικα, κάρβουνα, ράντζα και κουβέρτες, 45 κουτάκια μπύρες, ό,τι φανταστεί το μυαλό του ανθρώπου, μαζί και 30 σπαστούς καφέδες για το ολονύχτιο ψάρεμα. Το μάτι μας είχε χορτάσει, έπρεπε τώρα να χορτάσει και το πανέρι μας ψάρια.
Είχαμε και μαζί μας γεννήτρια, πανάθεμά μας! Φτάσαμε στον προορισμό και ξεφορτώσαμε τα πράγματά μας δίπλα στο μαγευτικό εκκλησάκι που βλέπει το πέλαγος, στην όμορφη σκεπαστή του αυλή. Σιγουρευτήκαμε πως η γεννήτρια παίρνει μπρος και ξεκινήσαμε, άλλοι να δολώνουμε τα παραγάδια (φαραώ και θραψαλάκι, παρακαλώ), άλλοι να στήνουν τον καταυλισμό και άλλοι να πάνε να φέρουνε τη βάρκα. Μια θάλασσα κόλλα γαλήνη. Μόνο ένα μάς ανησυχούσε: στο γιαλό έφτανε βουβό κύμα από το πέλαγος και αν και άπνοια, μας φάνηκε πολύ. Μα πού καρδιά να κάνουμε πίσω! Είχε νυχτώσει και το πρώτο παραγάδι έπρεπε να πέσει.
Όταν ήμασταν έτοιμοι να μπούμε στη βάρκα, ο πιο συνετός από όλους, ο Δημήτρης, είπε πως το κύμα κατάγιαλα δεν του άρεσε και πως το βαρκάκι με τα κουπιά που είχαμε δε θα τα κατάφερνε. Το είχαμε τραβήξει στεριά (μας το έφεραν δεμένο σε μια βάρκα μηχανοκίνητη και μας το άφησαν εκεί). Πώς με τέτοιο κύμα θα το ρίχναμε μέσα; Προσφέρθηκα να ανεβάσω τα μπατζάκια μου και να σπρώξω, έπειτα να πηδήξω μέσα. Ε, λοιπόν: την έσπρωξα τη βάρκα. Και πήδηξα και μέσα. Με το πρώτο κύμα, μας γυρίζει κώλο η βάρκα στο πέλαγο. Ακούω το Δημήτρη να λέει: «Τώρα, μάγκες, κρατηθείτε». Το δεύτερο κύμα μάς ρίχνει κάτω. Το τρίτο μάας γεμίζει το βαρκάκι… και το τέταρτο μας το βουλιάζει με όλα μέσα, τα παραγάδια, εμάς, τα καλαδούρια, τα πανέρια… Και όλα αυτά, δυο βήματα από την παραλία.

Ένας ήταν ο καημός! Η βάρκα που ήταν δανεική!
Νοέμβρης μήνας, σα βρεγμένοι ποντικοί βγήκαμε στεριά, γελώντας και κλαίγοντας, χτυπημένοι εδώ κι εκεί και παραζαλισμένοι, πουντιασμένοι. Δέσαμε τη βάρκα σε μια κοτσαδούρα και την τραβήξαμε έξω, την αδειάσαμε από τα νερά. Έπιασε άσχημος βοριάς και παράξενο αγιάζι…
Αποκαμωμένοι, γυρίσαμε κοντά στο εκκλησάκι. Πάμε να βάλουμε μπρος τη γεννήτρια, καίγονται όλες οι λάμπες. Μόνοι, στο σκοτάδι, ναυαγοί της κακιάς ώρας και βρεγμένοι. Φανταστείτε ψυχολογία! Το καλό το παρεάκι, όμως, δεν το έβαλε κάτω. Είχαμε μαζί μας αλλαξιές. Αλλάξαμε και ζεσταθήκαμε. Είπαμε το ψάρεμα τέλος προς ώρας και βάλαμε μπροστά την ψησταριά: αφού δεν ψαρέψαμε, ας φάμε τουλάχιστον. Σε ένα σχοινί δέσαμε τους φακούς του κεφαλιού και βρήκαμε και φως. Όμορφη μυρωδιά γέμισε τον τόπο και μετά από μερικές μπύρες ξαναβρήκαμε το κουράγιο μας. Μέσα στο εκκλησάκι στρώσαμε το τραπέζι μας, μέσα στο φιλόξενο τούτο εκκλησάκι που τόσο αγαπάμε - δεν είχαμε άλλο καταφύγιο. Σκεφτήκαμε πως δεν είναι σωστό να φάμε μέσα στο εκκλησάκι, όμως το κάναμε με κατάνυξη και αγάπη. Ανάψαμε τα καντηλάκια και μερικά κεριά και η ψυχή μας αναθερμάνθηκε. Και εκεί, αγαπημένοι και μονιασμένοι, γελώντας με τα παθήματά μας, φάγαμε και ήπιαμε, είπαμε ιστορίες και χαρήκαμε. Μαζέψαμε το τραπέζι, καθαρίσαμε και στρώσαμε για ύπνο.
Πέντε το πρωί σηκωθήκαμε και το δεύτερο παραγάδι έπεσε στη θάλασσα, που πια δεν ήθελε να μας κακοκαρδίσει και δεν είχε κύμα. Σαργοί και τσιπούρες γέμισαν το κοφινάκι μας. Αποκαμωμένοι κατά το μεσημεράκι μαζέψαμε, καθαρίσαμε και φύγαμε, λειώμα στην κούραση, αλλά γεμάτοι στην καρδιά. Και του χρόνου μας, παιδιά, όλοι καλά να είμαστε να χαιρόμαστε την παρέα μας!

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey